Οι πολιτικές παρατάξεις στην Ελλάδα κατά την κρίση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι πολιτικές παρατάξεις στην Ελλάδα κατά την κρίση

ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Χρυσή Αυγή, ελληνική Δεξιά και Αριστερά

Η συγχρονική με την σημερινή κρίση ερμηνεία εστιάζεται στην έκρηξη του πολιτικού λαϊκισμού κατά την δεκαετία τού 1980. Εισαγωγέας τής αμερικανικής, κατά βάση, ιδεολογίας αυτής, υπήρξε ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, αλλά στις μεθόδους του μαθήτευσε αργότερα και η Νέα Δημοκρατία τού 2004-2009. Σύμφωνα με την λαϊκιστική αντίληψη διακυβέρνησης, κάθε λαός αναλώνει χωρίς περίσκεψη τους πόρους που διαθέτει, ή δημιουργεί η κυβέρνησή του νέους, δια του δανεισμού. Η διανεμητική αυτή αντίληψη της εξουσίας, αποβλέπει στην άμεση ικανοποίηση κομματικών φίλων, αλλά και την άγρευση νέων οπαδών ώστε να εξασφαλίζεται η διαρκής εκλογή. Πρόκειται για μέθοδο εξαγοράς των ψηφοφόρων σε κλίμακα που ξεπερνάει κατά πολύ τις παραδοσιακές πελατειακές σχέσεις.

Η ελληνική καινοτομία ως «προστιθέμενη αξία» στον επείσακτο λαϊκισμό, ήταν η παροχή ασυλίας και νομιμοποίησης στην κατακερματισμένη κοινωνία. Ο αμερικανικός λαϊκισμός χαρακτηρίζεται μεν από την εμπιστοσύνη τού συστήματος στον μικρό άνθρωπο, ο οποίος όμως δεν είναι απαλλαγμένος από υποχρεώσεις προς το κοινωνικό σύνολο. Στην ελληνική εκδοχή τού λαϊκισμού, οι πελατειακές σχέσεις παύουν να αποτελούν παράβαση κανόνων. Η παραβατικότητα δικαιώνεται σαν λαϊκή διεκδίκηση και ο «λαός» γίνεται ο αυθεντικός ερμηνευτής τής νομιμότητας. Λιμάνια και ξενοδοχεία καταλαμβάνονται από αυτοδικούντες συνδικαλιστές, χωρίς το κράτος να προστατέψει την κοινωνία από τις αυθαιρεσίες των ολίγων αλλά και χωρίς η όποια κοινωνία των πολιτών να υψώσει το ανάστημά της.
Εξάλλου, η λαϊκιστική επαγγελία να γίνει το κράτος τροφός τού λιγότερο αποδοτικού τμήματος της κοινωνίας, μεταλλάχτηκε σταδιακά σε απαράγραπτο λαϊκό δικαίωμα. Με τον τρόπο αυτό, ο αριστερός λαϊκισμός φιλοδοξούσε να επανασυγκολλήσει την κατακερματισμένη κοινότητα και να την μεταμορφώσει από πληθώρα ανταγωνιστικών ομάδων, σε μια ενιαία κρατικοδίαιτη οντότητα.

Αναξιοκρατική επιλογή δημοσίων υπαλλήλων δια του κομματικού διορισμού, μελών τού υπουργικού συμβουλίου με κύριο κριτήριο την εμπιστοσύνη τού αρχηγού και την υποταγή στα κελεύσματά του, αναθέσεις στους κρατικούς μειοδοτικούς διαγωνισμούς με στόχο την ευκαιρία χρηματισμού των υπευθύνων και χαριστικές παροχές στους κομματικούς συνδικαλιστές, υπήρξαν μερικές από τις πηγές τής κακοδαιμονίας τού δημόσιου τομέα. Τα στρεβλά κριτήρια που επηρεάζουν τον καθημερινό βίο προκάλεσαν σε όλους μας και τον ηθικό μιθριδατισμό.

Η διεθνής κρίση έβαλε τέλος στην αμέριμνη μεγέθυνση του ελλείμματος και των χρεών μας και μας έθεσε ενώπιον της πραγματικότητας.

Η ταξινόμηση των πολιτικών παρατάξεων στην σημερινή Ελλάδα είναι έργο δύσκολο. Υπάρχουν βέβαια δεξιά και αριστερά κόμματα και κάποιες δυνάμεις τού κέντρου, αλλά με ποιό ιδεολογικό περιεχόμενο να κατατάξουμε όλους αυτούς; Αν εφαρμόζαμε το παραδοσιακό κριτήριο προτεραιότητας της «κοινωνίας» «έναντι του ατόμου» που χαρακτηρίζει τα συντηρητικά και αριστερά κόμματα, σε αντίθεση με τα κεντρώα φιλελεύθερα τα οποία υπήρξαν φορείς του ατομοκεντρικού διαφωτισμού, η ταξινόμηση θα ήταν αδύνατη.

Η μεν κοινωνία από την γένεση του ελληνικού έθνους κράτους υπήρξε κατακερματισμένη σε οικογενειακές φατρίες και πελατειακά δίκτυα, ενώ η ατομική συνείδηση δεν χειραφετήθηκε από την κρατική εποπτεία. Το άτομο εντάσσεται σε φατρίες και χωράει σε όλους τούς πολιτικούς σχηματισμούς. Ο ταξικός χαρακτήρας τής αριστεράς την προσανατολίζει μεν προς την εργατική τάξη, αλλά χωρίς να εξασφαλίζει την εκλογική επιτυχία μόνο με την υποστήριξη αυτού του τμήματος των ψηφοφόρων. Η αριστερά, συνεπώς, προσβλέπει σε συνθήκες κατάρρευσης που ελπίζει ότι θα δημιουργήσουν επαναστατική ατμόσφαιρα. Έτσι κι αλλιώς, η δυσαρέσκεια των έκπτωτων του συστήματος, οι οποίοι πολλαπλασιάζονται σε εποχή λιτότητας σαν την σημερινή, αναπτερώνει τις επαναστατικές προσδοκίες τής αριστεράς η οποία διατηρεί χαλαρούς δεσμούς με την κοινοβουλευτική νομιμότητα. Δεξιοί ριζοσπάστες διατηρούν ανάλογες απόψεις περί της νομιμότητας της δημοκρατίας μας, αλλά δεν αποτελούν ακόμη οργανωμένη δύναμη στην Ελλάδα. Η οικονομική κατάρρευση, όχι αυτή που νομίζει ο κ. Τσίπρας ότι έχει ήδη συντελεστεί, αλλά η πραγματική – της στάσης πληρωμών και της αδυναμίας εισαγωγής ειδών πρώτης ανάγκης- αν προκύψει, σίγουρα θα εκβράσει και δεξιούς επαναστάτες. Η αριστερά, πάντως, παίζει με τη φωτιά όταν απαξιώνει θεσμούς τού αντιπροσωπευτικού μας συστήματος που εγγυώνται την ασφάλεια των μειοψηφιών.

ΟΙ ΑΠΟΥΣΕΣ ΓΝΗΣΙΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ

Η πιο φανερή απουσία, τελικά, στον ελληνικό πολιτικό κόσμο είναι εκείνη μιας γνήσιας συντηρητικής ιδεολογίας με ανάλογο κομματικό φορέα. Αν υπήρχε, θα αποτελούσε πρόκριμα για την δημιουργία και ενός πραγματικού φιλελεύθερου κόμματος, μιας σωστής σοσιαλδημοκρατίας και μιας έγκυρης αριστεράς. Να επαναληφθεί δηλαδή η εξέλιξη του κομματικού συστήματος όπως έλαβε κάποτε χώρα στην δυτική Ευρώπη. Ότι η Νέα Δημοκρατία απώλεσε τα όποια συντηρητικά της ανακλαστικά όταν προσπάθησε να μιμηθεί τον λαϊκισμό τού Ανδρεϊκού σοσιαλισμού, το φανερώνει η σημερινή της κατάσταση. Ανίκανη να αρθρώσει σοβαρό πολιτικό λόγο και συνεπώς να αναζητήσει ψήφους στην δεξιά των αστικών συνοικιών, η Νέα Δημοκρατία αγρεύει ψήφους από τους απογοητευμένους τού ΠΑΣΟΚ και τους δεξιούς τής επαρχίας. Ο συνδυασμός τής μέριμνας για τη διατήρηση των επικουρικών συντάξεων με την λεβέντικη επίκληση της ελληνικής αξιοπρέπειας στο εξωτερικό θυμίζουν έντονα τον Ανδρέα Παπανδρέου όταν λοιδορούσε εκ του ασφαλούς τούς εταίρους μας και παράλληλα άρμεγε ό,τι μπορούσε από τα κοινοτικά ταμεία. Οι εταίροι μας έκτοτε έπαψαν να χρειάζονται την Ελλάδα σαν ανάχωμα κατά των κομμουνιστικών Βαλκανίων, και ενοχλούνται από τον αριστερό λαϊκισμό τής ελληνικής δεξιάς. Η ελληνική συντηρητική παράταξη μεταλλάχτηκε, δυστυχώς, όταν έλειψαν στελέχη όπως ο Παπαληγούρας, ο Ράλλης, ο Αβέρωφ, ο Τσάτσος και βέβαια ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.