Οι ευρω-αμερικανικές σχέσεις και ο πρόεδρος Κλίντον | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι ευρω-αμερικανικές σχέσεις και ο πρόεδρος Κλίντον

Η αδυναμία της Ευρώπης και ο Αμερικανός σύμμαχος

Πολύ σημαντικό επίτευγμα του Προέδρου Clinton θεωρείται η διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Η ένταξη στην Δυτική Συμμαχία πρώην μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας τερμάτισε οριστικά κάθε σοβαρή συζήτηση για την ανάγκη ύπαρξής της μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, εδραίωσε την επιρροή των ΗΠΑ σε Δυτική και Ανατολική Ευρώπη ενώ παράλληλα δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για την πλήρη ένταξη χωρών του πρώην Ανατολικού μπλοκ στην διευρυμένη ευρωπαϊκή οικογένεια. Από το Δεκέμβριο του 1991, το ΝΑΤΟ επιχείρησε να δημιουργήσει μια ειδική σχέση με τις χώρες - πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας (που διαλύθηκε τον Ιούλιο του 1991) ιδρύοντας το Συμβούλιο Συνεργασίας Βορείου Ατλαντικού (NACC) στο πλαίσιο του οποίου θα συζητούσαν θέματα ασφάλειας με τα μέλη της Συμμαχίας [7]. Προς το τέλος της θητείας Bush το επίμονο αίτημα ανατολικοευρωπαϊκών κυβερνήσεων για ένταξη στην Συμμαχία άρχισε να κερδίζει έδαφος στην Ουάσινγκτον. Διαφωνίες μεταξύ στελεχών της κυβέρνησης Clinton, πολέμιων και υπέρμαχων της διεύρυνσης, έκαναν τον νέο πρόεδρο επιφυλακτικό. Στην Διάσκεψη του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες τον Ιανουάριο του 1994, ο Clinton προώθησε την ιδέα του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη (PfP) που δημιουργούσε την δυνατότητα συνεργασίας των χωρών μελών του ΝΑΤΟ με πρώην χώρες του Ανατολικού μπλοκ, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας και πρώην Σοβιετικών δημοκρατιών, σε θέματα όπως από κοινού συμμετοχή σε ειρηνευτικές αποστολές, χωρίς όμως τις εγγυήσεις ασφάλειας που η Συμμαχία παρείχε στα μέλη της. Σχεδόν ταυτόχρονα, όμως, ο Clinton ανακοίνωσε ότι όσον αφορά την διεύρυνση, το θέμα δεν ήταν το «αν» αλλά το «πότε».

Εν τω μεταξύ η αντιπαράθεση συνεχίζονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι πολέμιοι της διεύρυνσης με επιφανέστερο τον George Kennan, εμπνευστή της νικηφόρου ψυχροπολεμικής στρατηγικής της ανάσχεσης, επεσήμαναν τις αρνητικές επιπτώσεις στις σχέσεις με την Ρωσία, που θα περιθωριοποιείτο και θα αμφισβητείτο η αξιοπιστία της. Η προσπάθεια ένταξής της στην ευρύτερη κοινότητα των συνεργαζομένων καπιταλιστικών δημοκρατιών θα υφίστατο καίριο πλήγμα. Πιο ισχυρά όμως αποδείχτηκαν τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς: Επέκταση και εδραίωση της Αμερικανικής επιρροής, άρση της αβεβαιότητας στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που θα διευκόλυνε την εδραίωση της δημοκρατίας, της ανεξαρτησίας και την πορεία προς την πλήρη ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια με συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προστασία από τυχόν αναβίωση του ρωσικού εθνικισμού και ηγεμονισμού, που με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα στην Ρωσία, φαινόταν αρκετά πιθανή˙ αποφυγή εντάσεων στην περιοχή, με την κατευναστική παρέμβαση της Συμμαχίας σε εθνοτικές και άλλες διαφορές μεταξύ των Ανατολικοευρωπαίων που ήταν πιθανόν να έρθουν στην επιφάνεια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και της σχετικής ακινησίας που είχε επιβάλει η Σοβιετική Ένωση˙ πολιτικά οφέλη με την ικανοποίηση του σχετικού αιτήματος 19 εκατομμυρίων Αμερικανών με καταγωγή από την Ανατολική Ευρώπη˙ η πιθανότητα αναβίωσης του γερμανικού εθνικισμού, αλλά και το δίκαιο αίτημα των Ανατολικών να εξισωθούν με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους με θεσμικό τρόπο.

Οι Ευρωπαίοι Σύμμαχοι ήταν αρχικά διστακτικοί. Ανησυχούσαν για την αντίδραση της Ρωσίας σε μια τέτοια κίνηση. Οι Βρετανοί ανησυχούσαν μήπως η λειτουργία της Συμμαχίας δυσκολέψει με την προσθήκη νέων μελών. Οι Γάλλοι ήθελαν να δοθεί έμφαση σε μια ευρωπαϊκή και όχι ευρωατλαντική άμυνα, για να περιορίσουν την Αμερικανική επιρροή στην Ευρώπη και να αυξήσουν την δική τους. Η Γερμανία έβλεπε θετικά την διεύρυνση, αφού με την γεωγραφική παρεμβολή των νέων χωρών μελών δεν θα ήταν πλέον στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης με την Ρωσία. Σταδιακά η κυβέρνηση Clinton κέρδισε την υποστήριξη Γάλλων και Βρετανών ενώ πολλές μικρότερες χώρες του ΝΑΤΟ επίσης υποστήριζαν την διεύρυνση.

Από τις 13 χώρες που υπέβαλαν αίτημα για έγκριση, μετά από σχετική πρόσκληση της συμμαχίας, τα μέλη του ΝΑΤΟ φάνηκαν να συμφωνούν καταρχήν σε τρεις, την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχία, με κριτήριο την πολιτικο-οικονομική τους εξέλιξη και την ικανότητα συνεισφοράς τους στην αποστολή της Συμμαχίας [8]. Είχε γίνει επίσης γενικά αποδεκτό ότι η αρχική διεύρυνση έπρεπε να είναι περιορισμένη. Γάλλοι και Ιταλοί επέμεναν στην ταυτόχρονη ένταξη Ρουμανίας και Σλοβενίας. Τον τελευταίο λόγο όμως είχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, που ανακοίνωσαν μονομερώς τα ονόματα των τριών υπό ένταξη χωρών, λίγο πριν την Διάσκεψη της Μαδρίτης με θέμα της διεύρυνση, τον Ιούλιο του 1997. Η δυσαρέσκεια των Γάλλων και άλλων συμμάχων ήταν προφανής.

Τον Απρίλιο του 1999 στην Ουάσινγκτον, στην Διάσκεψη Κορυφής του ΝΑΤΟ που γιόρταζε τα πεντηκοστά του γενέθλια, οι τρεις υποψήφιες χώρες έγιναν επισήμως δεκτές στον Οργανισμό. Παράλληλα, ανακοινώθηκε ότι επρόκειτο να αρχίσουν συνομιλίες με πολλές άλλες υποψήφιες χώρες. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ επιβεβαίωσε τον ηγετικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών σε θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας και εδραίωσε ευρύτερα την επιρροή τους στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Όμως παράλληλα ήταν επωφελής και για τους Ευρωπαίους, καθότι διευκόλυνε την διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενίσχυσε την συνοχή της μεταψυχροπολεμικής Ευρώπης. Οι έντονες αντιρρήσεις της Ρωσίας αγνοήθηκαν – ο Clinton υποσχέθηκε τη μη εγκατάσταση πυρηνικών όπλων στα νέα κράτη-μέλη, ενώ δημιουργήθηκε μια ειδική σχέση συνεργασίας της Ρωσίας με το ΝΑΤΟ. Ο Αμερικανός πρόεδρος απλά εκμεταλλεύτηκε την τεράστια υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών που η εξουθενωμένη πολιτικά, οικονομικά και διπλωματικά πρώην υπερδύναμη δεν μπορούσε να αντισταθμίσει.

Η ΑΜΥΝΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ