Το «σπασμένο» Συμβόλαιο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το «σπασμένο» Συμβόλαιο

Πώς η Ανισότητα Οδηγεί σε Παρακμή

Ταυτόχρονα, οι άρχουσες τάξεις της χώρας έπαιζαν έναν ρόλο που σήμερα είναι σχεδόν αδιανόητος. Έβλεπαν, όντως, τους εαυτούς τους ως θεματοφύλακες των εθνικών θεσμών και συμφερόντων. Οι επικεφαλής των τραπεζών, των επιχειρήσεων, των πανεπιστημίων, των δικηγορικών εταιρειών, των ιδρυμάτων και των συγκροτημάτων Τύπου δεν ήσαν ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο αργυρώνητοι, επιτηδευμένοι και άπληστοι απ’ όσο οι αντίστοιχοι του σήμερα. Είχαν φτάσει στην κορυφή, όμως, μέσα σε μια κουλτούρα που χαλιναγωγούσε τα χαρακτηριστικά αυτά και, οπωσδήποτε, δεν τα αποθέωνε. Οργανισμοί όπως το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, η Επιτροπή για την Οικονομική Ανάπτυξη και το Ίδρυμα Φορντ δεν ενεργούσαν εν ονόματι μιας μονομερούς και άκρως προνομιούχου οπτικής των πραγμάτων, αυτής των πλουσίων. Αίρονταν μάλλον πάνω από τα συγκρουσιακά συμφέροντα της χώρας και προσπαθούσαν να τα ενώσουν σε μια υπέρτατη ιδέα εθνικού συμφέροντος. Επιχειρηματικές μορφές που είχαν πολεμήσει το New Deal με το ίδιο πάθος που σήμερα το Εμπορικό Επιμελητήριο των Η.Π.Α. μάχεται την αναμόρφωση στην περίθαλψη και τα οικονομικά, αποδέχτηκαν αργότερα την Κοινωνική Ασφάλιση και τα εργατικά συνδικάτα, δεν στάθηκαν εμπόδιο στη ιατρική περίθαλψη που θεσμοθετήθηκε με τη Medicare, ενίσχυσαν κάποιες ενέργειες του προγράμματος Great Society του Λίντον Τζόνσον. Έβλεπαν τους νόμους αυτούς ως συμβολή στην κοινωνική ειρήνη που εξασφάλιζε μια παραγωγική οικονομία. Στα 1964 ο Λίντον Τζόνσον δημιούργησε την Εθνική Επιτροπή για την Τεχνολογία, τον Αυτοματισμό και την Οικονομική Πρόοδο, προκειμένου να μελετηθούν τα αποτελέσματα τούτων των επερχόμενων μεταβολών στον χώρο της εργατικής δύναμης. Η επιτροπή συμπεριελάμβανε δύο ηγετικές μορφές από την εργατική τάξη, δύο ηγέτες του επιχειρηματικού κόσμου, τον ακτιβιστή για τα ανθρώπινα δικαιώματα Ουίτνι Γιανγκ και τον κοινωνιολόγο Ντάνιελ Μπελ. Δύο χρόνια αργότερα κατέληξαν στις προτάσεις τους: ένα εξασφαλισμένο ετήσιο εισόδημα και ένα πρόγραμμα μαζικής επαγγελματικής κατάρτισης. Έτσι συμπεριφέρονταν άλλοτε οι άρχουσες τάξεις: σαν να έφεραν πραγματικές ευθύνες.

Βέβαια, η μεταπολεμική συναίνεση ενείχε αρκετή αδικία. Αν ήσουν μαύρος ή γυναίκα, δεν είχες και πολλές ευκαιρίες. Ήταν ίσως ασφυκτική και κομφορμιστική, αυταρχική και αδιάκριτη. Ωστόσο, τούτα τα χρόνια προσέφεραν τα μέσα επανόρθωσης των κακώς κειμένων που εμπεριείχαν: για παράδειγμα, η ισχυρή κυβέρνηση, οι φωτισμένοι επιχειρηματίες και η δράση των ακτιβιστών ήσαν ισχυρές εμπροσθοφυλακές του κινήματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η νοσταλγία είναι ένα ανώφελο συναίσθημα. Όπως κάθε εποχή, τα μεταπολεμικά χρόνια είχαν τις αδικίες τους. Από το σημείο, όμως, που τα βλέπουμε το 2011, εκείνα τα χρόνια φαντάζουν όμορφα.

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

Δύο τινά άλλαξαν την κοινωνική αυτή συναίνεση. Το πρώτο ήταν η δεκαετία του ’60. Η ιστορία είναι γνωστή: νεανική εξέγερση και επανάσταση, μια άγρια αντίδραση, γνωστή σήμερα ως πόλεμος των πολιτισμών, και μια μόνιμη μεταβολή στην αμερικανική νοοτροπία και τα ήθη. Πολύ περισσότερο από πολιτική ουτοπία, η κληρονομιά του ’60 ήταν η προσωπική απελευθέρωση. Κάποιοι συντηρητικοί ισχυρίζονται ότι η κοινωνική επανάσταση των δεκαετιών 1960 και 1970 έστρωσε το έδαφος για την επέλευση της οικονομικής επανάστασης της δεκαετίας του 1980, ότι ο Άμπι Χόφμαν και ο Ρόναλντ Ρήγκαν ήσαν αμφότεροι υπέρμαχοι της ελευθερίας. Το Γούντστοκ, όμως, δεν ήταν ικανό να σβήσει τη δημοκρατία της μέσης τάξης, η οποία είχε ευνοήσει δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανών. Οι προεδρίες Νίξον και Φορντ, στην ουσία, την επέκτειναν. Στο βιβλίο του Τζον Τζούντις The Paradox of American Democracy (2001), αναφέρεται ότι σε τρεις δεκαετίες, μεταξύ 1933 και 1966, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δημιούργησε ένδεκα ρυθμιστικούς οργανισμούς για να προστατέψει τους καταναλωτές, τους εργαζόμενους, και τους επενδυτές. Στην πενταετία 1970-1975 δημιουργήθηκαν άλλες δώδεκα, μεταξύ των οποίων η Αρχή Περιβαλλοντικής Προστασίας, η Διοίκηση Εργασιακής Ασφάλειας και Υγείας και η Επιτροπή Ασφαλείας Καταναλωτών. Ο Ρίτσαρντ Νίξον ήταν ένας κρυπτο-φιλελεύθερος, που σήμερα θα τοποθετείτο στα αριστερά της γερουσιαστού Ολύμπια Σνόου, που είναι μια μετριοπαθής ρεπουμπλικανή.

Το δεύτερο πράγμα που συνέβη ήταν η επιβράδυνση της οικονομίας κατά τη δεκαετία του 1970, ως αποτέλεσμα του στασιμοπληθωρισμού και της πετρελαϊκής κρίσης. Ροκάνισε τους μισθούς των Αμερικανών και ό,τι είχε απομείνει από την εμπιστοσύνη τους στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση ύστερα από το Βιετνάμ, το Ουοτεργκέιτ και τον αναβρασμό των χρόνων του ’60. Σήμανε συναγερμό στην επιχειρηματική ηγεσία της χώρας, που μετέτρεψε την ανησυχία της σε δράση. Πείσθηκαν ότι ο ίδιος ο καπιταλισμός δεχόταν επίθεση από τους ομοίους της Ρέιτσελ Κάρσον και του Ραλφ Νέιντερ, και οργανώθηκαν σε λόμπυ και δεξαμενές σκέψης, που έγιναν γρήγορα γνωστοί και ισχυροί παράγοντες στο πολιτικό παιχνίδι των Η.Π.Α: η Στρογγυλή Τράπεζα των Επιχειρηματιών, το Heritage Foundation κλπ. Οι προϋπολογισμοί και η επιρροή τους σύντομα ανταγωνίζονταν αυτούς των παλαιότερων, συναινετικής νοοτροπίας ομάδων, όπως το Brookings Institute. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, τα διευθυντικά στελέχη έπαψαν να θεωρούν ότι έχουν υποχρέωση να δρουν ως ανιδιοτελείς θεράποντες της εθνικής οικονομίας. Απέκτησαν ένα ειδικό ενδιαφέρον: τα συμφέροντα που εκπροσωπούσαν ήταν τα δικά τους. Ο νεοσυντηρητικός συγγραφέας Ίρβιν Κρίστολ επηρέασε αποφασιστικά τα διευθυντικά στελέχη, προκειμένου να εστιάσουν σε αυτούς τους πιο περιορισμένους και επείγοντες στόχους. Τους είπε: «Η επιχειρηματική φιλανθρωπία δεν θα έπρεπε, και δεν μπορεί, να είναι ανιδιοτελής».