Οι ευρω-αμερικανικές σχέσεις και ο πρόεδρος Κλίντον | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι ευρω-αμερικανικές σχέσεις και ο πρόεδρος Κλίντον

Η αδυναμία της Ευρώπης και ο Αμερικανός σύμμαχος

Στην διάρκεια της προεδρίας Clinton, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποδέχθηκαν και υποστήριξαν την δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας, που είχε τεθεί ως στόχος από την Συνθήκη του Μάαστριχτ τον Δεκέμβριο του 1991 (για τον μετασχηματισμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε Ευρωπαϊκή Ένωση). Έχοντας εξασφαλίσει την διαβεβαίωση των Ευρωπαίων ότι θα δίνονταν προτεραιότητα στους στόχους και την αποστολή του ΝΑΤΟ, η κυβέρνηση Clinton συμφώνησε στην δημιουργία μιας «Ευρωπαϊκής Ταυτότητας Ασφάλειας και Άμυνας» μέσα στο πλαίσιο της Συμμαχίας, της οποίας μάλιστα θα ενίσχυε τον «ευρωπαϊκό πυλώνα». Την «χωριστή» αλλά όχι «διαχωρίσιμη» από το ΝΑΤΟ αυτή δραστηριότητα – που θα επέτρεπε την ανάληψη επιχειρήσεων χωρίς την συμμετοχή αλλά ουσιαστικά με την έγκριση των Ηνωμένων Πολιτειών – ανέλαβε να συντονίσει η Δυτικο-Ευρωπαϊκή Ένωση της οποίας τα κράτη-μέλη ήταν και μέλη του ΝΑΤΟ [9]. Ο Clinton φάνηκε πιο διαλλακτικός από τον προκάτοχό του γιατί ήταν πλέον βέβαιο πως η σοβιετική απειλή είχε εκλείψει αλλά και γιατί η ανάληψη αποστολών από τους Ευρωπαίους διευκόλυνε τον περιορισμό των αμερικανικών στρατιωτικών δαπανών καθώς και της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ευρώπη, που αποτελούσαν πολιτική προτεραιότητα για τον Clinton. Τον είχαν επίσης καθησυχάσει οι δεσμεύσεις των εταίρων για την προτεραιότητα του ΝΑΤΟ καθώς και το ότι η νέα πρωτοβουλία θα μπορούσε να ελεγχθεί στα πλαίσια του οργανισμού. Ο Clinton όμως ήταν ακόμη αντίθετος σε μια ξεχωριστή αμυντική ταυτότητα για την Ευρωπαϊκή Ένωση [10].

04112016-4.jpg

Ο Μπιλ και η Χίλαρι Κλίντον με τον πρωθυπουργό της Βρετανίας, Τόνι Μπλαίρ.
-----------------------------------------------

Η πορεία προς μια ξεχωριστή Ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική επιταχύνθηκε με την «Διακήρυξη του St. Malo» τον Δεκέμβριο του 1998. Στο κείμενο που υπέγραψαν οι Tony Blair και Jacques Chirac, πρωθυπουργός της Βρετανίας και πρόεδρος της Γαλλίας αντίστοιχα, με την υποστήριξη του Γερμανού καγκελάριου Gerhard Schroeder, οι δύο ηγέτες δήλωναν ότι «η Ευρώπη πρέπει να έχει την δυνατότητα αυτόνομης δράσης, με την υποστήριξη αξιόπιστων στρατιωτικών δυνάμεων … ώστε να ανταποκρίνεται σε διεθνείς κρίσεις». Διευκρινίζονταν βέβαια παράλληλα ότι η νέα δραστηριότητα δεν θα επηρέαζε τις υποχρεώσεις των μελών της Ένωσης έναντι του ΝΑΤΟ. Η πρωτοβουλία προέρχονταν από τον Tony Blair, φίλο των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και πρωθυπουργό μιας χώρας κατά παράδοση αντίθετης στις γαλλικές προτάσεις για τον περιορισμό του ρόλου των Αμερικανών στην άμυνα της Ευρώπης. Ο Blair επεδίωκε να υπογραμμίσει την φιλοευρωπαϊκή στάση της Βρετανίας, αντισταθμίζοντας με μια φιλοευρωπαϊκή πράξη την άρνηση της χώρας του να συμμετάσχει στο σχεδιαζόμενο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Ο Blair επίσης επιδίωκε να παρεισφρήσει στην κυρίαρχη (στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης) γαλλο-γερμανική συνεργασία –που έδειχνε σημάδια κόπωσης– συσφίγγοντας τις σχέσεις του με τους Γάλλους. Ίσως επίσης να φοβόταν περαιτέρω περιορισμό της στρατιωτικής παρουσίας των Αμερικανών στην Ευρώπη και ως εκ τούτου ένα κενό στην Ευρωπαϊκή ασφάλεια που έπρεπε να καλυφθεί. Εν πάση περιπτώσει οι σαφείς διαβεβαιώσεις για την πρωτοκαθεδρία του ΝΑΤΟ έδειχναν πως δεν επρόκειτο για ουσιαστική αλλαγή πολιτικής από την Βρετανία.

Η αντίδραση των Αμερικανών εκδηλώθηκε λίγες μέρες αργότερα στην διάσκεψη των υπουργών του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, δια στόματος της Αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών Madeleine Albright. Καταρχήν αντιμετώπιζαν θετικά την πρωτοβουλία. Προειδοποίησαν όμως τους Ευρωπαίους ότι οι νέες ρυθμίσεις δεν θα έπρεπε να αποκόψουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από την ευρωπαϊκή άμυνα και την Ευρώπη, δεν θα έπρεπε να αντιγράψουν ό,τι ήδη έκανε το ΝΑΤΟ με επιτυχία και δεν θα έπρεπε να δημιουργήσουν διακρίσεις εις βάρος κρατών-μελών που δεν ήταν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπως η Τουρκία και τα υπό ένταξη στην συμμαχία κράτη της Ανατολικής Ευρώπης).

Στις διασκέψεις κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κολωνία και στο Ελσίνκι, τον Ιούνιο και τον Δεκέμβριο του 1999, η Ευρωπαϊκή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας έγινε ένας από τους στόχους του οργανισμού. Σταδιακά, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αναλάμβανε τις δραστηριότητες τις Δυτικο-Ευρωπαϊκής Ένωσης της οποίας και θα τερματίζονταν η αποστολή (έπαψε να υφίσταται τον Ιούνιο του 2011). Στο Ελσίνκι αποφασίσθηκε η δημιουργία πολιτικο-στρατιωτικών οργάνων για την διαχείριση της νέας πολιτικής, καθώς και μιας Ευρωπαϊκής Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης 50.000-60.000 ανδρών που θα αναλάμβανε αποστολές του είδους Petersberg (βλ. ανωτέρω υποσημείωση 9) [11]. Στην αναγγελία της ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Αμυντικής Πολιτικής, σαφώς λήφθηκαν υπόψη όλες οι επιφυλάξεις των Αμερικανών. Στο κείμενο του Ελσίνκι ορίζεται μεταξύ άλλων ότι μόνο αν δεν υπάρχει ανάμειξη του ΝΑΤΟ θα ενεργοποιηθεί στρατιωτικά η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ ρητά αποκλείεται η δημιουργία σε μόνιμη βάση ευρωπαϊκού στρατού.