Τι έμαθε η Ελλάδα από την κρίση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι έμαθε η Ελλάδα από την κρίση

Και πώς πρέπει να προχωρήσει

Να τονίσουμε εδώ ότι οι αγορές δεν χάρηκαν με το μνημόνιο –γιατί τις παρακάμψαμε-, όπως δεν χαίρονται ούτε με τις προσπάθειες μηδενισμού τού δημοσίου ελλείμματος. Το αντίθετο μάλιστα, επεδίωκαν την αποτυχία τού μνημονίου και την προσφυγή μας -κακήν κακώς- πάλι στις αγορές. Ας το καταλάβουμε επιτέλους ότι όσοι μας δάνεισαν με χαμηλά επιτόκια στο παρελθόν, θέλουν να μας ξαναδανείσουν με υψηλότερα επιτόκια στο μέλλον. Αυτός είναι ο λόγος που χρησιμοποιούν τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης (ιδιωτικοί οίκοι με καθόλου καθαρές επιδιώξεις) σε βάρος μας, συντηρώντας μια εικόνα απαξίωσης της ελληνικής οικονομίας. Ήθελαν να αποτύχουμε για να ξαναπέσουμε στην ανάγκη τους.
Οι στόχοι τού μνημονίου τού 2010 αποδείχτηκαν γρήγορα ανέφικτοι: τα δάνεια ήταν υπέρογκα, ο χρόνος επιστροφής τους εξαιρετικά βραχύς, τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων είχαν υπερεκτιμηθεί, ενώ οι επιπτώσεις των μέτρων στην ύφεση είχαν σαφώς υποεκτιμηθεί. Αυτές οι αστοχίες οδήγησαν στην κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου και στον σχηματισμό κυβέρνησης σωτηρίας υπό τον Λουκά Παπαδήμο με βασικό στόχο την αναδιαπραγμάτευση του μνημονίου. Πράγματι το 2ο μνημόνιο της 21/2/2012 προέβλεπε ένα πρόγραμμα ανταλλαγής ελληνικών κρατικών ομολόγων ύψους 207 δισ. με παροχή στους δανειστές ομολόγων διαβάθμισης ΑΑΑ ύψους 30 δισ. και έκδοση νέων ελληνικών ομολόγων αξίας 65 δισ. Η απομείωση της ονομαστικής αξίας τού χρέους κατά 53,5% (από 207 σε 95) συνοδεύτηκε επιπλέον από την επιμήκυνση εξόφλησής του κατά 30 χρόνια, τη μείωση του μέσου επιτοκίου στο 3,65% (αρχή 2%, τέλος 4%). Το όφελος από τόκους υπολογίστηκε σε 7,5 δισ. ετησίως, ενώ το πραγματικό όφελος περίπου 50 δισ. (λόγω αναγκών ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών) σήμανε τη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση δημοσίου χρέους των τελευταίων 60 χρόνων παγκοσμίως! Η επιτυχία Παπαδήμου επέτρεψε στην χώρα να οδηγηθεί ομαλά σε εκλογές αναζητώντας μια κυβέρνηση με νωπή δημοκρατική νομιμοποίηση.

Η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά πέτυχε μια νέα συμφωνία για το χρέος στις 26/11/2012 μειώνοντας το επιτόκιο δανεισμού τού 1ου μνημονίου κατά 1 μονάδα, μειώνοντας το κόστος των εγγυήσεων και επιμηκύνοντας την ωρίμανση διμερών δανείων κατά 15 έτη, με αναβολή πληρωμής των τόκων κατά 10 έτη. Τέλος, οι επικεφαλής τής ΕΕ-17 δεσμεύτηκαν επίσημα για κατάθεση των κερδών από την επαναγορά των ελληνικών ομολόγων, υπέρ του λογαριασμού εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΔΙΕΞΟΔΟΥ

Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν συνεπεία των δύο μνημονίων χρηματοδότησης του ελληνικού χρέους, είχαν μικτά αποτελέσματα. Από την μια πλευρά επέδρασαν θετικά στην μείωση του δημοσίου ελλείμματος κατά 90% από 36,3 δισ. σε 3,8 δισ. (ΙΟΒΕ). Οι δαπάνες μειώθηκαν κατά 30% (από 125 δισ. σε 88 δισ.). Παράλληλα βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα μέσα από τη μείωση του κόστους εργασίας (από 113 σε 97) και τη μείωση των τιμών (2013: -1,5%). Αυτό συνετέλεσε στη μείωση του ελλείμματος του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (από -35 δισ. ή 15% ΑΕΠ σε -3 δισ. ή 3%), λόγω ανόδου των εξαγωγών από 20 δισ. το 2008 σε 23 δισ. το 2012, και μείωσης των εισαγωγών από 64 δισ. σε 42 δισ. (ΚΕΠΕ 22). Θετική είναι και η εξυγίανση του τραπεζικού τομέα, με λιγότερες και ισχυρότερες τράπεζες. Όλα αυτά αντανακλώνται στην σοβαρή υποχώρηση του κόστους δανεισμού: το επιτόκιο δανεισμού των δεκαετών ελληνικών ομολόγων έπεσε στο 6,1% από 14% (Ναυτεμπορική 9/5/2014) και στην πρόσφατη επιτυχή έξοδο στις δανειακές αγορές. Ωστόσο, και λόγω των μεγάλων λαθών στο σχεδιασμό τους, οι πολιτικές των μνημονίων είχαν σοβαρότατα αρνητικά αποτελέσματα με κορυφαίο την τραγική άνοδο της ανεργίας, από 325.000 ανέργους (6,6%) το 2008 σε 1,4 εκ. ανέργους (27,5%) το 2013 (Matsaganis 2013) εκ των οποίων το 65% μακροχρόνια άνεργοι (ΙΟΒΕ). Η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας έφερε την μεγαλύτερη πτώση τού ελληνικού ΑΕΠ σε περίοδο ειρήνης κατά 23% (από 233 δισ. το 2008 σε 183 δισ. το 2013). Ταυτόχρονα κατέρρευσαν οι τιμές ακινήτων κατά 42% σε πέντε χρόνια (Ημερησία 22/1/2014), μειώθηκαν οι καταθέσεις από 240 δισ. σε 161 δισ. (πτώση 33%), και αυξήθηκαν οι εισοδηματικές ανισότητες: ο δείκτης Gini από 0,347 αυξήθηκε σε 0,368 μεταξύ 2010 και 2012, ενώ μέσα σε 2 χρόνια το ανώτερο 20% αύξησε τη διαφορά του από το φτωχότερο 20% από 6 σε 7,5 φορές (Μatsaganis 2013).

Παρά την τεράστια προσπάθεια και παρά το «κούρεμα» του 2011, το Δημόσιο Χρέος παραμένει πολύ υψηλό 172% (317 δισ.). Πότε θα αποφασιστεί η αναδιάρθρωσή του είναι θέμα χρόνου. Εξαρτάται από την βούληση των ευρωπαϊκών ελίτ να αντιληφθούν ότι το πρόβλημα του χρέους είναι πανευρωπαϊκό και ότι απαιτούνται αλλαγές σε ευρωπαϊκό επίπεδο:

1.Αναθεώρηση των κριτηρίων τού Μάαστριχτ: νομισματική σταθερότητα, χωρίς πραγματική σύγκλιση δεν γίνεται. Απαιτείται τραπεζική και φορολογική σύγκλιση.

2.Έκδοση ευρω-ομολόγου: η ομαδική έξοδος στις αγορές κρατών με διαφορετική πιστοληπτική ικανότητα με μια νέα σταθμισμένη, επιτρέπει στις πλεονασματικές χώρες να «δανείζουν» πιστοληπτική ικανότητα στις ελλειμματικές, «αμοιβαιοποιώντας» το ευρωπαϊκό χρέος.

3.Ευρωπαϊκή διαχείριση μέρους τού χρέους με έκδοση ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ με μεγαλύτερη φερεγγυότητα και υψηλή αξιολόγηση (ΑΑΑ).