Ποιά στρατηγική για την Τουρκία; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ποιά στρατηγική για την Τουρκία;

Ο ρόλος του ευρωπαϊκού παράγοντα

Την συνειδητή απαξίωση των κεκτημένων της στρατηγικής του Ελσίνκι από την κυβέρνηση Καραμανλή και την περαιτέρω απίσχνανση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας (η οποία συνεπαγόταν και την σχεδόν πλήρη αποδυνάμωση των θεσμικών περιορισμών που θα μπορούσε να επιβάλλει στην συμπεριφορά της Τουρκίας η Ευρωπαϊκή Ένωση) ακολούθησε το πάγωμα της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας και η –συνακόλουθη— ενίσχυση του φιλόδοξου οράματος του τούρκου ΥΠΕΞ -και αργότερα πρωθυπουργού- Νταβούτογλου σχετικά με τον ηγεμονικό ρόλο που επεδίωκε να διαδραματίσει η Τουρκία, κυρίως στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Όμως, οι φιλόδοξοι στόχοι της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής δεν άργησαν να διαψευσθούν, με την Τουρκία να οδηγείται τελικώς σε αυτό που εύστοχα ονομάστηκε ως «υπέροχη απομόνωση» (splendid isolation). Ειδικά μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 όπου ενισχύθηκε η πολιτική κυριαρχία του Ερντογάν και η Τουρκία μετατράπηκε από «κράτος του ενός ανδρός» σε «καθεστώς του ενός ανδρός» άρχισαν να τίθενται σε αμφισβήτηση και διακινδύνευση ακόμα και βασικές σταθερές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή οι σχέσεις της χώρας με την Δύση (τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ).

Σε αυτό το ασταθές πλαίσιο εντάχθηκαν σύντομα και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, με την Τουρκία να επιλέγει να αναβαθμίσει την αναθεωρητική ρητορική της (αναφορές στην ανάγκη αλλαγής ή «επικαιροποίησης» της Συνθήκης της Λωζάννης) με συγκεκριμένες πράξεις τόσο στην Κύπρο όσο και στο Αιγαίο που έλαβαν τη μορφή «κρίσεων χαμηλής έντασης». Είναι ενδιαφέρον ότι είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία άνοιξε και διατήρησε -επιδεικνύοντας επιθετική συμπεριφορά τόσο σε επίπεδο ρητορικής όσο και πράξεων- μια σειρά από μέτωπα στα νότια και δυτικά της: Ξεκινώντας από τις πολεμικές επιχειρήσεις στο έδαφος της σπαρασσόμενης από τον εμφύλιο Συρίας στα νότιά της, συνεχίζοντας με την απειλή χρήσης βίας στο χώρο της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κύπρου και δημιουργώντας «κρίσεις χαμηλής έντασης» στα δυτικά της, απέναντι στην Ελλάδα. Ειδικότερα όσον αφορά την Ελλάδα, η Τουρκία έδειξε να επιχειρεί (τόσο μέσω της ανάληψης κινήσεων υψηλού κινδύνου όσο και μέσω αναφορών για αδιαμφισβήτητη τουρκική κυριαρχία) να ενισχύσει (κυρίως στο εσωτερικό της αλλά όχι μόνο) μια περιρρέουσα αντίληψη περί περιοχών «αμφισβητούμενης κυριαρχίας» στο Αιγαίο. Έδειξε, παράλληλα, έτοιμη να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που θα παρουσιάζονταν, όπως η περίπτωση της σύλληψης των δύο στρατιωτικών στον Έβρο, προκειμένου να αυξήσει την πίεση προς την Ελλάδα. Στις παραπάνω «παραδοσιακού» τύπου αμφισβητήσεις της ελληνικής κυριαρχίας θα μπορούσαν επίσης να ενταχθούν συγκεκριμένα υβριδικού χαρακτήρα μέσα, όπως η υπέρπτηση πάνω από ελληνικό έδαφος μη-επανδρωμένων τουρκικών αεροσκαφών.

26092018-3.jpg

Ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, και ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν σε επίσημο δείπνο στο Προεδρικό Μέγαρο της Αθήνας, στις 7 Δεκεμβρίου 2017. REUTERS/Costas Baltas
--------------------------------------------------------------------------------

Με την ευρωπαϊκή της προοπτική παγωμένη, αν όχι ακυρωμένη, και τον ευρωπαϊκό έλεγχο της εξωτερικής της συμπεριφοράς αποδυναμωμένο, η Τουρκία έχει εισέλθει σε έναν όλο και περισσότερο εντεινόμενο αυταρχισμό και εθνικισμό στο εσωτερικό της και σε μια στρατηγική περιδίνηση στο εξωτερικό της, με αποτέλεσμα να σπρώχνει τα πράγματα όσον αφορά τις σχέσεις της με την Ελλάδα στα όριά τους, δοκιμάζοντας τις αντοχές και τα περιθώρια αντίδρασης της ελληνικής πλευράς.

ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗΣ

Η σημερινή κυβέρνηση, όπως και όλες όσες ακολούθησαν από την επομένη της ακύρωσης της στρατηγικής του Ελσίνκι μέχρι και σήμερα, είναι υποχρεωμένη να λειτουργήσει μέσα σε ένα «σκληρά επανα-διμεροποιημένο πλαίσιο», αντιλαμβανόμενη ότι έχει περιορισμένες δυνατότητες δημιουργίας εξωτερικών ερεισμάτων και αντίβαρων απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα είτε μέσω των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ (οι οποίοι δεν επιθυμούν «να χάσουν την Τουρκία») είτε μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης (καθώς η ευρωπαϊκή μόχλευση έχει ιδιαίτερα αποδυναμωθεί, εάν δεν έχει παντελώς απολεσθεί) είτε μέσω συγκεκριμένων περιφερειακών συμμάχων (Ισραήλ), που θα προτιμήσουν να απέχουν από τη σύμπηξη ενός αντι-τουρκικού μετώπου. Γίνεται επιπρόσθετα αντιληπτό ότι στο υφιστάμενο πλαίσιο των τεταμένων ελληνοτουρκικών σχέσεων παραμένουν αποδυναμωμένες οι όποιες θετικές διμερείς πρωτοβουλίες είχαν μέχρι σήμερα αναληφθεί και παρέμεναν σε λειτουργία, όπως το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, οι συμφωνίες για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) στο Αιγαίο ή/και η διαδικασία των «Διερευνητικών Συνομιλιών» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Η αποτελεσματική αποκωδικοποίηση των στόχων της τουρκικής επιθετικότητας με νηφαλιότητα και ψυχραιμία, δηλαδή χωρίς είτε να υπερτιμώνται είτε να υποτιμώνται οι κίνδυνοι για την ασφάλεια της Ελλάδας, επιβάλει την υπέρβαση του παρωχημένου δίπολου «κατευνασμός-αποτροπή», και την ανάγκη ανάπτυξης αποτελεσματικής στρατηγικής εξισορρόπησης της τουρκικής απειλής, προσδιορίζοντας τόσο το επίπεδο που θα αναπτυχθεί η εξισορροπητική προσπάθεια της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας όσο και το ειδικότερο περιεχόμενο που θα λάβει αυτή η προσπάθεια.

Με δεδομένο τον «σκληρά διμεροποιημένο» χαρακτήρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η εξισορροπητική προσπάθεια της Ελλάδας έχει αναμφίβολα βραχυπρόθεσμες στοχεύσεις οι οποίες αφορούν στην αποτελεσματική διαχείριση της τουρκικής προκλητικότητας που εκδηλώνεται σε όλο το εύρος του ελληνοτουρκικού μετώπου και με διάφορες μορφές, κυρίως «κρίσεων χαμηλής έντασης», οι οποίες αναπτύσσονται σε ένα «ενδιάμεσο επίπεδο» όπου, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η αποτρεπτική στρατηγική έχει ήδη αποτύχει.