Η αυταπάτη τής λιτότητας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αυταπάτη τής λιτότητας

Γιατί μια κακή ιδέα επικράτησε στην Δύση

Χρειάστηκε η Γενική Θεωρία του Κέυνς, σε συνδυασμό με τις επανειλημμένες αποτυχίες της λιτότητας για να σωθούν οι κατακρημνιζόμενες οικονομίες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, και να διαλυθεί η αντίληψη ότι η λιτότητα είναι μια αξιοσέβαστη ιδέα. Τα ίδια τρία επιχειρήματα που προβλήθηκαν παραπάνω – σχετικά με την κατανομή, την σύνθεση και την λογική - ήταν κρίσιμα. Μαζί με τα πρακτικά αποτελέσματα των πειραμάτων της πολιτικής τής δεκαετίας τού 1930 και του 1940 - συμπεριλαμβανομένης και της εμπειρίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία φαινόταν να δικαιώνει την ανάγκη και την αποτελεσματικότητα της μαζικής κρατικής παρέμβασης στην οικονομία - τα επιχειρήματα αυτά επαναπροσδιόρισαν την υπόθεση της λιτότητας, και η υπόθεση κατέρρευσε. Γιατί, τότε, επανέρχεται με τέτοια ισχύ πάνω από 60 χρόνια αργότερα; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, πρέπει να κινηθούμε για άλλη μια φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου το αυστριακό μοντέλο ανάπτυξης και πτώσης βρήκε απροσδόκητη απήχηση στην οικονομική κρίση του 2008, και ταξίδεψε από εκεί στη μεταπολεμική Γερμανία, όπου η σκέψη περί λιτότητας κατάφερε να επιβιώσει στον μακρύ κεϋνσιανό χειμώνα και να γεννήσει την αντιμετώπιση των κρίσεων που μπορεί κανείς να δει στην ευρωζώνη σήμερα.

ΠΩΣ ΤΟ ΕΚΑΝΑΝ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ

Ένα από τα περίεργα πράγματα σχετικά με τα μεταπτυχιακά προγράμματα στα οικονομικά μετά το 1970, όταν ο στασιμοπληθωρισμός πήρε τελικά την λάμψη από τον κεϋνσιανισμό, ήταν ότι κάποιος θα μπορούσε να οδεύσει προς το να πάρει το διδακτορικό του (Ph.D.) στα καλύτερα σχολεία στις Ηνωμένες Πολιτείες χωρίς ποτέ να παρακολουθήσει μια τάξη για το χρήμα, τις τράπεζες ή τις πιστώσεις. Αυτό οφείλεται στο νεοκλασικό πλαίσιο που προέκυψε μετά την κεϋνσιανή ακμή: τα χρήματα εκλαμβάνονταν να είναι ουδέτερα ως προς τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τους (δεν άλλαζαν ούτε τις προτιμήσεις ούτε τις δυνατότητες), ενώ οι προσδοκίες των ενεργώντων εκλαμβάνονταν ως διορατικές και ορθολογικές. Σε έναν τέτοιο ευτυχή κόσμο αυτο-εξισορρόπησης, η πίστωση είναι απλά το αναβαλλόμενο εισόδημα ενός ατόμου που έχει μεταβιβαστεί σε άλλο πρόσωπο και οι τράπεζες είναι απλά αγωγοί για επενδύσεις. Η οικονομική κρίση του 2008, η οποία αποκάλυψε ένα πραγματικό κόσμο υπερμοχλευμένων υπερβολικών χορηγήσεων, υπερδανεισμού και εθελοτυφλίας έναντι των κινδύνων εκ μέρους των δήθεν ορθολογικών φορέων, ήρθε ως ένα σημαντικό σοκ για αυτή την νοοτροπία. Αλλά δεν αποτέλεσε σοκ για εκείνους που εξακολουθούσαν να μελετούν εκείνους τους αυστηρούς Αυστριακούς.

Η κρίση φάνηκε να εξελίσσεται ακριβώς σύμφωνα με το μοντέλο της ύφεσης του Μίσες και του Χάγιεκ: οι τράπεζες δανείζονται πάρα πολλά χρήματα, τα κράτη στήριξαν τις τράπεζες, οι καταναλωτές δανείστηκαν πάρα πολλά, και το κεφάλαιο ήταν εσφαλμένα τοποθετημένο, τροφοδοτώντας μια επική στεγαστική φούσκα από το 2000 ως το 2007. Το μοντέλο κουβαλούσε μια σαφή πολιτική συνταγή: μην διασώζετε τις τράπεζες. Αλλά αφότου αυτό έγινε και το ιδιωτικό χρέος του τραπεζικού συστήματος πέρασε στους κρατικούς προϋπολογισμούς, το μόνο πράγμα που απέμεινε να κάνουμε - όπως ακριβώς και οι Αυστριακοί είχαν υποστήριξε στη δεκαετία του 1920 και του 1930 - ήταν να περικοπεί ο προϋπολογισμός, να μειωθεί το χρέος, να επιταχυνθούν οι πτωχεύσεις των προβληματικών επιχειρήσεων και των ιδιωτών, και να αφεθούν ελεύθεροι «οι άνθρωποι που επιχειρούν να μαζέψουν τα ναυάγια από τους λιγότερο ικανούς ανθρώπους».

Ο λικβινταρισμός επέστρεψε, αλλά μόνο και μόνο επειδή οι οικονομολόγοι και πολιτικοί είχαν ξεχάσει τα προηγούμενα επιχειρήματα εναντίον του κατά τη διάρκεια του 30κονταετούς νεοφιλελεύθερου διαλείμματος. Σε έναν κόσμο αποτελεσματικών αγορών και ορθολογικών καταναλωτών, το είδος της κρίσης που αντιμετωπίζει σήμερα το κράτος είχε κριθεί θεωρητικά ως αδύνατον να συμβεί. Έτσι, όταν ενέσκηψε, η μόνη προσέγγιση που έστεκε και που έπαιρνε στα σοβαρά τις τράπεζες και την άνθιση και την πτώση, ήταν η αυστριακή – κάτι για το οποίο μπορούμε να ευχαριστήσουμε εν μέρει τους Γερμανούς.

Δεδομένης της ιστορίας της Γερμανίας με τον πληθωρισμό και τον αποπληθωρισμό στη δεκαετία του 1920 και του 1930, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι πάντα η λέξη κλειδί της μεταπολεμικής γερμανικής οικονομίας. Αλλά αυτό που έχει ξεχωρίσει πραγματικά την γερμανική οικονομική σκέψη είναι η απόρριψη του κεϋνσιανισμού - γιατί ποτέ η θεωρία αυτή δεν είχε νόημα για τους Γερμανούς πολιτικούς αν λάβει κανείς υπόψη του τον τρόπο που λειτουργεί όντως η γερμανική οικονομία.

Η γερμανική οικονομική ανάπτυξη είχε πάντα κινητήριο μοχλό τις εξαγωγές. Η προτεραιότητα του Βερολίνου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν, επομένως, να επενδύσει στην ανοικοδόμηση του κεφαλαίου της χώρας (που σήμαινε να κρατήσει ένα όριο στην εγχώρια κατανάλωση) και να ανακτήσει εξαγωγικές αγορές (που σήμαινε τη διατήρηση του κόστους, και άρα των μισθών, χαμηλά). Με την εξωτερική ζήτηση πιο σημαντική από την εσωτερική ζήτηση, η ανάπτυξη καθοριζόταν από την ανταγωνιστικότητα και τη νομισματική σταθερότητα, όχι την εγχώρια κατανάλωση. Τα κυβερνητικά προγράμματα οικονομικής τόνωσης όλο κι όλο που μπορούσαν να κάνουν σε αυτό το σύστημα ήταν να αυξάνουν το κόστος της παραγωγής και να μειώνουν την ζήτηση για εξαγωγές.