Η γραφειοκρατία νικά ως και την πυρηνική βόμβα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η γραφειοκρατία νικά ως και την πυρηνική βόμβα

Γιατί τα προγράμματα πυρηνικών όπλων συχνά καταρρέουν από μόνα τους. Και γιατί στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν μπορεί να συμβεί το ίδιο.

Αν και είναι δύσκολο να μετρηθεί με ακρίβεια η ποιότητα των κρατικών θεσμών, η προϊστορία αποκαλύπτει εμφατικά ότι όσο περισσότερο ένα κράτος εναρμονίστηκε με τη νοοτροπία της επαγγελματικής διοίκησης που επικρατεί γενικά στις ανεπτυγμένες χώρες, τόσο μικρότερος ήταν ο χρόνος που απαιτήθηκε μέχρι την απόκτηση της πρώτης του βόμβας και τόσο μικρότερες ήταν οι πιθανότητες αποτυχίας. Αντιστρόφως, όσο περισσότερο επιρρεπές είναι ένα κράτος στη νοοτροπία της αυταρχικής διοίκησης, που τυπικά απαντάται στα αναπτυσσόμενα κράτη, τόσο μεγαλύτερος είναι ο απαιτούμενος χρόνος για να φθάσει στην πρώτη του βόμβα και τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες αποτυχίας.

Ασφαλώς, όλες οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν εφαρμόζουν το ίδιο μοντέλο. Για παράδειγμα, ο πολιτικός επιστήμονας Σάμουελ Χάντινγκτον άφησε εποχή όταν είπε πως η «γραφειοκρατική» δομή του κομμουνισμού δεν ήταν παρά μια παραλλαγή του βασικού αρχετύπου ενός δυτικοευρωπαϊκού κράτους. Ως εκ τούτου, αν και κακή σε πολλά πράγματα, η Σοβιετική Ένωση ήταν καλή στη «μεγάλη επιστήμη». Παρομοίως, το επιτυχημένο πυρηνικό πρόγραμμα της Κίνας έλαβε χώρα σε μια εποχή που το Κ.Κ.Κίνας παρέμενε γαντζωμένο στο σοβιετικό γραφειοκρατικό κομμουνιστικό μοντέλο, παρά τις έντονες προσπάθειες του προέδρου Μάο Τσετούνγκ να το διαλύσει. Το κινεζικό πυρηνικό πρόγραμμα καρκινοβατούσε όταν ο Μάο ποδηγετούσε το κόμμα και άρχισε να αποδίδει όταν το κόμμα μπόρεσε να τον κρατήσει σε απόσταση, ένα καθεστώς που διατηρήθηκε τόσο όσο να επιτευχθεί η κατασκευή της βόμβας.

Η ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΧΙΜΑΙΡΑ ΤΟΥ ΙΡΑΚ

Η περίπτωση της πυρηνικής δραστηριότητας του Ιράκ κατά τη δεκαετία του 1980 ίσως φανεί ότι διαψεύδει την ιδέα πως η παγκόσμια επιβράδυνση στη διάδοση των πυρηνικών όπλων οφείλεται σε πρακτικές κακοδιοίκησης. Άλλωστε, σύμφωνα με την τυπική άποψη που επικρατούσε στην Ουάσιγκτον, το Ιράκ απείχε μόλις λίγους μήνες από την απόκτηση της πρώτης του βόμβας όταν -κατά ευτυχή συγκυρία- ξέσπασε ο Πόλεμος του Κόλπου. Όμως, στην πραγματικότητα, η περίπτωση του Ιράκ αποτελεί σαφές παράδειγμα αυταρχικής κακοδιοίκησης, που κατέληξε σε αποτυχία του πυρηνικού του προγράμματος.

Στα χρόνια που προηγήθηκαν της επίθεσης των Ισραηλινών εναντίον του ημιτελούς ιρακινού αντιδραστήρα Οσιράκ το 1981, ο Σαντάμ είχε τσακίσει το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας του, σε μια από τις περιοδικές κρίσεις του, που περιελάμβαναν καταχρηστικές απολύσεις και φυλακίσεις αξιωματούχων και επιστημόνων. Όμως, αμέσως μετά την επίθεση, ο Σαντάμ απελευθέρωσε από τον κατ’ οίκον περιορισμό τον καλύτερο πυρηνικό επιστήμονα του Ιράκ, τον Τζαφάρ Ντία Τζαφάρ, και τον τοποθέτησε και πάλι επικεφαλής του πυρηνικού προγράμματος. (Ο Τζαφάρ εκρατείτο επειδή είχε εναντιωθεί στη φυλάκιση ενός άλλου επιφανούς πυρηνικού επιστήμονα). Η επάνοδος του Τζαφάρ σήμανε την αφετηρία του αποκλειστικού προγράμματος κατασκευής πυρηνικών όπλων του Ιράκ. Για ένα διάστημα το πρόγραμμα προχωρούσε απρόσκοπτα. Η ισραηλινή επίθεση αφύπνισε την εθνική υπερηφάνεια των Ιρακινών πυρηνικών επιστημόνων και την αποφασιστικότητά τους να πετύχουν.

Όμως, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας έπεσε θύμα του Χουσεΐν Καμέλ αλ-Ματζίντ, του ισχυρού γαμπρού του Σαντάμ, η βασιλεία του οποίου δεν ήταν παρά ένα κακέκτυπο αυταρχικής διοίκησης. Ο Καμέλ επέβαλε μη ρεαλιστικά χρονοδιαγράμματα όσον αφορά την τεχνική πρόοδο, προκαλώντας κατάρρευση μηχανών και ανθρώπων κάτω από καθεστώς αφόρητης πίεσης. Επέβαλε τον πιο βίαιο ανταγωνισμό μεταξύ των επιστημόνων, αναγκάζοντάς τους να επαναλαμβάνουν δουλειά που άλλοι είχαν ήδη ολοκληρώσει. Όταν η πορεία προς τη βόμβα φάνηκε να καθυστερεί, ο Καμέλ απαίτησε δραστικές τεχνικές αλλαγές, που σχεδόν καθιστούσαν άχρηστο όλο το έργο που είχε προηγηθεί. Τέλος, το κυνήγι που είχε εξαπολύσει στη διεθνή μαύρη αγορά για να βρίσκει ευαίσθητα υλικά ήταν τόσο κραυγαλέο ώστε, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, ακόμη και οι πιο νυσταλέοι οργανισμοί εποπτείας για τη μη διάδοση των πυρηνικών, τον είχαν επισημάνει.

Ο Καμέλ τρομοκρατούσε ανελέητα τους επιστήμονες που δούλευαν υπό την εποπτεία του, και τα αποτελέσματα ήταν τα αναμενόμενα. Το 1987, για παράδειγμα, ρώτησε τον Μαχντί Ομπεϊντί, τον αρχηγό της ομάδας εργασίας για την κατασκευή αεριο-φυγοκεντρωτών, πόσος χρόνος θα χρειαζόταν μέχρις ότου κατασκευαστεί και τεθεί σε λειτουργία ο πρώτος φυγοκεντρωτής. Ο Ομπεϊντί υπέθετε ότι το διάστημα ήταν δύο χρόνια, αλλά φοβούμενος μήπως δυσαρεστήσει τον Καμέλ, έκανε λόγο για έναν χρόνο. Η απάντηση του Καμέλ ήταν ότι ο Ομπεϊντί είχε στη διάθεσή του μόνο 45 μέρες. Το αποτέλεσμα της τρελής κούρσας που ακολούθησε ήταν να καταστραφεί στην πρώτη του δοκιμαστική λειτουργία ο λεπτουργημένος και πανάκριβος ρότορας φυγοκέντρισης. Χάρη σ’ αυτήν την ανεξέλεγκτη κακοδιοίκηση, από την εποχή του πολέμου του Κόλπου και μέχρι σήμερα το Ιράκ δεν έχει ακόμη προχωρήσει στην παραγωγή όπλων υψηλού εμπλουτισμού σε ουράνιο, παρά το γεγονός ότι έχει επενδύσει ένα δισ. δολάρια σε δέκα χρόνια δουλειάς και παρότι έχει αποκρύψει το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματός του από τον έξω κόσμο. Το ιρακινό πρόγραμμα υπήρξε μια «θεαματική αποτυχία», σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Κέλι, πρώην επιθεωρητή της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ). Ο ίδιος υπογράμμισε ότι «επρόκειτο ίσως για ένα από τα πιο ακριβά εγχειρήματα στην ιστορία του ανθρώπινου είδους, από πλευράς των δολαρίων που δαπανήθηκαν για το επίπεδο υλοποίησης που επετεύχθη».