Οι πηγές της σοβιετικής συμπεριφοράς | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι πηγές της σοβιετικής συμπεριφοράς

Τρίτη 1 Ιουλίου 1947 - 12:00 *

Η πολιτική προσωπικότητα της σοβιετικής εξουσίας, όπως την γνωρίζουμε σήμερα, είναι προϊόν της ιδεολογίας και των περιστάσεων: της ιδεολογίας που κληρονόμησαν οι σημερινοί Σοβιετικοί ηγέτες από το κίνημα στο οποίο είχαν την πολιτική τους προέλευση, και των περιστάσεων της εξουσίας που έχουν ασκήσει για σχεδόν τρεις δεκαετίες στην Ρωσία. Ίσως να υπάρχουν λίγα έργα ψυχολογικής ανάλυσης πιο δύσκολα από το να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε την αλληλεπίδραση αυτών των δύο δυνάμεων και τον σχετικό ρόλο της καθεμιάς από αυτές στον καθορισμό της επίσημης σοβιετικής συμπεριφοράς. Ωστόσο, η προσπάθεια πρέπει να γίνει εάν η συμπεριφορά αυτή πρόκειται να κατανοηθεί και να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά.

26092023-1.jpg

Σοβιετικά τανκς απέναντι σε αμερικανικά στο Σημείο Ελέγχου Charlie, στο Βερολίνο, τον Οκτώβριο του 1961
--------------------------------------------------------------

Είναι δύσκολο να συνοψίσουμε το σύνολο των ιδεολογικών εννοιών με τις οποίες οι Σοβιετικοί ηγέτες ήρθαν στην εξουσία. Η Μαρξιστική ιδεολογία, με την ρωσο-κομμουνιστική προβολή της, ήταν πάντα σε διαδικασία λεπτών εξελίξεων. Τα υλικά στα οποία βασίζεται είναι εκτεταμένα και πολύπλοκα. Αλλά τα εξαιρετικά χαρακτηριστικά της κομμουνιστικής σκέψης όπως υπήρχε το 1916 μπορεί να συνοψιστούν ως εξής: (α) ότι ο κεντρικός παράγοντας στην ζωή του ανθρώπου, ο παράγοντας που καθορίζει τον χαρακτήρα της δημόσιας ζωής και την «φυσιογνωμία της κοινωνίας», είναι το σύστημα με το οποίο παράγονται και ανταλλάσσονται τα υλικά αγαθά, β) ότι το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής είναι ένα φαύλο σύστημα το οποίο αναπόφευκτα οδηγεί στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την τάξη που κατέχει το κεφάλαιο και είναι ανίκανο να αναπτύξει επαρκώς τους οικονομικούς πόρους της κοινωνίας ή να διανείμει δίκαια τα υλικά αγαθά που παράγει η ανθρώπινη εργασία, (γ) ότι ο καπιταλισμός περιέχει τους σπόρους της δικής του καταστροφής και πρέπει, εν όψει της ανικανότητας της τάξης που κατέχει το κεφάλαιο να προσαρμοστεί στην οικονομική αλλαγή, να οδηγήσει τελικά και αναπόφευκτα σε μια επαναστατική μεταφορά της εξουσίας στην εργατική τάξη, και δ) ότι ο ιμπεριαλισμός, η τελική φάση του καπιταλισμού, οδηγεί άμεσα στον πόλεμο και την επανάσταση.

Τα υπόλοιπα μπορούν να περιγραφούν με τα λόγια του ίδιου του Λένιν: «Η ανισότητα της οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης είναι ο άκαμπτος νόμος του καπιταλισμού. Από αυτό προκύπτει ότι η νίκη του σοσιαλισμού μπορεί να έλθει αρχικά σε λίγες καπιταλιστικές χώρες ή ακόμη και σε μια μόνο καπιταλιστική χώρα. Το νικηφόρο προλεταριάτο της χώρας αυτής, έχοντας απαλλοτριώσει από τους καπιταλιστές και έχοντας οργανώσει την σοσιαλιστική παραγωγή εγχωρίως, θα εγερθεί ενάντια στον υπόλοιπο καπιταλιστικό κόσμο, προσελκύοντας προς αυτήν τις καταπιεσμένες τάξεις άλλων χωρών κατά την διαδικασία» [βλέπε σημείωση 1]. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπήρχε κανένα συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός θα χανόταν χωρίς την προλεταριακή επανάσταση. Χρειαζόταν μια τελική ώθηση από ένα επαναστατικό προλεταριακό κίνημα για να ανατραπεί η ασταθής δομή. Αλλά θεωρείτο αναπόφευκτο ότι αργά ή γρήγορα η ώθηση αυτή θα δινόταν.

Για 50 χρόνια πριν από το ξέσπασμα της επανάστασης, αυτή η μορφή σκέψης είχε ασκήσει μεγάλη γοητεία στα μέλη του ρωσικού επαναστατικού κινήματος. Απογοητευμένοι, δυσαρεστημένοι, ανυπόμονοι να βρουν αυτο-έκφραση -ή πολύ ανυπόμονοι να την επιδιώξουν- στα περιοριστικά όρια του τσαρικού πολιτικού συστήματος, ωστόσο χωρίς να έχουν ευρεία λαϊκή υποστήριξη για την επιλογή τους της αιματηρής επανάστασης ως μέσο κοινωνικής βελτίωσης, αυτοί οι επαναστάτες βρήκαν στη μαρξιστική θεωρία έναν εξαιρετικά βολικό εξορθολογισμό για τις δικές τους ενστικτώδεις επιθυμίες. Παρείχε ψευδο-επιστημονική δικαιολόγηση για την ανυπομονησία τους, για την κατηγορηματική τους άρνηση κάθε αξίας στο τσαρικό σύστημα, για την λαχτάρα τους για εξουσία και εκδίκηση, και για την τάση τους να βιάζονται κατά την επιδίωξή της. Δεν είναι λοιπόν περίεργο το γεγονός ότι έφτασαν να πιστεύουν τελείως στην αλήθεια και την ορθότητα των μαρξιστικών-λενινιστικών διδασκαλιών, τόσο ταιριαστή στις δικές τους παρορμήσεις και αισθήματα. Η ειλικρίνειά τους δεν χρειάζεται να αμφισβητηθεί. Αυτό είναι ένα φαινόμενο τόσο παλιό όσο και η ίδια η ανθρώπινη φύση. Ποτέ δεν περιγράφηκε πιο εύστοχα από όσο από τον Edward Gibbon, ο οποίος έγραψε στο Η Παρακμή και Η Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (The Decline and Fall of the Roman Empire): «Από τον ενθουσιασμό μέχρι την εξαπάτηση, το βήμα είναι επικίνδυνο και ολισθηρό˙ ο δαίμονας του Σωκράτη προσφέρει ένα αξέχαστο παράδειγμα του πώς ένας σοφός άνδρας μπορεί να εξαπατήσει τον εαυτό του, πώς ένας καλός άνθρωπος μπορεί να εξαπατήσει τους άλλους, πώς η συνείδηση μπορεί να αποκοιμηθεί σε μια ανάμεικτη και ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ αυταπάτης και εθελοντικής απάτης». Και ήταν με αυτό το σύνολο αντιλήψεων που τα μέλη του μπολσεβίκικου κόμματος εισήλθαν στην εξουσία.

Τώρα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την διάρκεια όλων των ετών της προετοιμασίας για την επανάσταση, η προσοχή αυτών των ανθρώπων, όπως και του ίδιου του Μαρξ, είχε επικεντρωθεί λιγότερο στη μελλοντική μορφή που θα έπαιρνε ο σοσιαλισμός [βλέπε σημείωση 2] παρά στην αναγκαία πτώση της ανταγωνιστικής εξουσίας η οποία, κατά την άποψή τους, έπρεπε να προηγηθεί της εισαγωγής του σοσιαλισμού. Επομένως, οι απόψεις τους σχετικά με το θετικό πρόγραμμα που επρόκειτο να τεθεί σε εφαρμογή, μόλις θα είχε επιτευχθεί η εξουσία, ήταν ως επί το πλείστον νεφελώδες, οραματικό, και μη πρακτικό. Πέρα από την εθνικοποίηση της βιομηχανίας και την απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιωτικών κεφαλαιακών περιουσιακών στοιχείων, δεν υπήρχε συμφωνημένο πρόγραμμα. Η μεταχείριση της αγροτιάς, η οποία σύμφωνα με τη μαρξιστική διατύπωση δεν ήταν του προλεταριάτου, ήταν πάντα ένα αόριστο σημείο στο μοτίβο της κομμουνιστικής σκέψης˙ και παρέμεινε αντικείμενο αντιπαράθεσης και αμφιταλάντευσης στα πρώτα δέκα χρόνια της κομμουνιστικής εξουσίας.

Οι συνθήκες της άμεσης μετεπαναστατικής περιόδου -η ύπαρξη εμφυλίου πολέμου και ξένης παρέμβασης στην Ρωσία, μαζί με το προφανές γεγονός ότι οι Κομμουνιστές αντιπροσώπευαν μόνο μια μικρή μειονότητα του ρωσικού λαού- καθιστούσαν την εγκαθίδρυση της δικτατορικής εξουσίας αναγκαιότητα. Το πείραμα με τον «πολεμικό κομμουνισμό» και η απότομη προσπάθεια εξάλειψης της ιδιωτικής παραγωγής και του [ιδιωτικού] εμπορίου είχαν ατυχείς οικονομικές συνέπειες και προκάλεσαν πικρία έναντι του νέου επαναστατικού καθεστώτος. Ενώ η προσωρινή χαλάρωση της προσπάθειας κομμουνιστικοποίησης της Ρωσίας, που εκπροσωπείτο από τη Νέα Οικονομική Πολιτική, ανακούφισε κάποιες από αυτές τις οικονομικές δυσχέρειες και με τον τρόπο αυτό εξυπηρετούσε το σκοπό της, κατέστησε επίσης εμφανές ότι ο «καπιταλιστικός τομέας της κοινωνίας» ήταν ακόμα έτοιμος να κερδίσει αμέσως από οποιαδήποτε χαλάρωση της κυβερνητικής πίεσης, και επρόκειτο, εάν επιτρεπόταν να συνεχίσει να υπάρχει, να αποτελεί πάντοτε ένα ισχυρό στοιχείο αντίθεσης στο σοβιετικό καθεστώς και έναν σοβαρό αντίπαλο για επιρροή στην χώρα. Κάπως η ίδια κατάσταση επικράτησε σε σχέση με τον μεμονωμένο χωρικό, ο οποίος, με τον δικό του μικρό τρόπο, ήταν επίσης ένας ιδιώτης παραγωγός.

Ο Λένιν, αν είχε ζήσει, ίσως θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι είναι αρκετά καλός για να συμφιλιώσει αυτές τις συγκρουόμενες δυνάμεις προς το τελικό όφελος της ρωσικής κοινωνίας, αν και αυτό είναι αμφισβητήσιμο. Όμως, έστω κι έτσι, ο Στάλιν και εκείνοι τους οποίους καθοδηγούσε στον αγώνα για διαδοχή στην θέση ηγεσίας του Λένιν, δεν ήταν οι άνδρες [που μπορούσαν] να ανεχθούν αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις στην σφαίρα της εξουσίας που εποφθαλμιούσαν. Η αίσθησή τους της ανασφάλειας ήταν πολύ μεγάλη. Το ιδιαίτερο είδος τους του φανατισμού, που δεν τροποποιήθηκε από οποιαδήποτε αγγλοσαξονική παράδοση συμβιβασμού, ήταν πολύ άγρια και πολύ ζηλότυπη για να οραματιστεί οποιαδήποτε διαρκή κατανομή της εξουσίας. Από τον Ρωσο-Ασιατικό κόσμο από τον οποίο αναδύθηκαν, έφεραν μαζί τους ένα σκεπτικισμό ως προς τις δυνατότητες της διαρκούς και ειρηνικής συνύπαρξης των αντίπαλων δυνάμεων. Εύκολα πεπεισμένοι για την «ορθότητα» του δικού τους δόγματος, επέμεναν στην υποταγή ή την καταστροφή όλων των ανταγωνιστικών δυνάμεων. Εκτός του Κομμουνιστικού Κόμματος, η ρωσική κοινωνία δεν θα είχε καμία ακαμψία. Δεν θα υπήρχαν μορφές συλλογικής ανθρώπινης δραστηριότητας ή συνεταιρισμού που δεν θα κυριαρχούντο από το Κόμμα. Καμία άλλη δύναμη στην ρωσική κοινωνία δεν επρόκειτο να επιτραπεί να επιτύχει ζωτικότητα ή ακεραιότητα. Μόνο το Κόμμα έπρεπε να έχει δομή. Όλα τα άλλα έπρεπε να είναι μια άμορφη μάζα.

Και στο εσωτερικό του κόμματος έπρεπε να εφαρμοστεί η ίδια αρχή. Η μάζα των μελών του Κόμματος μπορεί να περάσει από τις μηχανικές κινήσεις των εκλογών, της διαβούλευσης, της απόφασης, και της δράσης˙ αλλά σε αυτές τις κινήσεις δεν επρόκειτο να ζωογονηθούν από τις δικές τους ατομικές θελήσεις αλλά από την εκπληκτική ανάσα της ηγεσίας του Κόμματος και την υπερ-μυστηριακή παρουσία του «λόγου».

Ας τονίσουμε ξανά ότι υποκειμενικά αυτοί οι άνδρες κατά πάσα πιθανότητα δεν αναζητούσαν την απολυταρχία για την χάρη της. Σίγουρα πίστευαν -και το βρήκαν εύκολο να πιστέψουν- ότι μόνο αυτοί ήξεραν τι ήταν καλό για την κοινωνία και ότι θα πετύχαιναν αυτό το καλό μόλις η δύναμή τους ήταν ασφαλής και αδιαμφισβήτητη. Όμως, επιδιώκοντας αυτή την ασφάλεια της δικής τους διακυβέρνησης, ήταν διατεθειμένοι να μην αναγνωρίσουν κανέναν περιορισμό, είτε του Θεού είτε του ανθρώπου, στον χαρακτήρα των μεθόδων τους. Και μέχρις ότου επιτευχθεί αυτή η ασφάλεια, έβαλαν πολύ χαμηλά στην κλίμακα των επιχειρησιακών προτεραιοτήτων τους τις ανέσεις και την ευτυχία των λαών που τους εμπιστεύθηκαν.

Τώρα, η εξαιρετική περίσταση που αφορά το σοβιετικό καθεστώς είναι ότι μέχρι σήμερα η διαδικασία αυτή της πολιτικής παγίωσης δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και οι άνδρες στο Κρεμλίνο συνέχισαν να απορροφώνται κυρίως από τον αγώνα για να εξασφαλίσουν και να κάνουν απόλυτη την εξουσία που κατέλαβαν τον Νοέμβριο του 1917. Προσπάθησαν να το εξασφαλίσουν κατά κύριο λόγο ενάντια στις δυνάμεις εγχωρίως, μέσα στην ίδια την σοβιετική κοινωνία. Αλλά έχουν επίσης καταβάλει προσπάθειες να την εξασφαλίσουν απέναντι στον έξω κόσμο. Γιατί η ιδεολογία, όπως είδαμε, τους δίδαξε ότι ο έξω κόσμος ήταν εχθρικός και ότι ήταν καθήκον τους να ανατρέψουν τελικά τις πολιτικές δυνάμεις πέρα από τα σύνορά τους. Τα ισχυρά χέρια της ρωσικής ιστορίας και παράδοσης απλώθηκαν για να διατηρήσουν αυτό το συναίσθημά τους. Τελικά, η δική τους επιθετική αδιαλλαξία σε σχέση με τον έξω κόσμο άρχισε να βρίσκει την δική της αντίδραση˙ και σύντομα αναγκάστηκαν, για να χρησιμοποιήσω μια άλλη φράση του Gibbon, «να τιμωρήσουν την απείθεια» που είχαν προκαλέσει οι ίδιοι. Είναι ένα αναμφισβήτητο προνόμιο του κάθε ανθρώπου να αποδειχθεί σωστός στην υπόθεση ότι ο κόσμος είναι ο εχθρός του˙ διότι αν το επαναλαμβάνει αρκετά συχνά και το καταστήσει το υπόβαθρο της συμπεριφοράς του, τελικά είναι νομοτελειακό ότι θα έχει δίκιο.

Τώρα βρίσκεται στην φύση του πνευματικού κόσμου των σοβιετικών ηγετών, καθώς και στο χαρακτήρα της ιδεολογίας τους, ότι καμία αντίθεση σε αυτούς δεν μπορεί να αναγνωριστεί επίσημα πως έχει οποιαδήποτε αξία ή δικαιολογία. Μια τέτοια αντιπολίτευση μπορεί να προκύψει, θεωρητικά, μόνο από τις εχθρικές και αδιόρθωτες δυνάμεις του θνήσκοντος καπιταλισμού. Όσο τα απομεινάρια του καπιταλισμού αναγνωρίζονταν επίσημα ως ότι υπάρχουν στην Ρωσία, ήταν δυνατόν να τοποθετηθεί σε αυτά, ως ένα εσωτερικό στοιχείο, μέρος της ευθύνης για την διατήρηση μιας δικτατορικής μορφής της κοινωνίας. Αλλά καθώς τα υπολείμματα αυτά εκκαθαρίστηκαν, σιγά-σιγά, αυτή η δικαιολογία ατόνησε˙ και όταν καταδείχθηκε επίσημα ότι είχαν καταστραφεί τελικά, εξαφανίστηκε εντελώς. Και αυτό το γεγονός δημιούργησε έναν από τους πιο βασικούς καταναγκασμούς που επιβλήθηκαν στο σοβιετικό καθεστώς: δεδομένου ότι ο καπιταλισμός δεν υπήρχε πλέον στην Ρωσία και δεδομένου ότι δεν μπορούσε να γίνει δεκτό ότι θα μπορούσε να υπάρξει σοβαρή ή ευρεία αντίθεση στο Κρεμλίνο που να πηγάζει αυθόρμητα από τις απελευθερωμένες μάζες [που βρίσκονται] υπό την εξουσία του, έγινε αναγκαία η δικαιολόγηση της διατήρησης της δικτατορίας με το να τονίζεται η απειλή του καπιταλισμού από το εξωτερικό.

Αυτό ξεκίνησε νωρίς. Το 1924 ο Στάλιν ειδικά υπερασπίστηκε την διατήρηση των «οργάνων καταστολής», μεταξύ άλλων, του στρατού και της μυστικής αστυνομίας, με το αιτιολογικό ότι «όσο υπάρχει μια καπιταλιστική περικύκλωση θα υπάρχει κίνδυνος παρέμβασης με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από αυτόν τον κίνδυνο». Σύμφωνα με αυτή την θεωρία και από εκείνη την εποχή, όλες οι εσωτερικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης στην Ρωσία έχουν απεικονισθεί σταθερά ως πράκτορες των ξένων δυνάμεων της αντίδρασης που ανταγωνίζονται την σοβιετική εξουσία.

Από την άλλη πλευρά, δόθηκε τεράστια έμφαση στην αρχική κομμουνιστική θέση για έναν βασικό ανταγωνισμό ανάμεσα στους καπιταλιστικούς και τους σοσιαλιστικούς κόσμους. Είναι σαφές, από πολλές ενδείξεις, ότι αυτή η έμφαση δεν βασίζεται στην πραγματικότητα. Τα αληθινά γεγονότα που την αφορούν έχουν μπερδευτεί από την ύπαρξη στο εξωτερικό γνήσιας δυσαρέσκειας που προκαλείται από την σοβιετική φιλοσοφία και τις τακτικές και περιστασιακά από την ύπαρξη σπουδαίων κέντρων στρατιωτικής ισχύος, ιδίως το ναζιστικό καθεστώς στην Γερμανία και η ιαπωνική κυβέρνηση στα τέλη της δεκαετίας του 1930, που είχαν πράγματι επιθετικά σχέδια εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Υπάρχουν όμως πολλές αποδείξεις ότι το άγχος που υπάρχει στη Μόσχα για την απειλή που αντιμετωπίζει η σοβιετική κοινωνία από τον κόσμο εκτός των συνόρων της δεν βασίζεται στην πραγματικότητα του ξένου ανταγωνισμού αλλά στην ανάγκη να εξηγηθεί η διατήρηση της δικτατορικής εξουσίας εγχωρίως.

Τώρα η διατήρηση αυτού του μοτίβου της σοβιετικής εξουσίας, δηλαδή η επιδίωξη απεριόριστης εξουσίας εγχωρίως, συνοδευόμενη από την καλλιέργεια του ημι-μύθου της αδυσώπητης ξένης εχθρότητας, προχώρησε πολύ για να διαμορφώσει τον πραγματικό μηχανισμό της σοβιετικής εξουσίας, όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Τα εσωτερικά όργανα διοίκησης που δεν εξυπηρετούσαν αυτόν τον σκοπό αφέθηκαν να σβήσουν. Τα όργανα που εξυπηρετούσαν αυτόν τον σκοπό διογκώθηκαν πολύ. Η ασφάλεια της σοβιετικής εξουσίας στηρίχτηκε στην σιδερένια πειθαρχία του Κόμματος, στην αυστηρότητα και την πανταχού παρουσία της μυστικής αστυνομίας, και στο ασυμβίβαστο οικονομικό μονοπώλιο του κράτους. Τα «όργανα καταστολής», στα οποία οι Σοβιετικοί ηγέτες είχαν επιζητήσει την ασφάλεια από αντίπαλες δυνάμεις, έγιναν σε μεγάλο βαθμό κύριοι εκείνων τους οποίους είχαν σχεδιαστεί να υπηρετούν. Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της δομής της σοβιετικής εξουσίας είναι αφοσιωμένο στην τελειότητα της δικτατορίας και στην διατήρηση της έννοιας της Ρωσίας ως σε κατάσταση πολιορκίας, με τον εχθρό να κατεβαίνει πέρα από τα τείχη. Και τα εκατομμύρια των ανθρώπων που αποτελούν αυτό το μέρος της δομής της εξουσίας πρέπει να υπερασπιστούν πάση θυσία αυτήν την έννοια της θέσης της Ρωσίας, γιατί χωρίς αυτήν είναι οι ίδιοι περιττοί.

Όπως είναι τα πράγματα σήμερα, οι κυβερνώντες δεν μπορούν πλέον να ονειρεύονται να αποχωριστούν από αυτά τα όργανα καταστολής. Η αναζήτηση της απόλυτης εξουσίας, που επιδιώκεται εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες με μια σκληρότητα απαράμιλλη (τουλάχιστον στο πεδίο εφαρμογής) στην σύγχρονη εποχή, παράγει και πάλι εσωτερικά, όπως έκανε και εξωτερικά, την δική της αντίδραση. Οι υπερβολές του μηχανισμού της αστυνομίας έχουν αυξήσει την δυνητική αντίθεση στο καθεστώς σε κάτι πολύ μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο από όσο θα μπορούσε να γίνει πριν αρχίσουν αυτές οι υπερβολές.

Αλλά το λιγότερο από όλα που μπορούν οι ηγέτες είναι να εγκαταλείψουν τη μυθοπλασία με την οποία υπερασπίζεται η διατήρηση της δικτατορικής εξουσίας. Γιατί αυτή η μυθοπλασία έχει κανονικοποιηθεί στην σοβιετική φιλοσοφία από τις υπερβολές που έχουν ήδη διαπραχθεί στο όνομά της˙ και τώρα είναι αγκυρωμένη στην σοβιετική δομή σκέψης με δεσμούς πολύ μεγαλύτερους από εκείνους της απλής ιδεολογίας.

II

Αυτά για το ιστορικό υπόβαθρο. Τι σημαίνει από την άποψη της πολιτικής προσωπικότητας της σοβιετικής εξουσίας, όπως την γνωρίζουμε σήμερα;

Από την πρωτότυπη ιδεολογία, τίποτα δεν έχει επισήμως απορριφθεί. Η πίστη διατηρείται στην βασική κακότητα του καπιταλισμού, στο αναπόφευκτο της καταστροφής του, στην υποχρέωση του προλεταριάτου να βοηθήσει στην καταστροφή αυτή και να πάρει την εξουσία στα χέρια του. Αλλά η έμφαση έρχεται να τεθεί πρωτίστως σε εκείνες τις έννοιες που σχετίζονται ειδικότερα με το ίδιο το σοβιετικό καθεστώς: στην θέση του ως το μοναδικό αληθινά σοσιαλιστικό καθεστώς σε έναν σκοτεινό και εσφαλμένο κόσμο και στις σχέσεις εξουσίας μέσα σε αυτόν.

Η πρώτη από αυτές τις έννοιες είναι αυτή του έμφυτου ανταγωνισμού μεταξύ του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού. Έχουμε δει πόσο βαθιά αυτή η έννοια έχει ενσωματωθεί στα θεμέλια της σοβιετικής εξουσίας. Έχει βαθιές συνέπειες για την συμπεριφορά της Ρωσίας ως μέλος της διεθνούς κοινωνίας. Σημαίνει ότι ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει από την πλευρά της Μόσχας καμία ειλικρινής υπόθεση μιας κοινότητας στόχων μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και δυνάμεων που θεωρούνται καπιταλιστικές. Πρέπει πάντοτε να συμπεραίνεται στη Μόσχα ότι οι στόχοι του καπιταλιστικού κόσμου είναι ανταγωνιστικοί του σοβιετικού καθεστώτος και επομένως των συμφερόντων των λαών που ελέγχει. Εάν η σοβιετική κυβέρνηση περιστασιακά θέσει την υπογραφή της σε έγγραφα που θα έδειχναν το αντίθετο, αυτό πρέπει να θεωρείται ως ένας τακτικός χειρισμός που επιτρέπεται για να αντιμετωπίσει τον εχθρό (ο οποίος δεν είναι έντιμος) και πρέπει να εκληφθεί με το πνεύμα του «να προσέχει ο αγοραστής» [στμ: στο πρωτότυπο το λατινικό caveat emptor]. Βασικά, ο ανταγωνισμός παραμένει. Προϋποτίθεται. Και από αυτόν ρέουν πολλά από τα φαινόμενα που βρίσκουμε ενοχλητικά στην συμπεριφορά της εξωτερικής πολιτικής του Κρεμλίνου: η μυστικότητα, η έλλειψη ειλικρίνειας, η διπλοπροσωπία, η καχυποψία, και η βασική εχθρικότητα του σκοπού. Αυτά τα φαινόμενα είναι εκεί για να παραμείνουν, στο ορατό μέλλον. Μπορεί να υπάρξουν αποκλίσεις στον βαθμό και την έμφαση. Όταν υπάρχει κάτι που θέλουν οι Ρώσοι από εμάς, το ένα ή το άλλο από αυτά τα χαρακτηριστικά της πολιτικής τους μπορεί να ωθηθεί προσωρινά στο παρασκήνιο˙ και όταν συμβαίνει αυτό θα υπάρχουν πάντα Αμερικανοί που θα πηδήξουν μπροστά με χαρούμενες ανακοινώσεις ότι «οι Ρώσοι έχουν αλλάξει», και κάποιοι που θα προσπαθήσουν ακόμη και να πιστωθούν ότι έχουν επιφέρει τέτοιες «αλλαγές». Αλλά δεν πρέπει να παραπλανηθούμε με τακτικούς ελιγμούς. Αυτά τα χαρακτηριστικά της σοβιετικής πολιτικής, όπως και το συμπέρασμα από το οποίο απορρέουν, είναι βασικά για την εσωτερική φύση της σοβιετικής εξουσίας και θα είναι μαζί μας, είτε στο προσκήνιο είτε στο παρασκήνιο, μέχρι να αλλάξει η εσωτερική φύση της σοβιετικής εξουσίας.

Αυτό σημαίνει ότι θα συνεχίσουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα να βρίσκουμε δύσκολο να έχουμε να κάνουμε με τους Ρώσους. Δεν σημαίνει ότι πρέπει να θεωρηθούν ως ότι έχουν ξεκινήσει ένα πρόγραμμα «κάνε το ή πέθανε» για να ανατρέψουν την κοινωνία μας μέχρι μια δεδομένη ημερομηνία. Η θεωρία του αναπόφευκτου της τελικής πτώσης του καπιταλισμού έχει την τύχη να μην υπάρχει βιασύνη γι' αυτό. Οι δυνάμεις της προόδου μπορούν να πάρουν τον χρόνο τους για την προετοιμασία της τελικής χαριστικής βολής. Εν τω μεταξύ, αυτό που είναι ζωτικής σημασίας είναι η «πατρίδα των Σοσιαλιστών» -αυτή η όαση της εξουσίας που έχει ήδη κερδηθεί για τον σοσιαλισμό στο πρόσωπο της Σοβιετικής Ένωσης- να λατρεύεται και να τυγχάνει υπεράσπισης από όλους τους καλούς κομμουνιστές εγχωρίως και στο εξωτερικό, οι τύχες του να προωθούνται, οι εχθροί του να καταπονούνται και να αναστατώνονται. Η προώθηση πρόωρων, «τυχοδιωκτικών» επαναστατικών σχεδίων στο εξωτερικό που θα μπορούσαν ενδεχομένως να ντροπιάσουν την σοβιετική εξουσία με οποιονδήποτε τρόπο θα ήταν μια ασυγχώρητη, ακόμη και αντεπαναστατική πράξη. Η αιτία του σοσιαλισμού είναι η στήριξη και η προώθηση της σοβιετικής εξουσίας, όπως ορίζεται στη Μόσχα.

Τούτο μας φέρνει στην δεύτερη από τις έννοιες που είναι σημαντικές για την σύγχρονη σοβιετική θεώρηση. Αυτό είναι το αλάθητο του Κρεμλίνου. Η σοβιετική αντίληψη της εξουσίας, η οποία δεν επιτρέπει καθόλου εστιακά σημεία εκτός του ίδιου του Κόμματος, απαιτεί η ηγεσία του Κόμματος να παραμείνει θεωρητικά το μοναδικό αποθετήριο της αλήθειας. Γιατί αν η αλήθεια βρισκόταν αλλού, θα υπήρχε δικαιολογία για την έκφρασή της σε οργανωμένη δραστηριότητα. Αλλά είναι ακριβώς αυτό που το Κρεμλίνο δεν μπορεί και δεν πρόκειται να επιτρέψει.

Επομένως, η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι πάντα σωστή και έχει πάντα δίκιο από τότε που το 1929 ο Στάλιν διαμόρφωσε την προσωπική του εξουσία με το να ανακοινώνει ότι οι αποφάσεις του Πολιτικού Γραφείου λαμβάνονταν ομόφωνα.

Στην αρχή του αλάθητου στηρίζεται η σιδερένια πειθαρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Στην πραγματικότητα, οι δύο έννοιες είναι αμοιβαία αυτοσυντηρούμενες. Η τέλεια πειθαρχία απαιτεί αναγνώριση του αλάθητου. Το αλάθητο απαιτεί την τήρηση της πειθαρχίας. Και οι δυο μαζί προχωρούν πολύ για να καθορίσουν τον συμπεριφορισμό του συνόλου της σοβιετικής εξουσίας. Αλλά το αποτέλεσμά τους δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό παρά μόνο αν ληφθεί υπόψη ένας τρίτος παράγοντας: το γεγονός ότι η ηγεσία έχει την ελευθερία να προτείνει για τακτικούς σκοπούς οποιαδήποτε ειδική θέση θεωρεί χρήσιμη για την αιτία της σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη στιγμή και να απαιτήσει την πιστή και αδιαμφισβήτητη αποδοχή της θέσης από τα μέλη του κινήματος στο σύνολό τους. Αυτό σημαίνει ότι η αλήθεια δεν είναι μια σταθερά αλλά στην πραγματικότητα δημιουργείται, για όλες τις επιδιώξεις και τους σκοπούς, από τους ίδιους τους Σοβιετικούς ηγέτες. Μπορεί να διαφέρει από εβδομάδα σε εβδομάδα, από μήνα σε μήνα. Δεν είναι τίποτα απόλυτο και αμετάβλητο -τίποτα που πηγάζει από αντικειμενική πραγματικότητα. Είναι μόνο η πιο πρόσφατη εκδήλωση της σοφίας εκείνων στους οποίους υποτίθεται ότι κατοικεί η τελική σοφία, επειδή αντιπροσωπεύουν την λογική της ιστορίας. Η συσσωρευτική επίδραση αυτών των παραγόντων είναι να δώσουν σε ολόκληρο τον υποδεέστερο μηχανισμό της σοβιετικής εξουσίας μια ακλόνητη ισχυρογνωμοσύνη και σταθερότητα στον προσανατολισμό του. Αυτός ο προσανατολισμός μπορεί να αλλάξει κατά βούληση από το Κρεμλίνο αλλά από καμία άλλη δύναμη. Μόλις καθοριστεί μια συγκεκριμένη κομματική γραμμή για ένα συγκεκριμένο ζήτημα της τρέχουσας πολιτικής, ολόκληρη η σοβιετική κυβερνητική μηχανή, συμπεριλαμβανομένου του μηχανισμού της διπλωματίας, κινείται απαρέγκλιτα κατά μήκος της προκαθορισμένης διαδρομής, σαν ένα επίμονο παιχνίδι-αυτοκίνητο στραμμένο και κατευθυνόμενο προς μια δεδομένη κατεύθυνση, σταματώντας μόνο όταν συναντά κάποια αναντίρρητη δύναμη. Τα άτομα που είναι τα συστατικά αυτού του μηχανισμού είναι μη επιδεκτικά στο επιχείρημα ή την λογική που τους έρχεται από εξωτερικές πηγές. Η όλη εκπαίδευσή τους τούς έχει διδάξει να δυσπιστούν και να μειώνουν την εύλογη πειστικότητα του εξωτερικού κόσμου. Όπως και ο λευκός σκύλος μπροστά από τον φωνογράφο, ακούνε μόνο την φωνή του «κυρίου» τους. Και αν πρέπει να αποσυρθούν από τους σκοπούς που έχουν υπαγορευθεί τελευταία σε αυτούς, είναι ο κύριος που πρέπει να τους ανακαλέσει. Έτσι ο ξένος εκπρόσωπος δεν μπορεί να ελπίζει ότι τα λόγια του θα κάνουν οποιαδήποτε εντύπωση σε αυτούς. Το περισσότερο που μπορεί να ελπίζει είναι ότι θα μεταδοθούν σε όσους βρίσκονται στην κορυφή, οι οποίοι είναι σε θέση να αλλάξουν την γραμμή του κόμματος. Αλλά ακόμα και αυτοί δεν είναι πιθανό να επηρεαστούν από οποιαδήποτε κανονική λογική στα λόγια του εκπρόσωπου της μπουρζουαζίας. Δεδομένου ότι δεν μπορεί να υπάρχει επίκληση σε κοινούς σκοπούς, δεν μπορεί να υπάρξει επίκληση σε κοινές διανοητικές προσεγγίσεις. Για τον λόγο αυτό, τα γεγονότα μιλούν πιο δυνατά από τα λόγια στα αυτιά του Κρεμλίνου˙ και οι λέξεις έχουν το μεγαλύτερο βάρος όταν έχουν την ιδιότητα να αντανακλούν -ή να υποστηρίζονται από- γεγονότα μη αμφισβητήσιμης εγκυρότητας.

Αλλά έχουμε δει ότι το Κρεμλίνο δεν υπόκειται σε κανένα ιδεολογικό ζόρι για να επιτύχει τους σκοπούς του με βιασύνη. Όπως και η Εκκλησία, ασχολείται με ιδεολογικές έννοιες που έχουν μακροχρόνιο κύρος και μπορεί να αντέξει να είναι υπομονετικό. Δεν έχει το δικαίωμα να διακινδυνεύσει τα υπάρχοντα επιτεύγματα της επανάστασης για χάρη των μάταιων μπιχλιμπιδιών του μέλλοντος. Οι διδασκαλίες του ίδιου του Λένιν απαιτούν μεγάλη προσοχή και ευελιξία στην επιδίωξη των κομμουνιστικών σκοπών. Και πάλι, αυτές οι εντολές εμπλουτίζονται από τα διδάγματα της ρωσικής ιστορίας: αιώνες σκοτεινών μαχών μεταξύ νομαδικών δυνάμεων πάνω από τις εκτάσεις μιας τεράστιας ανοχύρωτης πεδιάδας. Εδώ η προσοχή, η περίσκεψη, η ευελιξία, και η εξαπάτηση είναι οι πολύτιμες ιδιότητες˙ και η αξία τους βρίσκει φυσική εκτίμηση στο ρωσικό ή το ανατολίτικο μυαλό. Έτσι, το Κρεμλίνο δεν έχει καμία απολύτως αμφιβολία για την υποχώρησή του έναντι μιας ανώτερης δύναμης. Και μη όντας κάτω από την πίεση ενός χρονοδιαγράμματος, δεν πανικοβάλλεται υπό την ανάγκη για μια τέτοια υποχώρηση. Η πολιτική του δράση είναι ένα ρευστό ρεύμα το οποίο κινείται συνεχώς, οπουδήποτε επιτρέπεται να κινηθεί, προς έναν συγκεκριμένο στόχο. Το κύριο μέλημά του είναι να εξασφαλίσει ότι έχει γεμίσει κάθε γωνιά που είναι στην διάθεσή του στην λεκάνη της παγκόσμιας ισχύος. Αλλά εάν βρει ανυπέρβλητα εμπόδια στην πορεία του, τα δέχεται φιλοσοφικά και διευθετεί τον εαυτό του σε αυτά. Το κυριότερο είναι ότι πρέπει πάντα να υπάρχει πίεση, αδιάκοπη συνεχής πίεση, προς τον επιδιωκόμενο στόχο. Δεν υπάρχει ίχνος οποιασδήποτε αίσθησης στην σοβιετική ψυχολογία ότι αυτός ο στόχος πρέπει να επιτευχθεί σε καμιά δεδομένη στιγμή.

26092023-2.jpg

Ο Τζορτζ Κένναν το 1947 Πηγή: Wikipedia
---------------------------------------------------------------

Αυτές οι σκέψεις καθιστούν την σοβιετική διπλωματία ταυτόχρονα πιο εύκολο και πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί από όσο η διπλωματία επιμέρους επιθετικών ηγετών όπως ο Ναπολέων και ο Χίτλερ. Από τη μια πλευρά είναι πιο ευαίσθητη στην αντίθετη δύναμη, πιο έτοιμη να υποκύψει σε μεμονωμένους τομείς του διπλωματικού μετώπου όταν η δύναμη αυτή θεωρείται υπερβολικά ισχυρή, και επομένως πιο ορθολογιστική στην λογική και την ρητορική της ισχύος. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί εύκολα να νικηθεί ή να αποθαρρυνθεί από μια νίκη εκ μέρους των αντιπάλων του. Και η υπομονετική επιμονή με την οποία εμψυχώνεται σημαίνει ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά όχι από σποραδικές πράξεις που αντιπροσωπεύουν τις στιγμιαίες ιδιοτροπίες της δημοκρατικής γνώμης, αλλά μόνο από ευφυείς πολιτικές μακράς εμβέλειας εκ μέρους των αντιπάλων της Ρωσίας -πολιτικές όχι λιγότερο σταθερές στον σκοπό τους, και όχι λιγότερο ποικιλόμορφες και επινοητικές στην εφαρμογή τους, από εκείνες της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι σαφές ότι το κυριότερο στοιχείο οποιασδήποτε πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της Σοβιετικής Ένωσης πρέπει να είναι η μακροπρόθεσμη, υπομονετική αλλά σταθερή και επαγρυπνώσα ανάσχεση των ρωσικών επεκτατικών τάσεων. Είναι σημαντικό να σημειωθεί, ωστόσο, ότι μια τέτοια πολιτική δεν έχει καμία σχέση με τους εξωστρεφείς θεατρινισμούς: με απειλές ή κομπασμούς ή περιττές χειρονομίες εξωτερικής «σκληρότητας». Ενώ το Κρεμλίνο είναι βασικά ευέλικτο στην αντίδρασή του στις πολιτικές πραγματικότητες, είναι οπωσδήποτε άκαμπτο σε ζητήματα κύρους. Όπως και κάθε άλλη κυβέρνηση, μπορεί να τοποθετηθεί με αγενείς και απειλητικές χειρονομίες σε μια θέση όπου δεν μπορεί να αντέξει να ενδώσει, παρόλο που κάτι τέτοιο μπορεί να υπαγορεύεται από την αίσθησή του περί ρεαλισμού. Οι Ρώσοι ηγέτες είναι δριμείς κριτές της ανθρώπινης ψυχολογίας και ως εκ τούτου είναι ιδιαίτερα συνειδητοποιημένοι ότι η απώλεια της ψυχραιμίας και του αυτοελέγχου δεν αποτελεί ποτέ πηγή δύναμης στις πολιτικές υποθέσεις. Είναι γρήγοροι στο να εκμεταλλευτούν τέτοιες ενδείξεις αδυναμίας. Για τους λόγους αυτούς, αποτελεί προϋπόθεση (sine qua non) για την επιτυχή ενασχόληση με την Ρωσία, ότι η εν λόγω ξένη κυβέρνηση θα πρέπει να παραμείνει ανά πάσα στιγμή ψύχραιμη και συγκεντρωμένη και ότι τα αιτήματά της επί της ρωσικής πολιτικής θα πρέπει να υποβληθούν κατά τρόπο που να αφήνει ανοικτό τον δρόμο για μια συμμόρφωση που δεν θα είναι πολύ επιζήμια για το ρωσικό κύρος.

III

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, θα γίνει σαφές ότι η σοβιετική πίεση κατά των ελεύθερων θεσμών του Δυτικού κόσμου είναι κάτι που μπορεί να ανασχεθεί από την προσεκτική και άγρυπνη εφαρμογή αντίρροπης δύναμης σε μια σειρά συνεχώς μεταβαλλόμενων γεωγραφικών και πολιτικών σημείων, που να ανταποκρίνεται στις μετατοπίσεις και τους ελιγμούς της σοβιετικής πολιτικής, αλλά που να μην μπορεί να γοητευτεί ή να πεισθεί να εξαφανιστεί. Οι Ρώσοι προσβλέπουν σε μια μονομαχία απεριόριστης διάρκειας, και βλέπουν ότι έχουν ήδη σημειώσει μεγάλες επιτυχίες. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι υπήρξε μια εποχή που το Κομμουνιστικό Κόμμα αντιπροσώπευε πολύ περισσότερα από μια μειονότητα στην σφαίρα της ρωσικής εθνικής ζωής από όσα αντιπροσωπεύει σήμερα η σοβιετική ισχύς στην παγκόσμια κοινότητα.

Αλλά αν η ιδεολογία πείθει τους ηγέτες της Ρωσίας ότι η αλήθεια είναι με την πλευρά τους και ότι μπορούν συνεπώς να περιμένουν, εκείνοι εκ ημών στους οποίους αυτή η ιδεολογία δεν έχει καμία επίδραση, είναι ελεύθεροι να εξετάσουν αντικειμενικά το κύρος αυτής της αρχής. Η Σοβιετική θέση όχι μόνο υπονοεί την πλήρη έλλειψη ελέγχου από την Δύση πάνω στο δικό της οικονομικό πεπρωμένο, ομοίως υποθέτει την ρωσική ενότητα, πειθαρχία, και υπομονή κατά την διάρκεια μιας άπειρης περιόδου. Ας φέρουμε αυτό το αποκαλυπτικό όραμα στην γη, και ας υποθέσουμε ότι ο Δυτικός κόσμος βρίσκει την δύναμη και την επινοητικότητα να ανασχέσει την σοβιετική ισχύ για μια περίοδο δέκα έως δεκαπέντε ετών. Τι σημαίνει αυτό για την Ρωσία;

Οι Σοβιετικοί ηγέτες, εκμεταλλευόμενοι τις συνεισφορές της σύγχρονης τεχνικής στις τέχνες του δεσποτισμού, έχουν λύσει το ζήτημα της υπακοής μέσα στα όρια της εξουσίας τους. Λίγοι αμφισβητούν την εξουσία τους˙ και ακόμη και όσοι το κάνουν δεν είναι σε θέση να κάνουν αυτή την πρόκληση αξιόλογη σε βάρος των κρατικών οργάνων καταστολής.

Το Κρεμλίνο έχει επίσης αποδείξει ότι είναι σε θέση να επιτύχει τον στόχο του να οικοδομήσει στην Ρωσία, ανεξάρτητα από τα συμφέροντα των κατοίκων, ένα βιομηχανικό θεμέλιο βαριάς μεταλλουργίας, το οποίο, βεβαίως, δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, αλλά το οποίο συνεχίζει να αναπτύσσεται και πλησιάζει εκείνα των άλλων μεγάλων βιομηχανικών χωρών. Όλα αυτά, πάντως, τόσο η διατήρηση της εσωτερικής πολιτικής ασφάλειας όσο και η οικοδόμηση της βαριάς βιομηχανίας, πραγματοποιήθηκαν με τρομερό κόστος στην ανθρώπινη ζωή και στις ανθρώπινες ελπίδες και ενέργειες. Απαιτούν την χρήση καταναγκαστικής εργασίας σε κλίμακα άνευ προηγουμένου στην σύγχρονη εποχή υπό συνθήκες ειρήνης. Περιέλαβε την παραμέληση ή την κατάχρηση άλλων φάσεων της σοβιετικής οικονομικής ζωής, ιδίως την γεωργία, την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, την στέγαση, και τις μεταφορές.

Σε όλα αυτά, ο πόλεμος έχει προσθέσει το τεράστιο τίμημα της καταστροφής, του θανάτου, και της ανθρώπινης εξάντλησης. Ως εκ τούτου, έχουμε σήμερα στην Ρωσία έναν πληθυσμό που είναι σωματικά και πνευματικά κουρασμένος. Η μάζα του λαού είναι απογοητευμένη, σκεπτικιστική, και δεν είναι πλέον τόσο προσιτή όσο ήταν κάποτε στην μαγική έλξη που η σοβιετική ισχύς ακτινοβολεί ακόμα στους οπαδούς της στο εξωτερικό. Ο ενθουσιασμός με τον οποίο οι άνθρωποι ενέσκηψαν στην ελάχιστη ανάπαυλα που χορηγήθηκε στην Εκκλησία για λόγους τακτικής κατά την διάρκεια του πολέμου ήταν εύγλωττη μαρτυρία για το γεγονός ότι η ικανότητά τους για πίστη και αφοσίωση δεν βρήκε την ελάχιστη έκφραση στους σκοπούς του καθεστώτος.

Υπό αυτές τις συνθήκες, υπάρχουν όρια στην σωματική και νευρική δύναμη των ίδιων των ανθρώπων. Αυτά τα όρια είναι απόλυτα, και είναι δεσμευτικά ακόμα και για την σκληρότερη δικτατορία, γιατί πέρα από αυτά οι άνθρωποι δεν μπορούν να καθοδηγηθούν. Τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και οι λοιπές περιοριστικές υπηρεσίες παρέχουν προσωρινά μέσα για να υποχρεώνουν τους ανθρώπους να εργάζονται περισσότερες ώρες πέρα από την δική τους βούληση ή από όσο υπαγορεύουν οι απλές οικονομικές πιέσεις˙ αλλά αν οι άνθρωποί τους επιβιώσουν από αυτές, γίνονται γέροι πριν από την ώρα τους και πρέπει να θεωρηθούν ως ανθρώπινα θύματα στις απαιτήσεις της δικτατορίας. Και στις δύο περιπτώσεις οι καλύτερες δυνάμεις τους δεν είναι πλέον διαθέσιμες στην κοινωνία και δεν μπορούν πλέον να στρατολογηθούν στην υπηρεσία του κράτους.

Εδώ μόνο η νεότερη γενιά μπορεί να βοηθήσει. Η νεότερη γενιά, παρ’ όλες τις αντιξοότητες και τα δεινά, είναι πολυάριθμη και ζωηρή˙ και οι Ρώσοι είναι ένας ταλαντούχος λαός. Αλλά ακόμα μένει να δούμε ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στην ώριμη απόδοση των αφύσικων συναισθηματικών καταπονήσεων της παιδικής ηλικίας που δημιούργησε η Σοβιετική δικτατορία και οι οποίες είχαν τεραστίως αυξηθεί από τον πόλεμο. Πράγματα όπως η φυσική ασφάλεια και η γαλήνη του οικιακού περιβάλλοντος έχουν πρακτικά σταματήσει να υπάρχουν στην Σοβιετική Ένωση εκτός των πιο απομακρυσμένων αγροκτημάτων και χωριών. Και οι παρατηρητές δεν είναι ακόμη βέβαιοι εάν αυτό δεν θα αφήσει το σημάδι του στην συνολική ικανότητα της γενιάς που τώρα έρχεται σε ωριμότητα.

Επιπροσθέτως, έχουμε το γεγονός ότι η σοβιετική οικονομική ανάπτυξη, αν και μπορεί να απαριθμήσει μερικά τρομερά επιτεύγματα, έχει υπάρξει ετοιμόρροπα ανομοιογενές και άνισο. Οι Ρώσοι κομμουνιστές που μιλούν για την «ανομοιογενή ανάπτυξη του καπιταλισμού» θα πρέπει να κοκκινίζουν στην σκέψη της δικής τους εθνικής οικονομίας. Εδώ ορισμένοι κλάδοι της οικονομικής ζωής, όπως οι μεταλλουργικές και μηχανουργικές βιομηχανίες, έχουν ξεφύγει από κάθε αναλογία σε σχέση με άλλους τομείς της οικονομίας. Εδώ βρίσκεται ένα έθνος που πασχίζει να γίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα ένα από τα μεγάλα βιομηχανικά έθνη του κόσμου, ενώ δεν έχει ακόμη δίκτυο αυτοκινητοδρόμων που να αξίζουν να ονομάζονται έτσι και μόνο ένα σχετικά πρωτόγονο σιδηροδρομικό δίκτυο. Έχουν γίνει πολλά για την αύξηση της αποτελεσματικότητας της εργασίας και για την διδασκαλία των πρωτόγονων αγροτών σχετικά με την λειτουργία των μηχανών. Αλλά η συντήρηση εξακολουθεί να αποτελεί μια κραυγαλέα έλλειψη σε ολόκληρη την Σοβιετική οικονομία. Η κατασκευή είναι βιαστική και κακής ποιότητας. Η απαξίωση πρέπει να είναι τεράστια. Και σε μεγάλους τομείς της οικονομικής ζωής δεν έχει ακόμη καταστεί εφικτό να ενσταλαχθεί στο εργατικό δυναμικό οτιδήποτε σχετικό με την γενική κουλτούρα της παραγωγής και του τεχνικού αυτοσεβασμού που χαρακτηρίζουν τους εξειδικευμένους εργάτες της Δύσης.

26092023-3.jpg

Ο Στάλιν (δεξιά) συνομιλεί με έναν ήδη άρρωστο Λένιν στο Γκόρκι της Ρωσίας, τον Σεπτέμβριο του 1922. Πηγή: wikipedia
----------------------------------------------------------------------

Είναι δύσκολο να δούμε το πώς αυτές οι ελλείψεις μπορούν να διορθωθούν εγκαίρως από έναν κουρασμένο και αποκαρδιωμένο πληθυσμό που εργάζεται σε μεγάλο βαθμό κάτω από την σκιά του φόβου και του καταναγκασμού. Και για όσο διάστημα δεν ξεπερνιούνται, η Ρωσία θα παραμείνει οικονομικά ένα ευάλωτο, και υπό μια έννοια αδύναμο έθνος, ικανό να εξάγει τον ενθουσιασμό του και να ακτινοβολεί την περίεργη γοητεία της πρωτόγονης πολιτικής του ζωτικότητας, αλλά ανίκανο να υποστηρίξει αυτά τα εξαγωγικά είδη με τις πραγματικές αποδείξεις της υλικής δύναμης και ευημερίας.

Εν τω μεταξύ, υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με την πολιτική ζωή της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή είναι η αβεβαιότητα που εμπλέκεται με τη μεταφορά της εξουσίας από ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων σε άλλους.

Αυτό, φυσικά, είναι το εξαιρετικό πρόβλημα της προσωπικής θέσης του Στάλιν. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η διαδοχή του στον κολοφώνα της υπεροχής στο Κομουνιστικό κίνημα [μετά την ηγεσία] του Λένιν ήταν η μόνη τέτοια μεταβίβαση ατομικής εξουσίας που έχει βιώσει η Σοβιετική Ένωση. Η μεταβίβαση αυτή χρειάστηκε 12 χρόνια για να παγιωθεί. Κόστισε τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων και ταρακούνησε το κράτος μέχρι τα θεμέλιά του. Οι επακόλουθες δονήσεις έγιναν αισθητές σε όλο το διεθνές επαναστατικό κίνημα, εις βάρος του ίδιου του Κρεμλίνου.

Είναι πάντα πιθανό ότι μια άλλη μεταβίβαση εξέχουσας εξουσίας ίσως να γίνει αθόρυβα και ανεπαίσθητα, χωρίς να έχει επιπτώσεις πουθενά. Αλλά και πάλι, είναι πιθανό ότι τα εμπλεκόμενα ερωτήματα ίσως να εξαπολύσουν, για να χρησιμοποιήσω μερικά από τα λόγια του Λένιν, μια από εκείνες τις «απίστευτα γρήγορες μεταβάσεις» από την «ντελικάτη εξαπάτηση» στην «άγρια βία» που χαρακτηρίζει την ρωσική ιστορία, και μπορεί να κλονίσει την σοβιετική εξουσία μέχρι τα θεμέλιά της.

Αλλά αυτό δεν είναι μόνο ζήτημα του ίδιου του Στάλιν. Από το 1938, υπήρξε επικίνδυνο πάγωμα της πολιτικής ζωής στους υψηλότερους κύκλους της σοβιετικής εξουσίας. Το παν-εθνικό Συνέδριο των Σοβιέτ, θεωρητικά το ανώτατο όργανο του Κόμματος, υποτίθεται ότι συνεδριάζει όχι λιγότερο από μια φορά σε τρία χρόνια. Σύντομα θα έχουν περάσει οκτώ ολόκληρα χρόνια από την τελευταία συνεδρίασή του. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, η συμμετοχή στο Κόμμα έχει διπλασιαστεί αριθμητικά. Η θνησιμότητα των μελών κατά την διάρκεια του πολέμου ήταν τεράστια˙ και σήμερα πάνω από το ήμισυ των μελών του Κόμματος είναι άτομα που έχουν γίνει μέλη από τότε που πραγματοποιήθηκε το τελευταίο συνέδριο του Κόμματος. Εν τω μεταξύ, αυτή η ίδια μικρή ομάδα ανδρών έχει ανελιχθεί στην κορυφή μέσω μιας εκπληκτικής σειράς εθνικών περιπετειών. Σίγουρα υπάρχει κάποιος λόγος για τον οποίο οι εμπειρίες του πολέμου έφεραν βασικές πολιτικές αλλαγές σε όλες τις μεγάλες κυβερνήσεις της Δύσης. Σίγουρα τα αίτια αυτού του φαινομένου είναι αρκετά βασικά για να υπάρχουν κάπου στην αφάνεια της σοβιετικής πολιτικής ζωής, επίσης. Ωστόσο, δεν έχει δοθεί καμία αναγνώριση σε αυτά τα αίτια στην Ρωσία.

Πρέπει να συναχθεί από αυτό ότι ακόμη και μέσα σε μια τόσο πολύ πειθαρχημένη οργάνωση όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει να υπάρχει μια αυξανόμενη απόκλιση ηλικιών, προοπτικών, και συμφερόντων μεταξύ της μεγάλης μάζας των μελών του Κόμματος, που μόλις πρόσφατα στρατολογήθηκαν στο κίνημα, και της μικρής αυτοδιαιωνιζόμενης κλίκας των ανδρών στην κορυφή, τους οποίους τα περισσότερα μέλη του κόμματος δεν έχουν γνωρίσει ποτέ, με τους οποίους δεν έχουν ποτέ συνομιλήσει, και με τους οποίους δεν μπορούν να έχουν καμία πολιτική οικειότητα.

Ποιος μπορεί να πει εάν, υπό αυτές τις συνθήκες, η ενδεχόμενη αναζωογόνηση των ανώτερων σφαιρών της εξουσίας (που είναι μόνο θέμα χρόνου) μπορεί να πραγματοποιηθεί ομαλά και ειρηνικά, ή αν οι αντίπαλοι στην αναζήτηση ανώτερης εξουσίας δεν θα σκύψουν τελικά μέχρι αυτές τις πολιτικά ανώριμες και άπειρες μάζες προκειμένου να βρουν υποστήριξη για τις αντίστοιχες διεκδικήσεις τους; Εάν αυτό συνέβαινε ποτέ, θα μπορούσαν να προκύψουν παράξενες συνέπειες για το Κομμουνιστικό Κόμμα: γιατί το σύνολο των μελών έχει ασκηθεί μόνο στις πρακτικές της σιδηράς πειθαρχίας και της υπακοής και όχι στην τέχνη του συμβιβασμού και της προσαρμογής. Και αν καταφέρει ποτέ η διχόνοια να καταλάβει και να παραλύσει το Κόμμα, το χάος και η αδυναμία της ρωσικής κοινωνίας θα αποκαλύπτονταν σε μορφές πέραν περιγραφής. Γιατί έχουμε δει ότι η σοβιετική εξουσία είναι μόνο μια κρούστα που κρύβει μια άμορφη μάζα ανθρώπων, μεταξύ των οποίων δεν είναι ανεκτή καμία ανεξάρτητη οργανωτική δομή. Στην Ρωσία δεν υπάρχει καν τοπική αυτοδιοίκηση. Η σημερινή γενιά Ρώσων δεν γνώρισε ποτέ τον αυθορμητισμό της συλλογικής δράσης. Εάν, κατά συνέπεια, συνέβαινε ποτέ κάτι που θα διατάρασσε την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του Κόμματος ως πολιτικού οργάνου, η Σοβιετική Ρωσία θα μπορούσε να αλλάξει εν μια νυκτί από μια από τις ισχυρότερες σε μια από τους πιο αδύναμες και αξιολύπητες εθνικές κοινωνίες.

Έτσι, το μέλλον της σοβιετικής εξουσίας μπορεί να μην είναι σε καμία περίπτωση τόσο ασφαλές όσο η ρωσική ικανότητα για αυταπάτη θα το έκανε να φαίνεται στους άνδρες στο Κρεμλίνο. Το ότι μπορούν να κρατήσουν την εξουσία στα χέρια τους, το έχουν επιδείξει. Το ότι μπορούν να την παραδώσουν αθόρυβα και με ευκολία σε άλλους, μένει να αποδειχθεί. Εν τω μεταξύ, οι κακουχίες της διακυβέρνησής τους και οι αντιξοότητες της διεθνούς ζωής έχουν προκαλέσει βαρύ τίμημα στις δυνάμεις και τις ελπίδες του σπουδαίου λαού στον οποίον στηρίζεται η εξουσία τους. Είναι περίεργο να σημειωθεί ότι η ιδεολογική δύναμη της σοβιετικής εξουσίας είναι ισχυρότερη σήμερα σε περιοχές πέρα από τα σύνορα της Ρωσίας, πέρα από την εμβέλεια της αστυνομικής της δύναμης. Αυτό το φαινόμενο φέρνει στον νου μια σύγκριση που χρησιμοποιείται από τον Thomas Mann στο σημαντικό του μυθιστόρημα Buddenbrooks. Παρατηρώντας ότι οι ανθρώπινοι θεσμοί εμφανίζουν συχνά τη μεγαλύτερη εξωτερική λαμπρότητα σε στιγμές που η εσωτερική αποσύνθεση είναι στην πραγματικότητα πιο προχωρημένη, συνέκρινε την οικογένεια Buddenbrook, στις ημέρες της μεγαλύτερης αίγλης της, με ένα από εκείνα τα αστέρια των οποίων το φως λάμπει πιο έντονα σε αυτόν τον κόσμο όταν στην πραγματικότητα έχει εδώ και καιρό πάψει να υπάρχει. Και ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι το ισχυρό φως που εξακολουθεί να εκπέμπει το Κρεμλίνο στους δυσαρεστημένους λαούς του Δυτικού κόσμου δεν είναι η ισχυρή μεταγενέστερη λάμψη ενός αστερισμού που βρίσκεται στην πραγματικότητα σε φθίνουσα πορεία; Αυτό δεν μπορεί να αποδειχθεί. Και δεν μπορεί να διαψευσθεί. Αλλά η πιθανότητα παραμένει (και κατά την γνώμη του γράφοντος είναι ισχυρή) ότι η σοβιετική εξουσία, όπως και ο καπιταλιστικός κόσμος κατά την αντίληψή της, φέρει μέσα της τους σπόρους της δικής της αποσύνθεσης, και ότι η βλάστηση αυτών των σπόρων είναι αρκετά προχωρημένη.

IV

Είναι σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να αναμένουν στο ορατό μέλλον να χαίρουν πολιτικής οικειότητας με το σοβιετικό καθεστώς. Πρέπει να συνεχίσουν να θεωρούν την Σοβιετική Ένωση ως αντίπαλο και όχι ως εταίρο στην πολιτική σκηνή. Πρέπει να συνεχίσουν να αναμένουν ότι οι σοβιετικές πολιτικές θα αντικατοπτρίζουν όχι αφηρημένη αγάπη για ειρήνη και σταθερότητα, όχι πραγματική πίστη στην δυνατότητα μόνιμης ευτυχούς συνύπαρξης των σοσιαλιστικών και των καπιταλιστικών κόσμων, αλλά μάλλον μια επιφυλακτική, επίμονη πίεση προς την διατάραξη και την αποδυνάμωση όλων των ανταγωνιστικών επιρροών και αντίπαλων δυνάμεων.

Σε αντιστάθμιση αυτού είναι το γεγονός ότι η Ρωσία, ως αντίθετη με τον Δυτικό κόσμο εν γένει, εξακολουθεί να είναι μακράν το ασθενέστερο μέρος, ότι η σοβιετική πολιτική είναι εξαιρετικά ευέλικτη, και ότι η σοβιετική κοινωνία μπορεί κάλλιστα να περιέχει ελλείψεις που τελικά θα αποδυναμώσουν τις δικές της συνολικές δυνατότητες. Αυτό από μόνο του θα δικαιολογούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες να εισέλθουν με εύλογη αυτοπεποίθηση σε μια πολιτική σταθερής ανάσχεσης, σχεδιασμένη να αντιμετωπίσει τους Ρώσους με αμετάβλητη αντίρροπη δύναμη σε κάθε σημείο όπου εμφανίζουν σημάδια καταπάτησης του συμφέροντος ενός ειρηνικού και σταθερού κόσμου.

Αλλά στην πραγματικότητα οι δυνατότητες της αμερικανικής πολιτικής σε καμία περίπτωση δεν περιορίζονται στο να αναμείνουν στο ακουστικό τους και στο να ελπίζουν για το καλύτερο. Είναι απολύτως πιθανό για τις Ηνωμένες Πολιτείες να επηρεάσουν με τις ενέργειές τους τις εσωτερικές εξελίξεις, τόσο εντός της Ρωσίας όσο και σε όλο το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, από το οποίο η ρωσική πολιτική καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό. Δεν πρόκειται μόνο για το μετριοπαθές μέτρο της ενημερωτικής δραστηριότητας που αυτή η κυβέρνηση μπορεί να ασκήσει στην Σοβιετική Ένωση και αλλού, αν και αυτό, επίσης, είναι σημαντικό. Πρόκειται μάλλον για το κατά πόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να δημιουργήσουν στους λαούς του κόσμου γενικά την εντύπωση μιας χώρας που ξέρει τι θέλει, που αντιμετωπίζει με επιτυχία τα προβλήματα της εσωτερικής της ζωής και τις ευθύνες μιας παγκόσμιας δύναμης, και που έχει μια πνευματική ζωτικότητα ικανή να τα πάει καλά ανάμεσα στα μεγάλα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής. Στον βαθμό που μια τέτοια εντύπωση μπορεί να δημιουργηθεί και να διατηρηθεί, οι στόχοι του ρωσικού κομμουνισμού πρέπει να φαίνονται στείροι και δονκιχωτικoί, οι ελπίδες και ο ενθουσιασμός των υποστηρικτών της Μόσχας πρέπει να εξασθενίσουν, και πρέπει να επιβληθεί πρόσθετη πίεση στις εξωτερικές πολιτικές του Κρεμλίνου. Γιατί η παραλυτική φθορά του καπιταλιστικού κόσμου είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της κομμουνιστικής φιλοσοφίας. Ακόμη και η αποτυχία των Ηνωμένων Πολιτειών να βιώσουν την πρώιμη οικονομική ύφεση την οποία τα κοράκια της Κόκκινης Πλατείας προβλέπουν με τόση αυτάρεσκη αυτοπεποίθηση από τότε που σταμάτησαν οι εχθροπραξίες, θα είχε βαθιές και σημαντικές επιπτώσεις σε ολόκληρο τον κομμουνιστικό κόσμο.

Με την ίδια λογική, οι εκδηλώσεις αναποφασιστικότητας, διχόνοιας και εσωτερικής αποσύνθεσης εντός αυτής της χώρας [στμ: των ΗΠΑ] έχουν μια αναζωογονητική επίδραση σε ολόκληρο το Κομμουνιστικό κίνημα. Σε κάθε ένδειξη αυτών των τάσεων, μια έξαψη ελπίδας και ενθουσιασμού διαπερνά τον κομμουνιστικό κόσμο˙ μια νέα ζωντάνια μπορεί να σημειωθεί στον βηματισμό της Μόσχας˙ νέες ομάδες ξένων υποστηρικτών αναρριχώνται σε αυτό που μπορούν μόνο να θεωρήσουν ως την κύρια τάση της διεθνούς πολιτικής σκηνής˙ και η ρωσική πίεση αυξάνεται σε όλο το φάσμα των διεθνών υποθέσεων.

Θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η αμερικανική συμπεριφορά χωρίς βοήθεια και μόνη της θα μπορούσε να ασκήσει εξουσία ζωής και θανάτου πάνω στο Κομμουνιστικό κίνημα και να επιφέρει την πρώιμη πτώση της σοβιετικής εξουσίας στην Ρωσία. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν την δυνατότητα να αυξήσουν σε τεράστιο βαθμό τις πιέσεις κάτω από τις οποίες πρέπει να λειτουργεί η σοβιετική πολιτική, να επιβάλουν στο Κρεμλίνο έναν πολύ μεγαλύτερο βαθμό μετριοπάθειας και επιφυλακτικότητας από όσο χρειάστηκε να τηρήσει τα τελευταία χρόνια, και με αυτόν τον τρόπο να προωθήσουν τάσεις που πρέπει τελικά να βρουν διέξοδο είτε στην διάλυση είτε στην σταδιακή εξομάλυνση της σοβιετικής εξουσίας. Γιατί κανένα μυστικιστικό, μεσσιανικό κίνημα -και ιδιαίτερα αυτό του Κρεμλίνου- δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την απογοήτευση επ' αόριστον χωρίς τελικά να προσαρμοστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην λογική αυτής της κατάστασης.

Έτσι, η απόφαση θα πέσει σε μεγάλο βαθμό στην ίδια την χώρα. Το ζήτημα των Σοβιετο-Αμερικανικών σχέσεων είναι στην ουσία μια δοκιμασία της συνολικής αξίας των Ηνωμένων Πολιτειών ως ένα έθνος μεταξύ εθνών. Για να αποφύγουν την καταστροφή, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ανταποκριθούν μόνο στις δικές τους καλύτερες παραδόσεις και να αποδείξουν ότι αξίζουν να διατηρηθούν ως ένα μεγάλο έθνος.

Σίγουρα, δεν υπήρξε ποτέ πιο δίκαιη δοκιμασία εθνικής ποιότητας από αυτή. Υπό το πρίσμα αυτών των συνθηκών, ο προσεκτικός παρατηρητής των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων δεν θα βρει λόγο να παραπονεθεί για την πρόκληση του Κρεμλίνου προς την αμερικανική κοινωνία. Μάλλον θα νιώσει μια κάποια ευγνωμοσύνη προς μια Θεία Πρόνοια η οποία, παρέχοντας στον αμερικανικό λαό αυτή την αδυσώπητη πρόκληση, έχει εξαρτήσει ολόκληρη την ασφάλειά του ως έθνος από το αν θα συνέλθει και θα αποδεχθεί τις ευθύνες της ηθικής και πολιτικής ηγεσίας που η ιστορία ξεκάθαρα το προόριζε να φέρει.

*Η επιμέλεια της μετάφρασης έγινε από την Βασιλική Ι. Μουκάνου και τον Λουκά Γ. Κατσώνη. Το κείμενο έχει δημοσιευθεί στο τεύχος 82 (Ιούνιος - Ιούλιος 2023) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

Σημειώσεις:
[1] «Concerning the Slogans of the United States of Europe», («Σχετικά με τα συνθήματα των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης»), Αύγουστος 1915. Επίσημη Σοβιετική Έκδοση των έργων του Λένιν.
[2] Εδώ και αλλού σε αυτό το έγγραφο ο «Σοσιαλισμός» αναφέρεται στον Μαρξιστικό ή Λενινιστικό κομμουνισμό, όχι στον φιλελεύθερο Σοσιαλισμό της εκδοχής της Δεύτερης Διεθνούς.

Copyright © 2019 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/1947-07-01/so...