Το «σπασμένο» Συμβόλαιο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το «σπασμένο» Συμβόλαιο

Πώς η Ανισότητα Οδηγεί σε Παρακμή

Μεταξύ των μη ανιδιοτελών δαπανών τις οποίες άρχισαν να κάνουν οι επιχειρήσεις καμία δεν ήταν τόσο ιδιοτελής όσο η οργάνωση σε λόμπι. Η πρακτική των λόμπι δημιουργήθηκε μαζί με την ίδρυση του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά ήταν μια πρακτική αργόσυρτη που αναλωνόταν σε κατανάλωση καπνού και ποτού, μέχρι τα μέσα και το τέλος της δεκαετίας του ’70. Το 1971 υπήρχαν μόνο 145 επιχειρήσεις που εκπροσωπούνταν από εγγραμμένους λομπίστες στην Ουάσιγκτον. Το 1982 είχαν γίνει 2.445. Το 1974 υπήρχαν μόλις πάνω από 600 καταγεγραμμένες επιτροπές πολιτικής δράσης, οι οποίες άντλησαν 12,5 εκατομμύρια δολάρια εκείνη τη χρονιά. Το 1982 υπήρχαν 3.371, που άντλησαν 83 εκατομμύρια δολάρια. Το 1974 ένα σύνολο 77 εκατομμυρίων δολαρίων απαιτήθηκε για τις ενδιάμεσες εκλογές. Το 1982 το ποσό ήταν 343 εκατομμύρια δολάρια. Δεν ήταν μόνο οι επιχειρήσεις που ξόδεψαν για τα λόμπι και τις προεκλογικές εκστρατείες, αλλά αυτές ήταν που δαπάνησαν περισσότερα και αποτελεσματικότερα από οποιονδήποτε άλλο.

Οι αλλαγές αυτές δεν προκλήθηκαν μόνο από τους συντηρητικούς και τους συμμάχους τους στις επιχειρηματικές τάξεις. Ανάμεσα στους υπεύθυνους γι’ αυτές ήσαν οι υψηλόφρονες φιλελεύθεροι, οι Μακγκοβερνιστές και οι μεταρρυθμιστές του Ουοτεργκέιτ, που εισήγαγαν τις ανοιχτές προκριματικές εκλογές, δίκαιους εκλογικούς νόμους και τις «περιθωριακές» πολιτικές εκστρατείες που βασίζονταν εν πολλοίς στην τηλεοπτική διαφήμιση. Θεωρητικά, αυτές οι μεταρρυθμίσεις έδωσαν τη δυνατότητα σε ψηφοφόρους που δεν εκπροσωπούνταν μέχρι τότε πολιτικά, να έχουν πρόσβαση στο πολιτικό σύστημα, μη αναγνωρίζοντας τις εν κρυπτώ αποφάσεις, τις τοπικές οργανώσεις και τα αφεντικά των πόλεων, ανταλλάσσοντας τον Ρίτσαρντ Ντέιλι με τον Τζέσε Τζάκσον. Στην πράξη, αυτό που αντικατέστησε την παλαιά πολιτική δεν ήταν μια καινούργια πολιτική με μεγαλύτερη ισονομία. Αντ’ αυτού, καθώς τα κόμματα έχασαν τη συνοχή και το κύρος τους, παραγκωνίστηκαν από νέου τύπου λαϊκές πολιτικές, που ασκούνταν με βάση την άμεση επικοινωνία, ήταν προσηλωμένες σε ειδικές ομάδες συμφερόντων και χρηματοδοτούνταν από μέλη των λόμπι. Το εκλογικό σώμα μετατράπηκε σε ένα εξατομικευμένο έθνος τηλεθεατών. Σε αυτό συνέβαλαν συνασπισμοί διαφόρων κοινωνικών ομάδων, εργάτες, μικροεπιχειρηματίες, αγρότες. Οι πολιτικοί άρχισαν να επικεντρώνουν τη δράση τους στα χοντρά λεφτά που απέφεραν καλές διαφημιστικές αγορές. Όπως αποδείχθηκε, αυτό δεν τους έλυσε τα χέρια ώστε να εργαστούν για τον λαό: όπως μου είπε κάποτε ο δημοκρατικός γερουσιαστής της Αϊόβα, Τομ Χάρκιν, ο ίδιος και οι συνάδελφοί του ξοδεύουν τον μισό ελεύθερο χρόνο τους για την εξεύρεση χρημάτων.

Αυτή είναι μια ιστορία για τις στρεβλές συνέπειες του εκδημοκρατισμού. Το να απαλλαγείς από τις ελίτ, ή να τις παρακολουθείς να χάνουν το ηθικό τους κύρος, δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι ενισχύεται ο απλός λαός. Από τη στιγμή που ο Ουόλτερ Ρούθερ από τους Ενωμένους Εργάτες της Αυτοκινητοβιομηχανίας και ο Ουόλτερ Ρίστον της Citicorp έπαψαν να κάθονται πλάι-πλάι σε «Επιτροπές για Να Γίνει ο Κόσμος Καλύτερος» και άρχισαν να πληρώνουν μέλη των λόμπι για τα χωριστά τους συμφέροντα στο Κογκρέσο, η ισορροπία δυνάμεων έγειρε ξεκάθαρα προς τη μεριά των επιχειρήσεων. Τριάντα χρόνια αργότερα ποιος πήρε περισσότερα από την κυβέρνηση, οι Ενωμένοι Εργάτες της Αυτοκινητοβιομηχανίας ή η Citicorp ;

Το 1978 όλες τούτες οι τάσεις κορυφώθηκαν. Εκείνη τη χρονιά τρία μεταρρυθμιστικά νομοσχέδια είχαν εισαχθεί για ψήφιση στο Κογκρέσο. Το ένα αφορούσε μια νέα αρχή εκπροσώπησης των καταναλωτών, παρέχοντας στο κοινό έναν καταναλωτικό συνήγορο στην ομοσπονδιακή γραφειοκρατία. Ένα δεύτερο νομοσχέδιο πρότεινε μετριοπαθώς την αύξηση της φορολόγησης των κεφαλαιουχικών κερδών και την κατάργηση της παρακράτησης φόρου από τα επιχειρηματικά έξοδα παραστάσεως, όπως «τα γεύματα των τριών μαρτίνι». Ένα τρίτο νομοσχέδιο επεδίωκε να δυσχεράνει την εκ μέρους των εργοδοτών παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας και την παρεμπόδιση της δράσης των εργατικών ενώσεων. Τα νομοσχέδια αυτά γνώρισαν δικομματική υποστήριξη στο Κογκρέσο. Εισήχθησαν για ψήφιση στο τέλος της εποχής που η δικομματική συνεργασία ήταν ρουτίνα, όταν δηλαδή η αναγκαία και σημαντική νομοθέτηση είχε την υποστήριξη και των δύο κομμάτων. Οι Δημοκρατικοί έλεγχαν τον Λευκό Οίκο και τα δύο σώματα του Κογκρέσου, ενώ τα νομοσχέδια ήσαν λαοφιλή. Παρά ταύτα, το ένα μετά το άλλο, τα νομοσχέδια απορρίφθηκαν. (Τελικά, το φορολογικό νομοσχέδιο ψηφίστηκε, μόνο όμως αφότου τροποποιήθηκε. Αντί να αυξηθεί ο φορολογικός συντελεστής των κεφαλαιουχικών κερδών, με το τελικό νομοσχέδιο μειώθηκε σχεδόν στο μισό).

Το πώς και γιατί συνέβη αυτό, ερευνάται στο πρόσφατο βιβλίο των Τζέικομπ Χάκερ και Πωλ Πίρσον, Winner-Take-All Politics. Η ερμηνεία που δίνουν, με δυο λέξεις, είναι το οργανωμένο χρήμα. Οι επιχειρηματικοί όμιλοι είχαν εξαπολύσει μια επίθεση επιρροής, ανάλογη της οποίας δεν είχε γνωρίσει ποτέ η Ουάσιγκτον, και όταν το όλο πράγμα τελείωσε, για τη ζωή των Αμερικανών είχε ήδη αρχίσει η επόμενη εποχή. Στο τέλος της χρονιάς, στις ενδιάμεσες εκλογές, οι Ρεπουμπλικανοί κέρδισαν 15 έδρες στη Βουλή και τρεις στη Γερουσία. Οι αριθμοί δεν ήσαν τόσο εντυπωσιακοί όσο ο χαρακτήρας των νέων μελών που κατέφθασαν στην Ουάσιγκτον. Δεν ήσαν πολιτικοί που γύρευαν να συνεργαστούν με τους συναδέλφους τους και να λύσουν προβλήματα ψηφίζοντας νόμους. Ήταν περισσότερο ένα συντηρητικό κίνημα, εχθρικό απέναντι στην ίδια την ιδέα της κυβέρνησης. Ανάμεσά τους και ένας καθηγητής ιστορίας από τη Τζόρτζια ονόματι Νιουτ Γκίνγκρις. Η επανάσταση του Ρήγκαν άρχισε το 1978.

Το οργανωμένο χρήμα δεν προκάλεσε αυτές τις μακροπρόθεσμες αλλαγές σε έναν ανύποπτο λαό. Στο τέλος της δεκαετίας του ’70, είχε κορυφωθεί η λαϊκή οργή απέναντι στην κυβέρνηση, ενώ ο πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ ήταν ο ιδανικός στόχος. Δεν ήταν η περίπτωση μιας ψευδούς συνείδησης, αλλά αυτή ενός κορεσμένου λαού. Δυο χρόνια αργότερα ο Ρήγκαν κατήγαγε σαρωτική εκλογική νίκη. Ο λαός τον ήθελε.