Αλβανία, Ελλάδα και Ε.Ε. | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αλβανία, Ελλάδα και Ε.Ε.

Διλήμματα στα Τίρανα, 100 χρόνια μετά την ανεξαρτησία

Η πρώτη μεταπολεμική συμφωνία με την Ιταλία συνάπτεται μόλις το 1962, ύστερα από πισωγυρίσματα και εμπόδια που είχαν σχέση με τις αποζημιώσεις που διεκδικούσε η αλβανική πλευρά από την περίοδο της ιταλικής κατοχής και την παράδοση των Αλβανών εγκληματιών πολέμου οι οποίοι είχαν καταφύγει στον ιταλικό νότο. Η πρώτη, ωστόσο, σοβαρή συμφωνία υπεγράφη το 1991 και τέθηκε σε ισχύ το 1996. Αφορά στην ενθάρρυνση των επενδυτικών πρωτοβουλιών των Ιταλών προς την Αλβανία. Ιδιαίτερη, όμως, σημασία έχει η επιτευχθείσα συμφωνία μεταξύ των δυο χωρών στις 18 Δεκεμβρίου 1992 για την οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ των δυο χωρών. Οι συνολικά 83 διμερείς συμφωνίες, μνημόνια συνεργασίας, εκτελεστικά προγράμματα, πρωτόκολλα και συμβάσεις αφορούν στο χώρο της οικονομίας, του εμπορίου, του τουρισμού, της παιδείας, των τελωνείων, των ασφαλιστικών ιδρυμάτων, της ενέργειας, της ασφάλειας, της άμυνας, κ.λπ. Η τελευταία συμφωνία μεταξύ των δυο χωρών υπεγράφη μόλις στις 10 Ιανουαρίου 2011 και αφορά στη διμερή συνεργασία στο πεδίο της διπλωματικής εκπροσώπησης και της προξενικής προστασίας μεταξύ των δυο υπουργείων Εξωτερικών.

Σημειώνουμε ότι η ιταλική γλώσσα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Αλβανία με αποτέλεσμα να καθιστά εύκολη την επικοινωνία σε επίπεδο καθημερινών συναλλαγών. Φαίνεται ότι τα όποια ιστορικά ανασταλτικά προσκόμματα ξεπεράστηκαν ανώδυνα.

Αντιθέτως, με τη Σερβία οι διμερείς σχέσεις, λόγω της πολυπλοκότητας της υπόθεσης του Κόσοβου, παρουσιάζονται περισσότερο εύθραυστες και προβληματικές, με εντάσεις και αιφνιδιαστικές μεταβολές, παρά τους όποιους τυποποιημένους βερμπαλισμούς και χρήση εντυπωσιακών ρητορικών σχημάτων για σχέσεις καλής γειτονίας. Κάθε προσπάθεια των Τιράνων και του Βελιγραδίου για λιώσιμο των πάγων προσκρούει στην σθεναρή αντίδραση της Πρίστινας η οποία αντιμετωπίζει νευρικά μια τέτοια θεμιτή προσέγγιση.

Πρέπει να τονιστεί, ωστόσο, ότι οι σχέσεις των Τιράνων με το Βελιγράδι παραμένουν αδιευκρίνιστες και αδιερεύνητες. Χαρακτηριστικό είναι ότι παρ' όλη την ιδεολογική και πολιτική εχθρότητα μεταξύ της κομουνιστικής ηγεσίας των Τιράνων και του Βελιγραδίου (1948-1990), ο μεγαλύτερος όγκος του εξωτερικού εμπορίου της Αλβανίας διεξαγόταν με την Γιουγκοσλαβία του Τίτο [10]. Σε κάθε περίπτωση, το κύριο αγκάθι στις σχέσεις των δυο χώρων παραμένει το Κόσοβο, όποιες συνταγές παράκαμψης και αν αναζητούν και εφευρίσκουν οι δυο πλευρές. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, μετά την κρίση στις σχέσεις των δυο χωρών, από την εποχή των εθνικιστικών εκκαθαρίσεων που υιοθέτησε ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και ως την αποπομπή του, οι σχέσεις παρέμειναν επί μακρόν παγωμένες και μόνον πρόσφατα, στις 23 Οκτωβρίου 2012, προσκεκλημένος των Τιράνων επισκέφθηκε την Αλβανία ο Σέρβος υπουργός Εξωτερικών Ιβάν Μρκιτς σε μια προσπάθεια γεφύρωσης των διαφωνιών, σύσφιξης των σχέσεων των δυο χωρών και αποκήρυξης του παρελθόντος. Σύμφωνα με τις δηλώσεις των δυο υπουργών στην κοινή συνέντευξη τύπου, σκοπός της επίσκεψης αυτής ήταν η επανεκκίνηση των σχέσεων μεταξύ της Αλβανίας και της Σερβίας και η ανταλλαγή επισκέψεων ανωτέρου πολιτικού επιπέδου. Η αλβανική πλευρά παρέκαμψε το θέμα του Κόσοβου και προέτρεψε τον Σέρβο υπουργό να εξομαλύνει η Σερβία τις σχέσεις με το κυρίαρχο, όπως το αποκάλεσε κράτος του Κόσοβου, πρότεινε δε μάλιστα να αποκηρύξει την γενοκτονία που προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν εφαρμόσει εις βάρος του λαού του Κόσοβου, ενώ ο Σέρβος υπουργός επέκρινε το κοινό αμαρτωλό παρελθόν και το ιστορικό γίγνεσθαι. Ερωτηθείς αν πράγματι οι Αλβανοί του Κόσσοβου υπέστησαν γενοκτονία από τους Σέρβους, δήλωσε ότι αυτό είναι ένα ζήτημα που και τον ίδιο συγκινεί ιδιαίτερα αλλά συνιστά αντικείμενο της ιστορικής αλήθειας και, κατά συνέπεια, εμπίπτει στην ιστορική έρευνα. Δεν μπόρεσαν, ωστόσο, να αποσιωπήσουν την εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγιση που οι δυο χώρες έχουν στο θέμα του Κόσοβου και την εθνική του κυριαρχία [11].

Με την πΓΔΜ οι σχέσεις της Αλβανίας παρουσιάζονται επίσης με πολλές εμπλοκές και εμφανείς διακυμάνσεις, λόγω του ισχυρού και πολυάριθμου αλβανικού στοιχείου στα Σκόπια και τις κατά καιρούς κατηγορίες που με κάθε ευκαιρία εξαπολύονται από τα επίσημα χείλη της αλβανικής καταγωγής πολιτικής ηγεσίας των Σκοπίων για καταπάτηση των δικαιωμάτων τους. Τα Τίρανα δεν διστάζουν να τονίσουν με κάθε τόνο ότι το αλβανικό στοιχείο της πΓΔΜ παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην βιωσιμότητα του κρατιδίου και η ειρηνική του συνύπαρξη με τις άλλες εθνότητες και δη με τη σλαβική είναι βασική προϋπόθεση στην πορεία αυτή. Προτρέπει, μάλιστα, την αλβανική συμπολιτευόμενη και αντιπολιτευόμενη πολιτική ηγεσία να εμφανίζονται με συναινετική γλώσσα για τη διαφύλαξη των κτηθέντων εθνικών τους δικαιωμάτων και συμφερόντων (που κυρίως απορρέουν από τη Συμφωνία της Οχρίδας) [12].

Σε επίπεδο διμερών σχέσεων, η Αλβανία δεν προσδοκεί ιδιαίτερες σχέσεις με τα Σκόπια (έχουν συνολικά υπογραφεί 53 συμφωνίες αλλά χωρίς ουσιαστική πρακτική εφαρμοσιμότητα). Η πρώτη συμφωνία επιτεύχθηκε τον Ιούνιο του 1992 και αφορά στην συνεργασία στον τομέα της διμερούς ασφάλειας. Σειρά τέτοιων συμφωνιών, πρωτοκόλλων και μνημονίων συνεργασίας αφορούν στην διευθέτηση των διασυνοριακών προβλημάτων, στην προστασία του περιβάλλοντος και των διεθνών δρυμών, στην πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος κλπ. Σημασία έχει να τονίσουμε ότι οι συγκεκριμένες διμερείς συμφωνίες αναφέρονται στις κοινές προσπάθειες που καταβάλλουν οι δυο χώρες για την ένταξή τους στις δομές της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, στις 16 Ιουλίου 2012 σε συνάντηση που είχε ο Αλβανός υπουργός Εξωτερικών Εντμόντ Παναρίτη με τον σκοπιανό πρέσβη στα Τίρανα ειπώθηκε ότι οι σχέσεις των δυο χωρών βαίνουν καλώς και ότι η Αλβανία θα παράσχει κάθε δυνατή αρωγή για την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, και, εξ αντιδιαστολής προς το ελληνικό βέτο και γενικά την ελληνική πολιτική για το προκείμενο θέμα, διατείνονται ότι κάτι τέτοιο είναι προς όφελος όχι μόνον των Σκοπίων αλλά και της ίδιας της Αλβανίας [13].