Γιατί η σταμάτησε η παγκοσμιοποίηση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η σταμάτησε η παγκοσμιοποίηση

Και πώς να επανεκκινηθεί

Ως η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, η Κίνα θα συμβάλει αναμφίβολα στην διαμόρφωση του μέλλοντος της παγκόσμιας οικονομίας. Αλλά προς το παρόν, παραμένει ασαφές εάν η Κίνα μπορεί να αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως υπέρμαχος της παγκοσμιοποίησης. Η Κίνα βρίσκεται στη μέση μιας δύσκολης εσωτερικής διαρθρωτικής μετατόπισης, καθώς μεταβαίνει από μια οικονομία που οδηγείται από τις εξαγωγές και τις επενδύσεις σε μια οικονομία που βασίζεται περισσότερο στην κατανάλωση και τις υπηρεσίες, και η οικονομία της αντιμετωπίζει έντονες αντιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και του υψηλού εταιρικού χρέους. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσυρθούν από τον ηγετικό τους ρόλο, η Κίνα δεν θα είναι σε θέση να προσφέρει στην παγκόσμια οικονομία μια μεγάλη και προσιτή αγορά για τις εξαγωγές άλλων χωρών, βαθιές κεφαλαιαγορές ή το είδος ισχυρών θεσμών όπως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και το ΔΝΤ, που επέτρεψαν στην Ουάσινγκτον να σταθεροποιεί το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα εδώ και δεκαετίες. Και η Κίνα πρόσφατα κατέστησε αυστηρότερους τους ελέγχους κεφαλαίων (capital controls) σε μια προσπάθεια να αναχαιτίσει, τουλάχιστον προς το παρόν, την φυγή κεφαλαίων -οπισθοχωρώντας από τις προσπάθειές της να διεθνοποιήσει το ρενμίνμπι [το κινεζικό εθνικό νόμισμα, αλλιώς και γουάν].

Παρόλα αυτά, η υποστήριξη του Πεκίνου στις πολυμερείς δομές αποτελεί σημαντικό βήμα προς τα εμπρός. Ένας κόσμος που βασίζεται σε διμερείς σχέσεις μπορεί να λειτουργήσει για τις πιο ισχυρές χώρες, αλλά ο πολυμερισμός έχει δημιουργήσει μια μεγάλη σκηνή στην οποία οι μικρότερες, φτωχότερες χώρες μπορούν να συμμετάσχουν και να ευημερήσουν. Θα υποφέρουν αν πρέπει να υποστηρίξουν μόνες τους τον εαυτό τους. Η υιοθέτηση της πολυμέρειας από την Κίνα έχει ήδη ενισχύσει το ανάστημά της σε χώρες με μικρότερες οικονομίες. Παρά την ισχυρή αντιπολίτευση της Ουάσινγκτον, 57 χώρες εντάχθηκαν στην υπό κινεζική ηγεσία AIIB [8], πολλές από τις οποίες ήταν μακρόχρονοι σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Αυστραλία, η Γαλλία, η Γερμανία, το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία, η Νότια Κορέα και το Ηνωμένο Βασίλειο. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017, άλλες 13 χώρες συμφώνησαν να συμμετάσχουν, συμπεριλαμβανομένων του Αφγανιστάν, του Βελγίου, του Καναδά, της Ουγγαρίας, της Ιρλανδίας και του Περού.

Αν όμως η Ουάσινγκτον υποχωρήσει προς τις διμερείς σχέσεις και το Πεκίνο θέλει να γεμίσει το κενό, η κινεζική οικονομία πρέπει να συνεχίσει να αναπτύσσεται και άλλες αναδυόμενες οικονομίες πρέπει να αυξήσουν την πρόσβασή τους στην κινεζική αγορά. Μεταξύ των μελών τής υπό αναστολή TPP, η μεγάλη πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένων της Αυστραλίας, της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας, εξαρτάται ήδη από τις εξαγωγές προς την Κίνα, μακράν τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο τους, όπως κάνουν και οι αναδυόμενες οικονομίες σε όλο τον κόσμο. Αλλά αν οι Ηνωμένες Πολιτείες στραφούν προς τον προστατευτισμό, η κινεζική οικονομία των 12 τρισεκατομμυρίων δολαρίων εξακολουθεί να μην είναι αρκετά μεγάλη για να στηρίξει μόνη της την παγκόσμια ανάπτυξη.

Η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει κατηγορήσει τις εμπορικές συμφωνίες για την παραγωγή απώλειας θέσεων εργασίας και εμπορικών ελλειμμάτων, και απείλησε να επιβάλει κυρώσεις σε μερικούς από τους κορυφαίους εμπορικούς εταίρους των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως η Κίνα, η Γερμανία, η Ιαπωνία και το Μεξικό. Βραχυπρόθεσμα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ίσως να εισαγάγει στοχευμένες αυξήσεις δασμών, για παράδειγμα στις εισαγωγές χάλυβα, καθώς και επιθετικές ποινές αντιντάμπινγκ και ευρύτερους εμπορικούς περιορισμούς που δικαιολογούνται από τους υποτιθέμενους νομισματικούς χειρισμούς της Κίνας, της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Η διοίκηση του Trump μπορεί επίσης να προσπαθήσει να εκφοβίσει επιχειρήσεις, προτρέποντάς τις να εγκαταστήσουν εργοστάσια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μέχρι στιγμής, εκτός από την διάλυση της σκληρά κερδισμένης συμφωνίας TPP και την οξεία κριτική για τις εμπορικές συμφωνίες και τους εμπορικούς εταίρους, ο Trump απέφυγε να ξεκινήσει πιο επιθετικές ενέργειες. Αλλά αν η εγχώρια ατζέντα του εξοκείλει, μια απογοητευμένη διοίκηση Trump θα μπορούσε να στραφεί προς πιο ισχυρές προστατευτικές πολιτικές και, ως το χειρότερο αποτέλεσμα, να προκαλέσει πλήρεις εμπορικούς πολέμους με άλλες χώρες.

Αλλά υπάρχει ένα πιο αισιόδοξο σενάριο. Η φορολογική μεταρρύθμιση, οι δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές, και η απορρύθμιση -όλα στόχοι της νέας διοίκησης- θα μπορούσαν να τονώσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις και να ενισχύσουν την ανάπτυξη των ΗΠΑ και, μαζί με αυτήν, την παγκόσμια ανάπτυξη. Αλλά για να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα, ο Trump πρέπει να αποφύγει να μπερδευτεί σε άσκοπες και διχαστικές μάχες με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα δικαστήρια, και πρέπει να ενισχύσει την υποστήριξη του Κογκρέσου στο κόμμα του. Εν τω μεταξύ, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι επιχειρήσεις σε άλλες χώρες πρέπει να ελπίζουν για το καλύτερο, αλλά να προετοιμαστούν για το χειρότερο.

18022018-4.jpg

Ρομπότ συναρμολογούν ένα αυτοκίνητο σε γραμμή παραγωγής στο Flins, στην Γαλλία, τον Φεβρουάριο του 2017. BENOIT TESSIER / REUTERS
----------------------------------------------------------------------------

Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΜΑΤΙΣΜΟΥ

Παρόλη την εστίαση στην παγκοσμιοποίηση, μακροπρόθεσμα, η πιο σημαντική δύναμη που διαμορφώνει την αγορά εργασίας και την ανισότητα των εισοδημάτων δεν θα είναι το εμπόριο ή η πολιτική, αλλά η τεχνολογική αλλαγή. Ο αυτοματισμός έχει ήδη μεταμορφώσει τις οικονομίες του ανεπτυγμένου κόσμου και την φύση της απασχόλησης εκεί, και σχεδόν όλοι οι ειδικοί πιστεύουν ότι το πεδίο επέκτασης του αυτοματισμού είναι τεράστιο. Καθώς τα κόστη μειώνονται και ο ρυθμός της καινοτομίας επιταχύνεται, ο αντίκτυπος του αυτοματισμού θα εξαπλωθεί στις χώρες μεσαίου εισοδήματος και, τελικά, στα χαμηλότερα εισοδήματα, επίσης.