Η εκδίκηση των Κούρδων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εκδίκηση των Κούρδων

Αποσχιστικές τάσεις από τη Βαγδάτη

Αποδείχθηκε ότι αυτή ήταν και η πρώτη ουσιαστική ευκαιρία τους για μεταβολή της κατάστασής τους και οι Κούρδοι έσπευσαν να επωφεληθούν. Το 1992 διενήργησαν βουλευτικές εκλογές με διεθνή βοήθεια, αναβιώνοντας την αυτόνομη Βουλή, που ίσχυε στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από το καθεστώς Μπάαθ. Έτσι, δημιούργησαν ένα ψήγμα αυτο-διακυβέρνησης. Το σχέδιο αυτό εξελίχθηκε σε επίπονο αγώνα: από τη μια πλευρά, οι Κούρδοι υπέστησαν μια σύγκρουση, σε βαθμό αλληλοεξόντωσης, μεταξύ των δύο μεγαλυτέρων πολιτικών κομμάτων τους, έπειτα είχαν στον έλεγχό τους μια αποκλειστικά ηπειρωτική επικράτεια και, τέλος, η Τουρκία, στην οποία κατεξοχήν προσέβλεπαν θεωρώντας την παράθυρο στον κόσμο, φοβόταν ότι το πείραμα του Ιράκ με την αυτοδιάθεση των Κούρδων θα αποτελούσε έμπνευση και για τη δική της κουρδική μειονότητα. Η τουρκική κυβέρνηση επέβαλε ένα ντε φάκτο εμπάργκο στην περιοχή, επιτρέποντας τη διάβαση των συνόρων της μόνο σε ανθρωπιστική βοήθεια και όχι σε μέσα απαραίτητα για την ανόρθωση της καθημαγμένης κουρδικής κοινωνίας.

Όταν το 2003 οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Ιράκ, άνοιξε άλλο ένα παράθυρο ελπίδας για τους Κούρδους. Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος του Σαντάμ, οι Κούρδοι του Ιράκ μαζί με τους επαναπατριζόμενους Ιρακινούς εξορίστους, είχαν τη σπάνια ευκαιρία να σφυρηλατήσουν ένα καινούργιο Ιράκ: δημοκρατικό, πλουραλιστικό, αποκεντρωμένο. Το πείραμα λειτούργησε μόνο για ένα μικρό διάστημα, καθώς σκόνταψε σε εμπόδια που προήλθαν από τις ΗΠΑ, λόγω της απειρίας τους σε ζητήματα συγκρότησης κράτους και εξαιτίας της πολιτισμικής άγνοιας, της αυταρχικής διοίκησης και της ταχείας ροής ανανέωσης προσωπικού. Οι παράγοντες αυτοί παρήγαγαν μια βαθύτατα δυσλειτουργική πολιτική και καταστατική μετάβαση, που τελικά απομάκρυνε τους Κούρδους από την κεντρική κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι η νεοπαγής επιρροή τους τούς έδωσε τη δυνατότητα να καταλάβουν ορισμένα από τα πιο υψηλά αξιώματα: από το 2006, ο πρόεδρος του Ιράκ, ένας από τους αντιπροέδρους της κυβέρνησης, ο υπουργός Εξωτερικών και ο αρχηγός του Επιτελείου, ήταν όλοι Κούρδοι.

Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, οι Κούρδοι κατέστησαν σαφές ότι θα παρέμεναν πιστοί στο Ιράκ μόνο αν η χώρα αποκτούσε ομοσπονδιακό και δημοκρατικό χαρακτήρα και μόνο αν τους μεταχειριζόταν ως ισότιμους εταίρους και όχι ως μειονότητα που όφειλε να διαβιοί εν ειρήνη σε μια ημιαυτόνομη περιφέρεια. Αντ’ αυτού, όμως, αυτό που έλαβαν από το καθεστώς της Βαγδάτης έμοιαζε σε πολλά με τη διακυβέρνηση του Σαντάμ. Η καινούργια κυβέρνηση διατήρησε ακέραιο τον νεποτισμό της παλιάς, η αμοιβαία δυσπιστία και ο φόβος συνέχισαν να δηλητηριάζουν την πολιτική, το κράτος παρέμεινε βαθιά συγκεντρωτικό και πολλοί απλοί πολίτες έδειχναν να αποδέχονται σε κάποιο βαθμό τον αυταρχισμό, σαν ένα τίμημα για την εξασφάλιση της σταθερότητας. Πολλές από αυτές τις αδυναμίες παρατηρήθηκαν και στην περιοχή που ελέγχεται από τους Κούρδους, αλλά οι τελευταίοι δεν ήθελαν να ανήκουν σε ένα τέτοιο Ιράκ.

Αντιθέτως, η πραγματική φιλοδοξία τους ήταν να οικοδομήσουν ένα ανεξάρτητο Κουρδιστάν. Έτσι, λοιπόν, παρότι ανέλαβαν ενεργό ρόλο στο εγχείρημα του νέου Ιράκ, άρχισαν σιωπηλά να θέτουν τα θεμέλια για ένα μελλοντικό δικό τους κράτος, την ίδια ώρα που συνέβαλλαν στη σύνταξη του νέου διαρκούς καταστατικού χάρτη του Ιράκ, με τον οποίο αποκτούσαν σημαντική αυτονομία. Τότε, το 2005, η διαμάχη Σιιτών-Σουνιτών ξέσπασε στους δρόμους, γεγονός που διεύρυνε περαιτέρω την αρνητική διάθεση των Κούρδων για εμπλοκή στα τεκταινόμενα στη Βαγδάτη. Στην ίδια κατεύθυνση οδήγησε στη συνέχεια και η άνοδος του Μαλίκι στην εξουσία, ο οποίος γινόταν όλο και πιο αυταρχικός και συγκρούστηκε με τους Κούρδους σε μια σειρά ζητημάτων. Η πορεία των Κούρδων προς την ανεξαρτησία επιταχύνθηκε.

Σύμφωνα με την κουρδική άποψη των πραγμάτων, η κατάσταση επιδεινώθηκε και πάλι το 2007, με την «έφοδο» του αμερικανικού στρατού. Θεωρώντας ως μέρος της δέσμευσής τους να βάλουν σε μια τάξη τα πράγματα στο Ιράκ, οι ΗΠΑ άρχισαν να ενθαρρύνουν τους Σουνίτες να προβάλουν αντίσταση στους στασιαστές και να πιέζουν τους Κούρδους να συνάψουν συμφωνίες συμμετοχής στην εξουσία με τους ίδιους ανθρώπους που στην εποχή του Σαντάμ είχαν κατηγορηθεί για εθνοκάθαρση σε βάρος τους. Η θέση της Ουάσιγκτον ήταν ότι οι Κούρδοι θα συνέβαλλαν στη διατήρηση της ενότητας του Ιράκ, όταν θα μάθαιναν να συνεργάζονται με την κυβέρνηση της Βαγδάτης. Οι Κούρδοι δέχθηκαν τις προτάσεις αυτές, ενώ συνέχισαν να εργάζονται στην κατεύθυνση της ανεξαρτητοποίησής τους. Ψήφισαν νόμους, τόσο στη Βαγδάτη όσο και στην κουρδική περιφέρεια, που απειλούσαν να εξασθενίσουν ακόμη περισσότερο τον κεντρικό έλεγχο, ιδιαίτερα όσον αφορά τις ομοσπονδιακές διευθετήσεις για άλλες επαρχίες και, πιο σημαντικό, για το πετρέλαιο.

ΠΕΤΡΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΗ