Τα κράτη - μαφίες | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα κράτη - μαφίες

Το οργανωμένο έγκλημα αναλαμβάνει καθήκοντα

Στα κράτη - μαφίες, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και οι εγκληματίες συχνά συνεργάζονται μέσω νόμιμων επιχειρηματικών ομίλων, που διατηρούν στενούς δεσμούς με πρόσωπα των ανώτατων ηγετικών κλιμακίων, τις οικογένειες και τους φίλους τους. Σύμφωνα με τον Γκρίντα, η Μόσχα χρησιμοποιεί τακτικά τα συνδικάτα του εγκλήματος. Σχετικό παράδειγμα είναι η περίπτωση κατά την οποία οι ρωσικές στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες καθοδήγησαν μια μαφιόζικη οργάνωση να εφοδιάσει με όπλα τους Κούρδους αντάρτες στην Τουρκία. Εντούτοις, πιο ενδεικτικό παράδειγμα της αλληλοεπικάλυψης ρωσικής κυβέρνησης και εγκληματικών οργανώσεων, είναι η περίπτωση του φορτηγού πλοίου Arctic Sea, το οποίο η ρωσική κυβέρνηση ισχυρίστηκε πως είχε απαχθεί από πειρατές στα ανοιχτά των ακτών της Σουηδίας το 2009. Φαινομενικά, η Μόσχα έστειλε το ρωσικό ναυτικό για να σώσει το πλοίο, αλλά πολλοί εμπειρογνώμονες πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα το Arctic Sea έκανε λαθρεμπόριο όπλων για λογαριασμό των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών και ότι η πειρατεία και η διάσωση ήταν τεχνάσματα με σκοπό να συγκαλύψουν τη λαθραία διακίνηση, ύστερα από ανεπιθύμητη παρεμβολή άλλης, αντίπαλης μυστικής υπηρεσίας. Ο Γκρίντα λέει ότι το λαθρεμπόριο ήταν κοινή επιχείρηση καθοδηγούμενη από εγκληματικές συμμορίες, τις οποίες αινιγματικά αποκάλεσε «ευρασιατικές υπηρεσίες ασφαλείας». Οι Ρώσοι ήρθαν σε δύσκολη θέση, αλλά το τέλος ήταν καλό, αν και ελαφρώς κωμικό. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή υπογράμμισε το πόσο ελάχιστα προβλέψιμο είναι το περιβάλλον ασφάλειας, εντός του οποίου είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τους γεωπολιτικούς υπολογισμούς των κρατών από τα κίνητρα κέρδους των εγκληματικών οργανώσεων.

«Η ΜΑΦΙΑ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΧΩΡΑ»

Η Ρωσία δεν είναι η μόνη χώρα όπου η διαχωριστική γραμμή μεταξύ δημοσίων υπηρεσιών και εγκληματικών οργανώσεων έχει ανεπανόρθωτα θολώσει. Πέρυσι, το Συμβούλιο της Ευρώπης εξέδωσε μια αναφορά στην οποία διατυπωνόταν ο ισχυρισμός ότι ο πρωθυπουργός του Κόσοβο, Χασίμ Θάτσι, και οι πολιτικοί σύμμαχοί του ασκούν «βίαιο έλεγχο στο εμπόριο της ηρωίνης και άλλων ναρκωτικών», καθώς επίσης και ότι κατέχουν σημαντικές θέσεις στη «μαφιόζικη δομή του οργανωμένου εγκλήματος στο Κόσοβο». Ο δεσμός κράτους-εγκλήματος είναι ίσως ακόμη ισχυρότερος στη Βουλγαρία. Ένα αμερικανικό διπλωματικό τηλεγράφημα του 2005, που ήρθε στο φως της δημοσιότητας πέρυσι από το WikiLeaks, αξίζει να αναφερθεί εκτενέστερα λόγω της αρνητικής σκιαγράφησης της Βουλγαρίας όσον αφορά τη διολίσθησή της στο καθεστώς του μαφιόζικου κράτους. Μέρος του τηλεγραφήματος έχει ως εξής:

Το οργανωμένο έγκλημα έχει μια εκφυλιστική επίδραση σε όλους τους θεσμούς της Βουλγαρίας, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της κυβέρνησης, του κοινοβουλίου και του δικαστικού σώματος. Με την επιδίωξη να διατηρήσει την επιρροή του ανεξαρτήτως τού ποιος κυβερνά τη χώρα, πρόσωπα από τον χώρο του οργανωμένου εγκλήματος προσφέρουν χορηγίες σε όλα τα μεγάλα πολιτικά κόμματα. Καθώς τα πρόσωπα αυτά έχουν ανοιχτεί σε νόμιμες επιχειρηματικές δραστηριότητες, έχουν προσπαθήσει -με αρκετή επιτυχία- να εξαγοράσουν την είσοδό τους στους διαδρόμους της εξουσίας. (...) Σε επίπεδο αμέσως πιο κάτω από εκείνο της εθνικής κυβέρνησης και των ηγεσιών των μεγαλυτέρων πολιτικών κομμάτων, το οργανωμένο έγκλημα έχει στην «ιδιοκτησία» του έναν αριθμό δημοτικών διαμερισμάτων, καθώς επίσης και μεμονωμένα μέλη του κοινοβουλίου. Αυτή η άμεση συμμετοχή στην πολιτική -σε αντίθεση με τη μέθοδο της δωροδοκίας- αποτελεί μια σχετικά νέα εξέλιξη για το βουλγαρικό οργανωμένο έγκλημα. Παρομοίως, στη μεγάλη επαρχιακή πόλη Βέλινγκραντ, πρόσωπα που ανήκουν στο οργανωμένο έγκλημα ελέγχουν το δημοτικό συμβούλιο και το γραφείο του δημάρχου. Σχεδόν πανομοιότυπα σενάρια έχουν εκτυλιχθεί σε πέντε-έξι ακόμη μικρότερες πόλεις και χωριά σε όλη τη Βουλγαρία.

Αυτή η κατάσταση οδήγησε τον Ατανάς Ατανάσοφ, βουλευτή και πρώην αρχηγό της αντικατασκοπείας στη χώρα, να πει το εξής χαρακτηριστικό : «Άλλες χώρες έχουν τη μαφία. Στη Βουλγαρία, η μαφία έχει τη χώρα».

Το έγκλημα και το κράτος είναι, επίσης, στενά συνυφασμένα στο Αφγανιστάν, όπου ανώτατοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και επαρχιακοί διοικητές, συμπεριλαμβανομένου του ετεροθαλούς αδελφού του προέδρου Καρζάι, Αχμέντ Αλί Καρζάι, ο οποίος δολοφονήθηκε πέρυσι, έχουν κατηγορηθεί ότι όχι μόνο συμμετέχουν σε δίκτυα διακίνησης ναρκωτικών, αλλά και ότι στην πραγματικότητα τα διευθύνουν. Καθώς το εμπόριο των ναρκωτικών γίνεται όλο και πιο παγκοσμιοποιημένο, οι αφρικανικές χώρες έχουν, επίσης, μπει στο παιχνίδι και έχουν καταστεί πολύ σημαντικά σημεία διέλευσης για τα ναρκωτικά που διακινούνται από την περιφέρεια των Άνδεων και την Ασία προς τις πεινασμένες αγορές της Ευρώπης. Αναπόφευκτα, αρκετοί Αφρικανοί ηγέτες και οι οικογένειές τους, μαζί με πολιτικούς χαμηλότερης βαθμίδας, αξιωματικούς του στρατού και μέλη του δικαστικού σώματος, έχουν μυηθεί στην επιχείρηση διακίνησης ναρκωτικών. Στη Γουινέα, για παράδειγμα, ο Ουσμάν Κοντέ, ο γιος του τεθνεώτος προέδρου Λανσάνα Κοντέ, το 2010 χαρακτηρίστηκε επισήμως από την κυβέρνηση των ΗΠΑ «εγκέφαλος» της εμπορίας ναρκωτικών.

Οι αστυνομικές και οι μυστικές υπηρεσίες, τα δικαστήρια, οι τοπικές και επαρχιακές κυβερνήσεις, οι υπηρεσίες έκδοσης διαβατηρίων και τα τελωνεία έχουν όλοι μεταβληθεί σε περιζήτητους στόχους της εγκληματικής δραστηριότητας. Πέρυσι, ο Ρενέ Σαναμπρία, ένας απόστρατος στρατηγός, άλλοτε επικεφαλής της υπηρεσίας δίωξης ναρκωτικών στη Βολιβία, συνελήφθη από Αμερικανούς ομοσπονδιακούς πράκτορες στον Παναμά και του απαγγέλθηκε η κατηγορία της απόπειρας φόρτωσης σε πλοίο εκατοντάδων κιλών κοκαΐνης με προορισμό το Μαϊάμι. Ο Σαναμπρία κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 14 χρόνων. Κατά παρόμοιο τρόπο, μια σειρά από στρατηγούς που ηγήθηκαν της υπηρεσίας δίωξης ναρκωτικών στο Μεξικό βρίσκονται τώρα στη φυλακή για συμμετοχή στο είδος αυτό του εγκλήματος, για την πρόληψη του οποίου υποτίθεται ότι εργάζονταν.