Η υπόθεση της παγκόσμιας τιμολόγησης του διοξειδίου του άνθρακα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η υπόθεση της παγκόσμιας τιμολόγησης του διοξειδίου του άνθρακα

Μια συμφωνία είναι η τελευταία, καλύτερη ελπίδα για την αποτροπή της κλιματικής καταστροφής

Ο δεύτερος τρόπος τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα είναι η δημιουργία ενός συστήματος εμπορίας εκπομπών -ενός μηχανισμού βασισμένου στην αγορά, στον οποίο μια κυβέρνηση θέτει ένα όριο στην συνολική ποσότητα εκπομπών που μπορούν να απελευθερώσουν οι οντότητες που υπάγονται στην δικαιοδοσία της. Οι εταιρείες που επιθυμούν να εκπέμπουν περισσότερο από την ποσότητα που τους έχει κατανεμηθεί μπορούν να αγοράζουν δικαιώματα εκπομπών από εταιρείες που εκπέμπουν λιγότερο. Το 2005, η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιούργησε το πρώτο σύστημα εμπορίας εκπομπών˙ το ανώτατο όριο εκπομπών αυξάνεται κάθε χρόνο και η προσφορά και η ζήτηση καθορίζουν την τιμή στην οποία διαπραγματεύονται τα δικαιώματα. Παρόμοια μέσα εμπορίας εκπομπών υπάρχουν σήμερα στον Καναδά, την Κίνα, τη Νότια Κορέα, το Ηνωμένο Βασίλειο, και σε μερικές πολιτείες των ΗΠΑ.

Η ΤΙΜΗ ΕΙΝΑΙ ΣΩΣΤΗ

Από τον Απρίλιο του 2022, μέσα τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα υπήρχαν σε 46 χώρες. Μέχρι τώρα, σχεδόν όλες οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν υιοθετήσει κάποια μορφή τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, και οι εθελοντικές αγορές άνθρακα -στις οποίες οι ιδιωτικοί φορείς αγοράζουν και πωλούν πιστοποιημένες αφαιρέσεις ή μειώσεις των ατμοσφαιρικών αερίων του θερμοκηπίου- έχουν αυξηθεί από μια βιομηχανία ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων σε μια βιομηχανία δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων μόνο μεταξύ 2021 και 2023. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα λειτουργεί.

Το 2018, ο Nordhaus έλαβε το βραβείο Νόμπελ, το οποίο αναγνώρισε, μεταξύ άλλων επιτευγμάτων, την ισχύ της ανάλυσής του ότι η παγκόσμια εξάπλωση των φόρων άνθρακα θα ήταν η πιο αποτελεσματική λύση για τα προβλήματα που προκαλούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Βραχυπρόθεσμα, η τιμολόγηση του άνθρακα οδηγεί όντως σε αύξηση των τιμών ενέργειας μιας χώρας και σε προσωρινή μείωση της οικονομικής της δραστηριότητας. Όμως τα δεδομένα δείχνουν ότι τα μακροπρόθεσμα οφέλη της αντισταθμίζουν κατά πολύ αυτές τις αρχικές απώλειες.

Δείτε την Σουηδία. Αφού η χώρα εισήγαγε τον φόρο άνθρακα το 1991, οι τιμές της ενέργειας αυξήθηκαν και οι επιχειρήσεις που εξαρτώντο ιδιαίτερα από τα ορυκτά καύσιμα αναγκάστηκαν να κλείσουν ή να απολύσουν εργαζομένους. Από τότε, όμως, η σουηδική οικονομία έχει αναπτυχθεί κατά 50% και οι θάνατοι από ατμοσφαιρική ρύπανση έχουν μειωθεί κατά 50%.

Το 2018, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου της Σουηδίας ήταν κατά 27% χαμηλότερες από όσο ήταν το 1990 και η χώρα έχει αποσυνδέσει την οικονομική της ανάπτυξη από την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα ταχύτερα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μέχρι σήμερα, ο φόρος άνθρακα έχει αποφέρει έσοδα ύψους 5,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, επιτρέποντας φορολογικές περικοπές σε νοικοκυριά με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα.

Η Σουηδία κατάφερε επίσης να διπλασιάσει τις επενδύσεις της σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθιστώντας την παγκόσμιο ηγέτη τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανάλωση προϊόντων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Τα έσοδα που προκύπτουν από την εμπορία εκπομπών και τους φόρους άνθρακα έχουν ήδη αρχίσει να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στις οικονομίες πολλών άλλων χωρών. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, τα έσοδα αυτά συχνά επανεπενδύονται σε έργα βιωσιμότητας, δημιουργώντας έναν ενάρετο κύκλο: σχεδόν το 40 % των εσόδων από την τιμολόγηση του διοξειδίου του άνθρακα προορίζεται επί του παρόντος για πράσινες δαπάνες.

Οι στοχευμένες δημοσιονομικές πολιτικές που αντλούν από τα έσοδα που προκύπτουν από την τιμολόγηση του άνθρακα μπορούν να μειώσουν το αρχικό οικονομικό κόστος της υιοθέτησης συστημάτων τιμολόγησης του άνθρακα. Πράγματι, η τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα είναι πιο αποτελεσματική όταν χρησιμοποιείται στο πλαίσιο αυτού που η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή, μια ομάδα επιστημόνων που συνδέεται με τον ΟΗΕ και συμβουλεύει τις κυβερνήσεις για την έρευνα σχετικά με την κλιματική αλλαγή, αποκαλεί «πορεία καθοδηγούμενη από τις πολιτικές» για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Η πορεία αυτή περιλαμβάνει την επιτάχυνση της αλλαγής από την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, την ανάπτυξη νέων πηγών ενέργειας με χαμηλές εκπομπές άνθρακα, την βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, και την ενθάρρυνση πιο βιώσιμων καταναλωτικών συνηθειών.

ΜΠΛΟΚ ΕΚΚΙΝΗΣΗΣ

Παρά την αποσπασματική ανάπτυξη των συστημάτων τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως, υπάρχει ευρεία συναίνεση ότι η τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έχει ήδη οδηγήσει σε σημαντική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση ανά χώρα δεν έχει αποδώσει ούτε κατά διάνοια τον συνολικό αντίκτυπο στις εκπομπές που απαιτείται για την σταθεροποίηση του κλίματος. Το 2017, η Υψηλού Επιπέδου Επιτροπή για τις Τιμές του Άνθρακα, που συγκλήθηκε υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Τράπεζας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για να περιοριστεί επαρκώς η αύξηση της θερμοκρασίας, οι χώρες θα πρέπει να τιμολογήσουν τον άνθρακα σε 50 έως 100 δολάρια ανά τόνο έως το 2030.

Ωστόσο, τα μέσα τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα του δημόσιου τομέα καλύπτουν σήμερα μόνο το 23% των παγκόσμιων εκπομπών. Και ο μέσος διεθνής φόρος άνθρακα είναι 26 δολάρια ανά τόνο˙ η μέση τιμή των δικαιωμάτων στα συστήματα εμπορίας δικαιωμάτων άνθρακα είναι 20 δολάρια ανά τόνο. Αυτή η διάμεση τιμή από την φορολογία και την εμπορία ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας. Στον ιδιωτικό τομέα, η διάμεση τιμή που οι οργανισμοί παγκοσμίως καθορίζουν πλέον για τις δικές τους εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου είναι 25 δολάρια ανά τόνο˙ όπως και οι τιμές άνθρακα στον δημόσιο τομέα, έτσι και οι τιμές άνθρακα στον ιδιωτικό τομέα ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό, από 8 έως 918 δολάρια ανά τόνο.