Οι πολιτικές παρατάξεις στην Ελλάδα κατά την κρίση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι πολιτικές παρατάξεις στην Ελλάδα κατά την κρίση

ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Χρυσή Αυγή, ελληνική Δεξιά και Αριστερά

Ο εκ των απολογητών τής συντηρητικής ιδεολογίας Edmund Burke, υποστήριζε ότι αυτό που διαχωρίζει τους επαναστάτες από τους συντηρητικούς τού 18ου αιώνα, δεν ήταν η πίστη ή μη προς τον Θεό, ή η σχέση δημοκρατίας και αριστοκρατίας, αλλά δύο τελείως διαφορετικές αντιλήψεις για την ανθρώπινη φύση. Ο Burke θεωρούσε ότι το άτομο είναι δημιούργημα της κοινωνίας και ότι συνεπώς η κοινωνία και όχι το άτομο είναι η βασική μονάδα τού πολιτικού γίγνεσθαι. Η ρήση τού Mark Lilla (“Republicans for Revolution”, New York Review of Books, Jan 12- Feb 8, 2012) αποτελεί ίσως την πιο περιεκτική περιγραφή τής σχέσης κοινωνίας και συντηρητισμού: «Οι συντηρητικοί πάντοτε θεωρούσαν την κοινωνία σαν πολύτιμη κληρονομιά την οποία οφείλουμε να διαφυλάξουμε. Η υποχρέωση προς όσους προηγήθηκαν και εκείνους που έπονται, είναι πιο δεσμευτική από τα ατομικά δικαιώματα». Οι σημερινοί ψηφοφόροι τής Νέας Δημοκρατίας δεν φαίνεται να εμφορούνται από ανάλογες αντιλήψεις με εκείνες των παραδοσιακών συντηρητικών. Αν η Νέα Δημοκρατία άλλαζε γραμμή πλεύσης ίσως επανέφερε στις τάξεις της το χαμένο επίκεντρο της ιδεολογίας της.

Ο ρόλος τού κομμουνιστικού κόμματος και των δυνάμεων που προήλθαν από αυτό υπήρξε κάποτε εκσυγχρονιστικός παράγων σε μια κοινωνία οικογενειακών και πελατειακών δικτύων. Ακόμα και αν δεν συμφωνεί κανείς με το σύνολο μιας μαρξιστικής ανάλυσης, θα πρέπει να παραδεχθεί ότι η οργάνωση της κοινωνίας με οριζόντιες και όχι κάθετες τομές, αποτελεί αίτημα της νεωτερικότητας.

Ο εμφύλιος σήμανε το διαζύγιο ανάμεσα στο δημοκρατικό αντιπροσωπευτικό σύστημα και το ΚΚΕ, όμως ο εξωκοινοβουλευτικός ρόλος του ως διωκόμενο τμήμα της κοινωνίας και οι επικλήσεις του στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις παραβιάσεις τους προκάλεσαν την αναγκαία κακή συνείδηση της αστικής Δημοκρατίας. Έκτοτε πέρασε πολύ νερό κάτω από τη γέφυρα της εθνικής συμφιλίωσης. Η λειτουργία τού νομιμοποιημένου ΚΚΕ στη Βουλή των Ελλήνων χαρακτηρίζεται κυρίως από την συντήρηση παλαιών δογμάτων και την προβλέψιμη επανάληψη επιθέσεων κατά της κοινής γνώμης όπως εκφράζεται από τα δύο μεγάλα κόμματα. Έτσι, είναι ίσως το μόνο κόμμα που πιστεύει στην ιακωβινική αντίληψη ότι η αντιπροσωπευτικότητα δεν είναι υπόθεση αριθμών αλλά εγκυρότητας της έκφρασης υπέρ των λαϊκών συμφερόντων. Μια «πεφωτισμένη» μειοψηφία μετράει πολύ περισσότερο από τις εκλογικές πλειοψηφίες. Την αντίληψη αυτή διατύπωνε και ο ΣΥΡΙΖΑ όταν αναφερόταν απορριπτικά στην κοινή απόφαση ΠΑΣΟΚ και ΝΔ για τις μεταρρυθμίσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Η πορεία τού ΚΚΕ Εσωτερικού και οι μεταλλάξεις του ώσπου να μετεξελιχθεί στον ΣΥΡΙΖΑ, θα αποτελέσει αντικείμενο πολλών μελετών όταν ο χρόνος λειάνει τις αιχμές τής επικαιρότητας. Με αρχική πορεία σχετική με εκείνη του ιταλικού ΚΚ και σημαντικούς πολιτικούς ηγέτες, με επιφανέστερους τον Κύρκο και τον Παπαγιαννάκη, το κόμμα αυτό πέρασε στους Αλαβάνο και Τσίπρα. Απέκτησε έτσι την αντιπροσωπευτικότητα των φοιτητικών σχηματισμών που αναπτύχθηκαν μέσα στο θερμοκήπιο των ΑΕΙ και ερήμην τού εκπαιδευτικού τους έργου. Με τις εξωπραγματικές του προτάσεις (να προσληφθούν 100.000 νέοι κρατικοί υπάλληλοι) ο κ. Τσίπρας επιδόθηκε σε λαϊκισμό που θυμίζει το παλιό ΚΚΕ.

Το ΚΚΕ αντιλαμβάνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το συγγενέστερο ιδεολογικά κόμμα που το ανταγωνίζεται. Έτσι, το ΚΚΕ επιχειρεί φυγή προς τους λαϊκιστές τού ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΛΑΟΣ, υιοθετώντας ένα είδος λαϊκού εθνικισμού. Με τον τρόπο αυτό εκφράζει την αντίθεσή του προς την παγκοσμιοποίηση, η οποία όμως ευνοεί μέγιστο τμήμα τού παλαιού τρίτου κόσμου, εις βάρος των εργατών τής Δύσης. Ο παραδοσιακός διεθνισμός τής Τρίτης Διεθνούς αντικαθίσταται από τον φοβικό εθνικισμό τής σήμερον ο οποίος περίπου χαρακτηρίζει όλα τα κόμματα, πλην του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι θέσεις τής αριστεράς έναντι του Μνημονίου και της Τρόικας δεν διαφέρουν ριζικά από τις απόψεις των άλλων κομμάτων τής αντιπολίτευσης. Όλοι αγρεύουν σε έδαφος ψηφοφόρων οι οποίοι παρακολουθούν με δέος την μείωση των εισοδημάτων τους και την ανεργία να πλήττει τα νεώτερα ιδίως μέλη των οικογενειών τους. Παρ’ όλ’ αυτά, το μεγάλο μέρος των Ελλήνων, σύμφωνα με τις σφυγμομετρήσεις, φαίνεται ότι συντάσσεται ακόμα με την παραμονή τής χώρας στην Ευρωζώνη και τρέμει την επιστροφή στην δραχμή.

Η πορεία τού κοινοβουλευτισμού μας φαίνεται να παρασύρεται από την θύελλα της κρίσης. Η αντιπολιτευόμενη αριστερά έχει προ πολλού εγκαταλείψει την πολιτική τής περιόδου 1950-74 και παίζει το ψηφοθηρικό παιχνίδι με τους δικούς της ιδιότυπους όρους. Καθώς, μάλιστα, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ πιστεύουν στο αλάνθαστο του λαού (ακόμα και όταν αυτός αντιπροσωπεύεται από μειοψηφίες ψηφοφόρων), εντάσσονται με μεγαλύτερη ιδεολογική συνέπεια στην κακοφωνία τού λαϊκισμού. Ούτε λόγος, βέβαια, για «Κοινωνία Πολιτών» αφού υποτίθεται ότι αποτελεί παρακολούθημα του ταξικού κράτους.

Η ΒΑΪΜΑΡΗ ΣΗΜΕΡΑ

Ακούμε από τα ΜΜΕ να γίνεται λόγος για την σχέση τής περιόδου κρίσης που διέρχεται η Ελλάδα με τις συνθήκες που επέτρεψαν την κατίσχυση του ναζισμού στην Δημοκρατία τής Βαϊμάρης (1918-1933). Ποια τα κοινά στοιχεία των δύο παραδειγμάτων;

1. H κυβέρνηση του «Μεγάλου Συνασπισμού» το 1928-1932 ανάμεσα στους Σοσιαλδημοκράτες και το Λαϊκό κόμμα (και μερικά μικρότερα) της Γερμανίας, θυμίζει την εικόνα τής ελληνικής κυβέρνησης σήμερα. Αν, μάλιστα, λογαριάσουμε το Κομμουνιστικό κόμμα Γερμανίας (13,1%) και το ναζιστικό εθνικοσοσιαλιστικό (18,3%) μετά τις εκλογές του 1931, θα πλησιάσουμε τους αντιπολιτευόμενους στην σημερινή ελληνική Βουλή.

2. Η οικονομική κρίση τού 1929-30 υπήρξε ο άνεμος στα πανιά τού ναζισμού και βέβαια η κυριότερη εξήγηση για την άνοδο της Χρυσής Αυγής στα καθ’ημάς.