Ποιά στρατηγική για την Τουρκία; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ποιά στρατηγική για την Τουρκία;

Ο ρόλος του ευρωπαϊκού παράγοντα

Η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, η οποία αναλαμβάνει την διακυβέρνηση της χώρας τον Μάρτιο του 2004, δεν διακατέχεται από την «κουλτούρα επίλυσης» η οποία χαρακτήριζε τόσο την απελθούσα κυβέρνηση Σημίτη όσο και τις κυβερνήσεις του ιδρυτή της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Καραμανλή κατά την δεκαετία του 1970 [6]. Διακατέχεται αντίθετα από μια «χρησιμοθηρική κουλτούρα», η οποία υποστηρίζει τον διάλογο μεταξύ των δύο χωρών στον βαθμό που αυτός προσφέρει ένα σταθερό επίπεδο σχέσεων μεταξύ μιας απειλούμενης Ελλάδας και μιας απειλητικής Τουρκίας, και επιτρέπει στην Ελλάδα να «αγοράσει τον χρόνο» που χρειάζεται προκειμένου να προχωρήσουν ήδη δρομολογημένες από την κυβέρνηση Σημίτη (και επωφελείς για την Ελλάδα) διαδικασίες, με σημαντικότερη τον «εξευρωπαϊσμό» της Τουρκίας.

Όπως είναι αναμενόμενο, η αντίληψη αυτή δεν υποστηρίζει την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών –αλλά μόνο μεσοπρόθεσμα την εξομάλυνσή τους και την επίτευξη ενός επιπέδου σταθερότητας [7] - καθώς δεν είναι διατεθειμένη να δεχτεί το κόστος του συμβιβασμού που θα συνεπάγεται η επίλυση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Αυτός είναι και ο λόγος που η κυβέρνηση Καραμανλή συνεχίζει την πολιτική που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση Σημίτη τόσο σε διμερές επίπεδο (μέσω της διατήρησης του «διχτυού ασφαλείας» που προσφέρουν κάποιες συμφωνίες Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στο Αιγαίο και μέσω της περαιτέρω ανάπτυξης της οικονομικής συνεργασίας και αλληλεξάρτησης των δύο χωρών, κυρίως στον τομέα της ενέργειας) όσο και σε πολυμερές επίπεδο.

Παράλληλα, όμως, επιλέγει να προχωρήσει και σε ορισμένες καταλυτικές αλλαγές και διαφοροποιήσεις. Ειδικότερα, αποφασίζει –με νωπή την καταψήφιση του σχεδίου Ανάν από τους Ελληνοκύπριους— να αποσυνδέσει τη μη-λύση του Κυπριακού από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις· επιπρόσθετα, με ελληνική συναίνεση (αν όχι πρωτοβουλία) η ΕΕ αποφασίζει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής στις Βρυξέλλες, τον Δεκέμβριο του 2004, ότι η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την μελλοντική ένταξη της Τουρκίας (και συνεπώς ούτε και εμπόδιο για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ένωση) καθώς και ότι η Τουρκία δεν είναι πλέον υποχρεωμένη να αποδεχθεί την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παρά μόνον εάν αυτό κριθεί απαραίτητο και συμφωνηθεί τόσο από την ίδια όσο και από την Ελλάδα.

Οι επιλογές αυτές της κυβέρνησης Καραμανλή επηρέασαν με ιδιαίτερα αρνητικό τρόπο το κεκτημένο των αποφάσεων του Ελσίνκι και το πλαίσιο των μελλοντικών σχέσεων της Ελλάδας με την Τουρκία καθώς (α) ακύρωσαν την δυνατότητα της ΕΕ να λειτουργήσει ως «ενεργητικός παίκτης» στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, αφού η μελλοντική ένταξη της Τουρκίας αποσυνδέθηκε από την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, (β) επανέφεραν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο διμερές πλαίσιο και (γ) αφαίρεσαν το πλέον ουσιαστικό κίνητρο από την Τουρκία (την ευρωπαϊκή της προοπτική) προκειμένου είτε να επιδιώξει η ίδια είτε να υποχρεωθεί να επιλύσει τις διαφορές της με την Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση Καραμανλή θα επιλέξει την συνέχιση των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία μόνον για τους τύπους (σε καθεστώς «ελεγχόμενης αδράνειας») και στο πλαίσιο, όπως αποκάλυψε η ίδια, της συνέχισης των προσπαθειών της για ομαλοποίηση (και όχι επίλυση) της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης.

ΕΝΑ ΣΥΝΕΧΩΣ ΕΠΙΒΑΡΥΝΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΕΠΙΔΕΙΝΟΥΜΕΝΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΧΕΣΕΩΝ

Στα χρόνια που ακολούθησαν την «χρυσή περίοδο της ευρωπαϊκής διαδικασίας ένταξης» της Τουρκίας (2001-2004) υπήρξε μια συνεχής επιδείνωση των δεδομένων που επηρεάζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Καταρχάς, οι επιφυλάξεις της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για τη τουρκική ένταξη αναδείχθηκαν με ακόμη πιο δυναμικό τρόπο, ενώ οι αντιρρήσεις συγκεκριμένων κρατών μελών (Γερμανίας και Γαλλίας) αποτυπώθηκαν σε συγκεκριμένες αποφάσεις και θεσμικά κείμενα της ΕΕ. Τα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν αυτή την παρατήρηση είναι δυστυχώς πολλά και χαρακτηριστικά: Αναφορά στο «Διαπραγματευτικό Πλαίσιο» Ε.Ε.-Τουρκίας ότι η διαδικασία ένταξης είναι ανοιχτή και το αποτέλεσμά της δεν μπορεί να προκαθοριστεί προκαταβολικά, αναφορά στην δυνατότητα μονομερούς διακοπής των διαπραγματεύσεων, αναφορά στην διακριτική ευχέρεια των εθνικών κοινοβουλίων των κρατών-μελών να αποφασίσουν για την τουρκική ένταξη ακόμα και αν η Τουρκία πληροί τα κριτήρια, ακόμη και η πρόσθεση ενός νέου κριτηρίου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που αφορούσε στην «δυνατότητα απορρόφησης» νέων μελών χωρίς να επηρεαστεί η αποτελεσματικότητα στην λειτουργία της. Παράλληλα, μια σειρά από αρνητικές εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας οδήγησαν σε στασιμότητα τις μεταρρυθμίσεις, επηρεάζοντας αρνητικά την κοινή γνώμη και στην ίδια την Τουρκία και οδηγώντας σε πλήρη αναστροφή τα υψηλά ποσοστά υποστήριξης της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας (από 73% το 2004 σε 37% το 2010).