Τι πραγματικά συνέβη στο Βιετνάμ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι πραγματικά συνέβη στο Βιετνάμ

Οι Βόρειοι, οι Νότιοι και η αμερικανική ήττα

Άλλες αφηγήσεις της εποχής εκείνης διατηρούν ακόμη την αξία τους, όπως, μεταξύ άλλων, των Χανς Μοργκεντάου, Ντάνιελ Έλσμπεργκ, Πολ Κάτενμπουργκ, Τζότζεφ Μπάτιντζερ, Τζορτζ Χέρινγκ και Μπέρναρντ Φολ. Η ποιότητα αυτών των έργων αποδεικνύει ότι οι ιστορίες που γράφονται τόσο κοντά στα γεγονότα, υπό την προϋπόθεση της προσεκτικής επεξεργασίας, διατηρούν διαχρονικά την αξία τους ακόμη και όταν αρθεί το απόρρητο των αρχικών πηγών και αφού άλλοι ιστορικοί καταπιαστούν με τα ίδια θέματα. [Μια πρόβλεψη: το ίδιο θα συμβεί και με τις πρώτες μελέτες σχετικά με τον πόλεμο στο Ιράκ].

Παρ’ όλα αυτά, οι επιστημονικές μελέτες που εκπονήθηκαν μαζικά στη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα έως δεκαπέντε χρόνων, έθεσαν υπό αμφισβήτηση τις παλαιότερες ερμηνείες και κατέδειξαν την αβασιμότητα ορισμένων εξ αυτών. Για παράδειγμα, δεν είναι πλέον δυνατόν να γίνεται δεκτός ο ισχυρισμός του Χάλμπερσταμ και του ιστορικού Άρθουρ Σλέσινγκερ τζούνιορ, ότι οι Αμερικανοί ηγέτες βήμα-βήμα έπεφταν τυφλοί μέσα σε βάλτο, μέχρι που μια μέρα βούλιαξαν σε κάτι που κανείς τους δεν επιθυμούσε: έναν επίγειο πόλεμο στην Ασία. Το αντίθετο: τα μάτια τους ήταν ανοιχτά και ως επί το πλείστον αντιλαμβάνονταν τον πιθανό αντίκτυπο των επιλογών τους.

Ούτε από τα αρχεία προκύπτουν ικανές ενδείξεις ύβρεως, τουλάχιστον όσον αφορά τις στρατιωτικές δυνατότητες. Από την αρχή κιόλας, ο πρόεδρος Τζον Κένεντι και ο Τζόνσον, μαζί με τους ανώτατους συμβούλους τους, είχαν μια ζοφερά ρεαλιστική άποψη για τον πόλεμο. Αν και δεν ήταν ειδικοί στην ιστορία και τον πολιτισμό του Βιετνάμ, δεν ήταν εντούτοις αδαείς, όπως τους ήθελε το αντιπολεμικό κίνημα της εποχής. Συνειδητοποίησαν ότι οι πιθανότητες επιτυχίας ήταν περιορισμένες, ακόμη και με στρατιωτικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας. Κατ’ ιδίαν (και μόνο κατ’ ιδίαν), παραδέχονταν περιστασιακά το απαγορευμένο: ότι η έκβαση του πολέμου στο Βιετνάμ δεν θα είχε καμιά σπουδαία επίδραση στην ασφάλεια των ΗΠΑ και της Δύσης γενικότερα.

Ωστόσο, οι ΗΠΑ είχαν δώσει μια υπόσχεση στο Νότιο Βιετνάμ, την οποία οι Κένεντι και Τζόνσον δεν μπορούσαν παρά να τιμήσουν. Ανακάλυψαν αυτό που είχαν δει οι προκάτοχοί τους στον Λευκό Οίκο, καθώς και μια σειρά ηγετών της Γαλλίας, κι αυτό που μετά από αυτούς θα ανακάλυπτε ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον: ότι ως προς το Βιετνάμ, η επιλογή μιας λιγότερο άμεσης ανάμιξης, ιδιαίτερα με όρους εσωτερικής πολιτικής, θα ήταν η μόνη ελπίδα ότι τα πράγματα με κάποιον τρόπο θα τέλειωναν καλά ή ότι τουλάχιστον θα παραδίδονταν στον επόμενο που είχε σειρά.

ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Νεότερα μελετήματα θέτουν υπό αμφισβήτηση την παλιά ορθοδοξία και σε άλλα σημεία, επίσης. Το ζήτημα του ποιος από τους εμπολέμους Βιετναμέζους ηγέτες διέθετε τη λαϊκή νομιμοποίηση (ένα από τα πλέον ολισθηρά ζητήματα στην πολιτική επιστήμη), αποδείχθηκε πολύ δυσκολότερο να απαντηθεί στα νεότερα χρόνια, καθώς οι επιστήμονες έθεσαν και πάλι στο μικροσκόπιο την κυβέρνηση του Νοτίου Βιετνάμ, ιδιαιτέρως την κυβέρνηση Ντιέμ, που ανέβηκε στην εξουσία το 1954. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ο Ντιέμ υπήρξε ένας ευφυής πατριώτης, ο οποίος διέθετε ένα συγκεκριμένο όραμα για το μέλλον της χώρας του. Ορισμένοι ρεβιζιονιστές συγγραφείς προχωρούν περισσότερο, υποστηρίζοντας ότι η νομιμοποίηση του Ντιέμ ως ηγέτη του Βιετνάμ ήταν ισάξια ή και υπερέβαινε ακόμη εκείνη του Χο, και ότι ο Ντιέμ ήταν έτοιμος να καταπνίξει την εξέγερση όταν καθαιρέθηκε και δολοφονήθηκε στη διάρκεια πραξικοπήματος που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 1963 με τις ευλογίες των ΗΠΑ.

Αυτή η αντίληψη προχωρεί πολύ μακριά. Με τον καιρό, τα ελαττώματα του Ντιέμ ως ηγέτη, η ισχυρογνωμοσύνη του, η πολιτική μυωπία και η ροπή του προς την καταστολή, γίνονταν όλο και πιο αισθητά στον βιετναμικό λαό. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι είχαν πλήρη επίγνωση αυτών των αδυναμιών, αλλά δεν μπορούσαν να βρουν κάποιον καλύτερο. Έτσι, προσκολλήθηκαν σ’ αυτόν και η επιρροή τους υποχωρούσε χρόνο με τον χρόνο, παρά την ολοκληρωτική εξάρτηση του καθεστώτος από την αμερικανική βοήθεια. Σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, η κυβέρνηση Ντιέμ έχανε τον πόλεμο όταν ο επικεφαλής της ανατράπηκε, και αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίον οι Αμερικανοί αξιωματούχοι υποστήριξαν το πραξικόπημα.

Όσον αφορά την ύστερη φάση του πολέμου, είναι σήμερα σαφές ότι τα πράγματα βελτιώθηκαν για τις αμερικανικές και τις νοτιοβιετναμικές δυνάμεις μετά την κομμουνιστική επίθεση στο Τετ, το 1968, σε αντίθεση με όσα υποστήριζαν με πρώιμες ιστορικές καταγραφές. Οι δυνάμεις των Βιετκόνγκ αποδεκατίστηκαν και, στους μήνες που ακολούθησαν, ο στρατηγός Κρέιτον Έιμπραμς σημείωσε αδιαμφισβήτητη πρόοδο με τη νέα στρατηγική «εκκαθάρισης και διατήρησης», δηλαδή έλεγχο εδαφών και προστασία των κατοίκων τους, σε σχέση με την προηγούμενη στρατηγική «έρευνας και καταστροφής», που εφάρμοζε ο προκάτοχός του στη MACV, στρατηγός Ουίλιαμ Ουεστμόρλαντ.

Παραμένει, όμως, ασαφές το κατά πόσον είχε διάρκεια αυτή η επιτυχία. Μόλις στην εποχή μας αρχίζουν να εμφανίζονται αναλυτικές και βασισμένες σε αρχεία επιστημονικές μελέτες για τον πόλεμο στον Νότο. Ωστόσο, οι υπάρχουσες ενδείξεις δεν αφήνουν περιθώρια να πιστέψουμε ότι η νίκη ήταν προ των πυλών. Αν μη τι άλλο, παρά τις βαριές απώλειες των Βιετκόνγκ στη διάρκεια του Τετ, οι κομμουνιστές διατήρησαν την επιχειρησιακή ικανότητα να διεξάγουν επιθέσεις εθνικής εμβέλειας και, πράγματι, στη μεγαλύτερη διάρκεια του 1969, το Νότιο Βιετνάμ μαστιζόταν από αλλεπάλληλα «μικρά Τετ». Αν και οι επιθέσεις αυτές ποτέ δεν απείλησαν να ανατρέψουν το καθεστώς της Σαϊγκόν, φανέρωναν ωστόσο ότι οι Βιετκόνγκ εξακολουθούσαν να είναι υπολογίσιμη δύναμη. Το Ανόι ανέκαμψε από την επίθεση στο Τετ αντικαθιστώντας τις νότιες δυνάμεις του με βόρειες. Άνδρες και εφόδια από τον Βορρά συνέχισαν να διεισδύουν στον Νότο.