Τα κράτη - μαφίες | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα κράτη - μαφίες

Το οργανωμένο έγκλημα αναλαμβάνει καθήκοντα

Μαφιόζικο κράτος ρίζωσε επίσης και στη Βενεζουέλα. Το 2010 ο πρόεδρος της χώρας Ούγκο Τσάβες, τοποθέτησε τον στρατηγό Χένρυ Ρέιντζελ Σίλβα ως ανώτατο διοικητή των ενόπλων δυνάμεων της Βενεζουέλας. Νωρίτερα μέσα στην τρέχουσα χρονιά, ο Ρέιντζελ Σίλβα έγινε υπουργός Άμυνας. Όμως, το 2008 το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών τον συμπεριέλαβε στη λίστα με τους επίσημα χαρακτηρισμένους ως «εγκεφάλους» της εμπορίας ναρκωτικών, με την κατηγορία ότι «ουσιαστικά ενίσχυε τις δραστηριότητες διακίνησης ναρκωτικών». Πρόσφατα, επίσης, το υπουργείο Οικονομικών [των ΗΠΑ] απέδωσε τον ίδιο χαρακτηρισμό σε μια σειρά άλλων αξιωματούχων της Βενεζουέλας, στους οποίους περιλαμβάνονται πέντε υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του στρατού, ένας ανώτερος αξιωματικός των υπηρεσιών πληροφοριών και ένα εξέχον μέλος του Κογκρέσου, που διατηρεί δεσμούς με τον Τσάβες. Το 2010, ένας Βενεζουελανός ονόματι Ουαλίντ Μακλέντ, κατηγορούμενος από αρκετές κυβερνήσεις ως επικεφαλής μιας από τις μεγαλύτερες οργανώσεις διακίνησης ναρκωτικών, συνελήφθη από τις κολομβιανές αρχές. Πριν από την έκδοσή του στη Βενεζουέλα, ο Μακλέντ ισχυρίστηκε ότι κατείχε βιντεοταινίες, μαγνητοφωνημένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, επιταγές και άλλα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι εργαζόταν για λογαριασμό ενός εγκληματικού δικτύου, στο οποίο ενέχονταν 15 Βενεζουελανοί στρατηγοί (συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής των στρατιωτικών υπηρεσιών πληροφοριών και του διευθυντή της υπηρεσίας δίωξης ναρκωτικών), ο αδελφός του υπουργού Εσωτερικών της χώρας και πέντε μέλη του Κογκρέσου.

Εν μέρει λόγω αυτών των ευνοϊκών σχέσεων, το εμπόριο της κοκαΐνης έχει ανθίσει στη Βενεζουέλα τα τελευταία χρόνια και αυτήν τη στιγμή η χώρα προμηθεύει πάνω από τα μισά φορτία με αποδέκτη την Ευρώπη, σύμφωνα με το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα. Το εμπόριο ναρκωτικών, μάλιστα, δεν είναι η μόνη παράνομη δραστηριότητα που ανθεί στη Βενεζουέλα της εποχής του ευλογημένου από το κράτος εγκλήματος: η χώρα έχει γίνει, επίσης, βάση για εμπορία ανθρώπων, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, παραχάραξη, λαθρεμπόριο όπλων και λαθρεμπόριο πετρελαίου.

Στο παρελθόν, οι ασχολούμενοι με την εξωτερική πολιτική επιστήμονες θεωρούσαν γενικά ότι το διεθνές έγκλημα ήταν ένα έλασσον πρόβλημα, το οποίο έπρεπε να διαχειριστούν τα εγχώρια νομικά συστήματα. Πίστευαν ότι η επίπτωση του εγκλήματος ήταν ασήμαντη σε σύγκριση με την απειλή της τρομοκρατίας ή με την ανάπτυξη των όπλων μαζικής καταστροφής. Ευτυχώς, αυτή η κοινότοπη λογική αρχίζει να αλλάζει. Όλο και περισσότεροι ειδικοί και φορείς χάραξης πολιτικής αναγνωρίζουν ότι το έγκλημα έχει γίνει σημαντική πηγή αστάθειας σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδιαίτερα με την ανάδυση των μαφιόζικων κρατών.

Οι εγκληματικές συμμορίες, για παράδειγμα, έχουν αναμιχθεί στην υπόθεση της κερδοσκοπικής διάδοσης των πυρηνικών. Ο Α.Κ. Χαν, ο διαβόητος Πακιστανός μικρέμπορος πυρηνικών, ισχυρίστηκε ότι προωθεί τεχνογνωσία κατασκευής βομβών σε άλλες χώρες προκειμένου να δώσει ώθηση στα συμφέροντα του Πακιστάν. Όμως, το διεθνές δίκτυο που έχει δημιουργήσει για να παζαρεύει και να προμηθεύει τα προϊόντα του, έχει οργανωθεί στα πρότυπα μιας παράνομης κερδοσκοπικής επιχείρησης. Οι ειδικοί στο ζήτημα της διάδοσης των πυρηνικών όπλων έχουν από καιρό κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για την πιθανότητα οι ιδιωτικοί παράγοντες να μην ανταποκρίνονται στις στρατηγικές πυρηνικής αποτροπής, όπως τουλάχιστον το κάνουν τα κράτη. Υπάρχουν, λοιπόν, λόγοι ανησυχίας για το γεγονός ότι όσο οι εγκληματικές οργανώσεις διαπλέκονται όλο και περισσότερο με τις κυβερνήσεις, η αποτροπή θα γίνεται μια υπόθεση ολοένα πιο δύσκολη. Ίσως η Β. Κορέα είναι η πιο ανησυχητική περίπτωση, από αυτήν την άποψη. Παρά το γεγονός ότι πρόσφατα η χώρα ανακοίνωσε πως σε αντάλλαγμα της επισιτιστικής βοήθειας που θα δεχθεί θα αναστείλει τις δοκιμές πυρηνικών όπλων, θα σταματήσει τον εμπλουτισμό ουρανίου και θα επιτρέψει σε διεθνείς επιθεωρητές να επισκεφθούν το βασικό πυρηνικό της συγκρότημα, η Β. Κορέα παραμένει δικτατορία πυρηνικά εξοπλισμένη και μια χώρα όπου οι υπό κρατική διεύθυνση εγκληματικές επιχειρήσεις έχουν οδηγήσει τους Αμερικανούς αξιωματούχους να της δώσουν το παρωνύμιο «κράτος Σοπράνο». Η Σίνα Τσέστνατ Γκρέιτενς, ειδικευμένη στο ζήτημα των δεσμών κράτους-εγκλήματος στη Β. Κορέα, έχει γράψει ότι η χώρα έχει «τα μέσα και το κίνητρο να εξαγάγει πυρηνικό υλικό», προειδοποιώντας ότι «η διάδοση που διεξάγεται από παράνομα δίκτυα δεν μπορεί πάντα να ελέγχεται σωστά από το κράτος-προμηθευτή». Η διαπίστωση αυτή προσθέτει αβεβαιότητα σε μια ήδη επικίνδυνη κατάσταση.

Ακόμη και αν βάλουμε στην άκρη την ανησυχητική προοπτική που δημιουργούν τα πυρηνικά κράτη - μαφίες, διαπιστώνουμε ότι οι κυβερνήσεις που ενέχονται σε παράνομο εμπόριο θα είναι ενδεχομένως πιο πρόθυμες να χρησιμοποιήσουν βία όταν θιγεί η πρόσβασή τους σε επικερδείς αγορές. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τον πόλεμο που ξέσπασε το 2008 ανάμεσα στη Γεωργία και τη Ρωσία με αντικείμενο τις αποσχισθείσες περιοχές της Αμπχαζίας και της Ν. Οσετίας. Σύμφωνα με τον Τόμας ντε Γουάαλ από το Carnegie Endowment, που είναι ειδικός σε θέματα Καυκάσου, πριν ξεσπάσει η σύγκρουση, εγκληματικές οργανώσεις διεξήγαγαν επιχειρήσεις υψηλής κερδοφορίας στη Ν. Οσετία όπου το παράνομο εμπόριο αποτελεί ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της οικονομίας. Αν και είναι δύσκολο να υπάρχουν άμεσες αποδείξεις, το εύρος αυτών των παράνομων δραστηριοτήτων ερμηνεύεται μόνο με την ενεργό συμμετοχή Ρώσων ανώτερων αξιωματικών, οι οποίοι ενεργούσαν ως αφεντικά και συνέταιροι των εγκληματιών. Ασφαλώς, η προαναφερθείσα σύγκρουση πυροδοτήθηκε από πολλούς παράγοντες, στους οποίους περιλαμβάνονται οι εθνοτικές διαμάχες, η γεωργιανή εσωτερική πολιτική και η βούληση της Ρωσίας να επιβεβαιώσει την ηγεμονία της στους γείτονές της. Είναι, όμως, επίσης κατανοητό ότι μεταξύ των ομάδων συμφερόντων που ώθησαν το Κρεμλίνο προς τον πόλεμο, ήταν κι εκείνες που σχετίζονταν με προσοδοφόρες επιχειρήσεις τράφικινγκ στις διεκδικούμενες περιοχές.

ΚΕΡΔΗ ΣΤΑ ΚΡΥΦΑ