Πώς μπορεί ο Μπάιντεν να ανοικοδομήσει ένα διχασμένο και δύσπιστο έθνος | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς μπορεί ο Μπάιντεν να ανοικοδομήσει ένα διχασμένο και δύσπιστο έθνος

Οι Αμερικανοί πρέπει να γνωριστούν ξανά μεταξύ τους

Η δημιουργία ισχυρότερου σεβασμού για τα γεγονότα θα απαιτήσει περισσότερη εκπαίδευση στον αλφαβητισμό των μέσων ενημέρωσης, ίσως ισχυρή χρηματοδότηση ενός δημόσιου συστήματος ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, και την ρύθμιση των κοινωνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης ως μια κοινή ωφέλεια, προκειμένου να περιοριστεί η εξάπλωση της παραπληροφόρησης. Ωστόσο, η πανδημία έδειξε ότι τα γεγονότα δεν θα κερδίσουν την αποδοχή εάν έρχονται σε σύγκρουση με πεποιθήσεις που ενισχύουν τους δεσμούς με πολύτιμες οικογένειες και φίλους. Μηνύματα σχετικά με την χρήση μάσκας από σεβαστές Αρχές έχουν διαχυθεί στα μέσα ενημέρωσης και πολλά άτομα εξακολουθούν να μην συμμορφώνονται. Ο εμβολιασμός κατά της ιλαράς, της γρίπης ή του νέου κορωνοϊού έχει αποδειχθεί ότι είναι τόσο ασφαλής όσο και πολύ αποτελεσματικός, αλλά μεγάλα και αυξανόμενα τμήματα του πληθυσμού δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν. Η διόρθωση των θεωριών συνωμοσίας με γεγονότα συχνά οδηγεί τους οπαδούς να διπλασιάζουν [τις προσπάθειές τους]. Για αυτούς τους λόγους, η αντιμετώπιση των διχασμών στην αμερικανική κοινωνία θα απαιτήσει την βελτίωση των σχέσεων μεταξύ ομάδων όσο θα απαιτήσει και το σωστό ξεκαθάρισμα των πραγμάτων. Με απλά λόγια, οι διαφορετικές ομάδες Αμερικανών πρέπει να γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους.

Γιατί είναι τόσο σημαντική η επικοινωνία μεταξύ ομάδων; Σε ένα διάσημο πείραμα της δεκαετίας του 1950, ψυχολόγοι διαπίστωσαν ότι όταν ένα σύνολο αγοριών χωρίστηκε τυχαία σε δύο ομάδες και στην συνέχεια απομονώθηκε η μια ομάδα από την άλλη, η εχθρότητα μεταξύ των δύο ομάδων κλιμακώθηκε σε επικίνδυνο επίπεδο. Αντίθετα, όταν άτομα από μια ομάδα ξόδευαν χρόνο με εκείνους που ήταν εκτός της ομάδας, η αντιπάθεια ή η δυσπιστία μειώθηκε. Όπως διαπίστωσαν οι κοινωνικοί ψυχολόγοι Thomas F. Pettigrew και Linda R. Tropp σε μια έρευνα-ορόσημο [11] που βασίστηκε σε 515 εμπειρικές μελέτες, η προκατάληψη και η δυσπιστία μειώνονται σημαντικά όταν οι ομάδες γνωρίζονται μεταξύ τους. Η στρατιωτική θητεία είναι το κλασικό παράδειγμα: ακόμη και στρατιώτες με λίγα κοινά μεταξύ τους αναπτύσσουν ισχυρούς δεσμούς πίστης και φιλίας ο ένας με τον άλλο αφότου πολεμήσουν μαζί στο πεδίο της μάχης. Ομοίως, οι κοινότητες με λίγους μετανάστες είναι οι πιο ευάλωτες σε αντι-μεταναστευτικές συμπεριφορές, όπως αυτές που έδωσαν ώθηση στον Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες και τσο Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όσο λιγότερο ξέρει ο ένας «τον άλλο», τόσο πιο πιθανό είναι κάποιος να υποκύψει στα στερεότυπα.

Η υπηρεσία στο κράτος προσφέρει έναν πολλά υποσχόμενο τρόπο για την ενίσχυση της επαφής μεταξύ ομάδων και την ενίσχυση των δεσμών μεταξύ των Αμερικανών. Η κοινή εργασία για κοινούς στόχους μπορεί να βοηθήσει τους Αμερικανούς να χτίσουν γέφυρες αντί για τείχη [12], περιορίζοντας έτσι τον φυλετισμό και την κοινωνική διαίρεση. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να ζητήσει από όλους τους νέους Αμερικανούς να δώσουν ένα έτος υπηρεσίας, είτε στρατιωτικής είτε πολιτικής, στην χώρα τους. Σε αντάλλαγμα, θα πάρουν ένα μέτριο εισόδημα και δύο χρόνια δωρεάν κολέγιο ή μετα-δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ο Richard Reeves και εγώ αποκαλούμε αυτήν την πρόταση «υποτροφίες λόγω υπηρεσίας» [13]. Όσοι υπηρέτησαν θα θυμούνται ότι το να είσαι Αμερικανός συνεπάγεται τόσο δικαιώματα όσο και ευθύνες. Πρότεινα επίσης ένα αμερικανικό πρόγραμμα ανταλλαγών που θα ενθάρρυνε τις οικογένειες να φιλοξενήσουν ένα νεαρό άτομο από άλλη κοινότητα κατά την διάρκεια του έτους υπηρεσίας τους.

Αν και οι Αμερικανοί πρέπει να γνωρίσουν τους συμπατριώτες τους των οποίων οι πολιτικές προτιμήσεις, η φυλή, το φύλο ή άλλα χαρακτηριστικά είναι διαφορετικά από τα δικά τους, χρειάζεται επίσης ρεαλισμός. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πολύ μεγάλες και ποικίλες και φυσικά οι άνθρωποι νοιάζονται περισσότερο για αυτούς από τις δικές τους ομάδες ή κοινότητες. Ωστόσο, η περισσότερη παραγωγή πολιτικής συμβαίνει στην απομακρυσμένη Ουάσιγκτον, σε μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση η οποία αντιμετωπίζει μεγάλη δυσπιστία. Το ποσοστό των ενηλίκων που λένε ότι εμπιστεύονται την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να κάνει ό, τι είναι σωστό, είναι τώρα περίπου στο 17% [14]. Η εμπιστοσύνη για πάρα πολλά θεσμικά όργανα έχει εξασθενίσει -αλλά σε κανένα τόσο όσο για το Κογκρέσο των ΗΠΑ. Αυτή η δυσπιστία δεν προκαλεί έκπληξη. Τα πολιτικά αδιέξοδα παρεμπόδισαν το νομοθετικό σώμα, αφήνοντας αμέτρητα προβλήματα χωρίς αντιμετώπιση -ιδιαίτερα τις ανάγκες εκείνων που ζουν στην ενδοχώρα και οι οποίοι έχουν χάσει τις δουλειές τους και το αίσθημα αξιοπρέπειας.

Ακόμη και καθώς οι Αμερικανοί έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνησή τους, έχουν αποξενωθεί περισσότερο από τις άμεσες κοινότητές τους [15]. Συμμετέχουν λιγότερο συχνά από ό, τι στο παρελθόν σε κοινοτικές και θρησκευτικές οργανώσεις. Οι οικογένειές τους είναι πιο αδύναμες, και δεν εμπιστεύονται άλλους ανθρώπους. Αυτές οι τάσεις, με την σειρά τους, συνδέονται με την υποστήριξη του λαϊκισμού: από τις δέκα κομητείες που η Κοινή Οικονομική Επιτροπή [16] κατέταξε ως χαμηλότερες ως προς το κοινωνικό κεφάλαιο, ή τα δίκτυα των σχέσεων που υποστηρίζουν την κοινότητα, ο Τραμπ κέρδισε τις οκτώ [17]. Όταν οι στενοί δεσμοί των ανθρώπων εξασθενίζουν και οι οικονομικές προοπτικές τους φθίνουν, αναζητούν κάτι για να καλύψουν το κενό. Όπως γράφει ο γερουσιαστής Ben Sasse, Ρεπουμπλικανός από τη Νεμπράσκα [18], «Εν τη ελλείψει ουσιαστικών δεσμών, οι άνθρωποι βρίσκουν έναν διεστραμμένο δεσμό τουλάχιστον στο να μοιράζονται έναν κοινό εχθρό».