Τον Οκτώβριο, το Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ ανακοίνωσε ελέγχους εξαγωγών που αποσκοπούν στον περιορισμό της δυνατότητας της Κίνας να αγοράζει ή να κατασκευάζει τους προηγμένους ημιαγωγούς, τα τσιπ, και τους υπερυπολογιστές που χρειάζεται το Πεκίνο για να ενισχύσει τον στρατό του και να προωθήσει την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης. Τα βήματα αυτά αντικατοπτρίζουν την επιταχυνόμενη στροφή της Ουάσινγκτον προς την «βιομηχανική πολιτική».
Η ιστορία δείχνει ότι υπάρχει μια δυνητικά επικίνδυνη ένταση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και ασφάλειας. Στην θεμελιώδη μελέτη του για την άνοδο και την πτώση των μεγάλων δυνάμεων, ο ιστορικός Paul Kennedy τόνισε τους κινδύνους της «αυτοκρατορικής υπερέκτασης» -την τάση των μεγάλων δυνάμεων να επεκτείνουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις πέρα από αυτό που μπορούν να υποστηρίξουν οι οικονομίες τους.
Με την άρνησή της να αυξήσει τα επιτόκια αμέσως και περιμένοντας μισό έτος προτού επιτύχει άνοδο 75 μονάδων βάσης, η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) επέτρεψε να επιδεινωθεί ο κακός πληθωρισμός, ένα σφάλμα το οποίο η οικονομία θα το πληρώσει πλέον ακριβά. Αλλά τα καλά νέα είναι ότι το μάθημα από αυτό το λάθος είναι ξεκάθαρο. Μερικές φορές η Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να ενεργεί χωρίς να ειδοποιεί τις αγορές. Μερικές φορές η ταχύτητα είναι η προτεραιότητα.
Όσο περισσότερο τα νοικοκυριά, οι εταιρείες, και οι κυβερνήσεις αδυνατούν να αναγνωρίσουν και να ανταποκριθούν στις διαρθρωτικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο παγκόσμιο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να μετριαστούν οι κίνδυνοι και να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες που συνδέονται με αυτές τις αλλαγές.
Ακόμη και αν ο Πούτιν χάσει την εξουσία και ένας διάδοχός του δρομολογήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις, θα χρειαστεί τουλάχιστον μια δεκαετία για να επιστρέψει η Ρωσία στα επίπεδα παραγωγής του ιδιωτικού τομέα και της ποιότητας ζωής που γνώριζε η χώρα μόλις πριν από ένα χρόνο.
Το Brexit κρύβεται στο παρασκήνιο όλων των συζητήσεων για την πολιτική εντροπία και την οικονομική παρακμή της χώρας. Για τους ένθερμους υπέρ του να μείνει η χώρα στην ΕΕ, η απόφαση της εξόδου είναι από μόνη της υπεύθυνη για τα τρέχοντα πολιτικά και οικονομικά δεινά. Οι οπαδοί του Brexit, από την πλευρά τους, υποστήριξαν ότι η κυβερνητική δειλία και η αποτυχία να κατανοηθούν πλήρως τα οφέλη από την παραμονή εκτός της ΕΕ ευθύνονται για την τρέχουσα κατάσταση.
Τώρα, καθώς ο ρυθμός και η καταστροφικότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων φαίνεται να επιταχύνονται πέρα από μερικές από τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις, η γεωμηχανική μπορεί επιτέλους να έχει την ευκαιρία της για το σταμάτημα και την αναστροφή της κλιματικής αλλαγής.
Η ενεργειακή μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις πράσινες μορφές ενέργειας θα επαναδιευθετήσει πολλά στοιχεία της διεθνούς πολιτικής που έχουν διαμορφώσει το παγκόσμιο σύστημα, επηρεάζοντας σημαντικά τις πηγές εθνικής ισχύος, την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, τις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, και την συνεχιζόμενη οικονομική σύγκλιση μεταξύ των αναπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών. Η διαδικασία αντί να ενθαρρύνει την αβρότητα και την συνεργασία, πιθανώς θα παραγάγει νέες μορφές ανταγωνισμού και αντιπαράθεσης.
Πολλοί ακτιβιστές και ορισμένες κυβερνήσεις έχουν αρχίσει να υιοθετούν μια νέα θεωρία κλιματικής συνεργασίας που αποφεύγει την αναζήτηση συναίνεσης μεταξύ όλων των εθνών -σχεδόν πάντα μια συνταγή για τον ελάχιστο και βραδύτερο κοινό παρονομαστή. H νέα προσέγγιση εστιάζει, ανά τομέα, στις τεχνολογίες, τις επιχειρήσεις και τις πολιτικές που είναι απαραίτητες για την δημιουργία μιας καθαρότερης οικονομίας.
Με το να συνεργάζονται με την Ρωσία και να θέτουν σε χαμηλότερη προτεραιότητα τις Ηνωμένες Πολιτείες, η ηγεσία και οι ελίτ της Σαουδικής Αραβίας ελπίζουν να προστατεύσουν την ισχύ της χώρας τους επί των τιμών του πετρελαίου και, μαζί με αυτήν, τα σχέδιά τους και το όραμά τους για το μέλλον.