Η αυταπάτη τής λιτότητας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αυταπάτη τής λιτότητας

Γιατί μια κακή ιδέα επικράτησε στην Δύση

Αυτό είναι ένα εξαιρετικό οικονομικό μοντέλο για μια οικονομία με έμφαση στην προσφορά (σ.τ.μ.: ως αντίθετο της ζήτησης), μια εξαγωγική οικονομία με μια ισχυρή νομισματική αρχή και υπερανταγωνιστικά προϊόντα. Το πρόβλημα είναι ότι, όπως και με τον Χαϊλάντερ, δεν μπορεί να υπάρχει μόνο μια οικονομία. Δεν μπορεί κάθε ευρωπαϊκή χώρα να είναι μια Γερμανία και να έχει πλεόνασμα. Κάποιοι πρέπει να εμφανίζουν ελλείμματα, όπως για να εξοικονομεί κάποιος, κάποιος άλλος πρέπει να ξοδεύει. Δυστυχώς, η Γερμανία ήταν σε θέση να σχεδιάσει κατ’ εικόνα της τα βασικά θεσμικά όργανα της ΕΕ και της ευρωζώνης, δημιουργώντας μια ισχυρή Αρχή ανταγωνισμού και μια εξαιρετικά ανεξάρτητη και με αντιπληθωριστική εμμονή Κεντρική Τράπεζα. Έτσι, τη στιγμή της ελληνικής κρίσης, οι ιδιαίτερες αντιρρήσεις της Γερμανίας στον κεϋνσιανισμό μεταφράστηκαν στην επικρατούσα πολιτική στάση για μια ολόκληρη περιφερειακή οικονομία, με καταστροφικά αποτελέσματα.

Η Γερμανία θα μπορούσε να χαράξει τον δρόμο της προς την ανάπτυξη, δεδομένου ότι οι πηγές της ανάπτυξής της βρίσκονται εκτός των συνόρων της: είναι ο παγκόσμιος πρωταθλητής των εξαγωγών. Όμως, το σύνολο της Ευρώπης δεν μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο, ειδικά καθώς οι ασιατικές χώρες έχουν επίσης πλεονάσματα. Όπως ο αρθρογράφος των Financial Times, Μάρτιν Γουλφ, ρώτησε: «Υποτίθεται ότι όλοι πρέπει να έχουν πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών; Αν ναι, με ποιον; - με τους Αρειανούς;». Οι ιδέες που έχτισαν τον θεσμικό σχεδιασμό τής μεταπολεμικής γερμανικής οικονομίας και της ΕΕ μπορεί να λειτουργήσουν καλά για τη Γερμανία, αλλά λειτουργούν τρομερά άσχημα για την ήπειρο στο σύνολό της, η οποία δεν μπορεί να έχει πλεόνασμα ανεξάρτητα από το πόσο σκληρά προσπαθεί. Για άλλη μια φορά, η σύνθεση έχει σημασία.

Για να δούμε τι θα συμβεί στη συνέχεια, μπορούμε να κοιτάξουμε πίσω στην τελευταία φορά που δοκιμάστηκε σε μεγάλη κλίμακα, το 1930, και το χάος που ακολούθησε. Αλλά μια τέτοια ιστορία είναι άνευ σημασίας, θα αντιτάξουν οι επικριτές, αφού πιο πρόσφατες περιπτώσεις, σε μέρη όπως ο Καναδάς και η Ιρλανδία στη δεκαετία του 1980 και η Ανατολική Ευρώπη πιο πρόσφατα, δείχνουν το αντίθετο, ότι η λιτότητα οδηγεί στην ανάπτυξη. Αλλά δεν έγινε έτσι στην πραγματικότητα, γι’ αυτό αξίζει να εξετάσουμε και αυτές τις περιπτώσεις, επίσης.

ΛΙΤΟΤΗΤΑ ΤΩΡΑ, ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ ΑΡΓΟΤΕΡΑ

Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Ιαπωνία, προσπάθησαν ταυτόχρονα να χαράξουν το δρόμο τους προς την ανάπτυξη. Το σχέδιο αυτό δεν απέτυχε απλά. Βοήθησε επίσης να ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η οικονομία των ΗΠΑ της δεκαετίας του 1920 ήταν ένα παράξενο τέρας. Οι γεωργικές τιμές μειώθηκαν, η ανεργία αυξανόταν, και όμως η χρηματιστηριακή αγορά άνθιζε. Στη συνέχεια, το 1929, βούτηξε θεαματικά, οδηγώντας στην κατάρρευση των φορολογικών εσόδων και στην απογείωση του ελλείμματος. Στην τότε συγκυρία, φοβούμενοι ότι οι Αμερικανοί θα ακολουθήσουν τους Βρετανούς και επίσης θα εγκαταλείψουν τον «κανόνα του χρυσού», οι επενδυτές έστειλαν ορμητικά τα χρήματά τους έξω από τη χώρα, με αποτέλεσμα την αύξηση των επιτοκίων και την επιδείνωση της οικονομικής συστολής. Σε ένα κλασικό παράδειγμα ρητορικής της λιτότητας, ο πρόεδρος Χούβερ υποστήριξε ότι η χώρα δεν θα μπορούσε να «διαβιεί εν ευημερία πάνω στα ερείπια των φορολογουμένων της» και, το 1931, προχώρησε σε ταυτόχρονη αύξηση φόρων και περικοπή δαπανών. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ετών, η ανεργία εκτοξεύτηκε, από 8% στο 23% και η οικονομία κατέρρευσε - όπως και η ικανότητα των ΗΠΑ να αποτελούν προορισμό για τις εξαγωγές άλλων κρατών. Η οικονομία των ΗΠΑ δεν κατόρθωσε να ανακάμψει πλήρως παρά μόνο όταν οι τεράστιες πολεμικές δαπάνες μείωσαν την ανεργία στο 1,2% το 1944.

Η κατάσταση δεν ήταν καθόλου καλύτερη στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο είχε εξέλθει από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο σε πολύ χειρότερη κατάσταση από ό, τι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Για να αναπτυχθεί μετά τον πόλεμο, το Λονδίνο θα έπρεπε να έχει υποτιμήσει τη λίρα, κάτι που θα έκανε τα προϊόντα του πιο ανταγωνιστικά. Αλλά δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο και η βάση του κανόνα του χρυσού, ακόμη και ένα ίχνος υποτίμησης θα δημιουργούσε πανικό στις συναλλαγές, υποτίμηση της λίρας και σημαντική πτώση της αξίας των βρετανικών περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό. Παγιδευμένο σε αυτή την θέση, το Ηνωμένο Βασίλειο, επέβαλλε μια υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία, με την ελπίδα να εμπνεύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, αλλά αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των βρετανικών εξαγωγών και την παρεμπόδιση της μεταπολεμικής ανάκαμψης. Έτσι, το Ηνωμένο Βασίλειο περιήλθε σε στασιμότητα, με χρονίως υψηλά ποσοστά ανεργίας, καθ’ όλη τη δεκαετία του 1920.

Τα πράγματα μόνο χειροτέρεψαν για τους Βρετανούς, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν τα επιτόκια το 1929 για να συγκρατήσουν την απογείωση της Wall Street και όταν το Σχέδιο Γιάνγκ (Young Plan) για την αποπληρωμή των γερμανικών αποζημιώσεων τέθηκε σε ισχύ, το 1930, δίνοντας προτεραιότητα στα κρατικά χρέη, έναντι των ιδιωτικών, πράγμα που σήμαινε ότι τα επίσημα χρέη της Γερμανίας θα πληρώνονταν κατά προτεραιότητα σε περίπτωση χρεοκοπίας. Αυτό είχε σημασία, διότι στο παρελθόν, πολλά ιδιωτικά αμερικανικά κεφάλαια είχαν εισρεύσει στη Γερμανία, δεδομένου ότι τα ιδιωτικά χρήματα ήταν εκείνη την εποχή εγγυημένα κατά προτεραιότητα έναντι των επίσημων χρεών. Όταν το Σχέδιο Γιάνγκ αντέστρεψε τις προτεραιότητες τους χρέους, η προκύπτουσα φυγή κεφαλαίων από την Ευρώπη προς τις Ηνωμένες Πολιτείες διασφάλισε ότι τα βρετανικά επιτόκια θα παραμένουν υψηλά και η στασιμότητα θα συνεχιστεί.