Κυπριακό: Μια άβολη πραγματικότητα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κυπριακό: Μια άβολη πραγματικότητα

Ποια λύση μπορεί να είναι βιώσιμη

Συνεπώς, είναι καλύτερα να επιδιωχθεί μια λύση που θα έχει διακριτές εδαφικές και κρατικές οντότητες στην Κύπρο για τις δύο κοινότητες, παρά μια τεχνητή με αυστηρά χαρακτηριστικά ομοσπονδία. Η θέση αυτή μπορεί να παραξενεύει αρχικά ή και να ξενίζει. Είναι όμως προϊόν ρεαλισμού και όχι ιδεολογικών αγκυλώσεων ή ουτοπικών επιδιώξεων.

Δεν είναι ανάγκη στις πλάτες του ελληνισμού να δοκιμαστεί ξανά η αποτελεσματικότητα από ιδεολογήματα που μπορεί ενδεχομένως και κάποια από αυτά να είναι εξαιρετικά ως νοητικές συλλήψεις του ανθρώπινου πνεύματος, έχουν όμως πάντοτε το μειονέκτημα ότι χάνουν στην πράξη, ίσως γιατί και να προσκρούουν στους περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης.

Ας δοθεί αλλού η ευκαιρία να δοκιμαστεί εκ νέου στην πραγματική ζωή και το «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» και το «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι» και οτιδήποτε άλλο προβάλλεται είτε ως ουτοπία είτε ως ανώτερη πραγματικότητα.

ΕΝΑ ΡΕΑΛΣΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΠΙΔΙΩΞΕΩΝ

Είναι γεγονός ότι για δεκαετίες η ελληνική πλευρά επιδίωκε λύση ομοσπονδίας και η τουρκοκυπριακή πλευρά λύση που θα προσομοίαζε περισσότερο με συνομοσπονδία. Όμως, η διεθνής πολιτική δεν έχει ούτε στερεότυπα ούτε συναισθηματικές προσεγγίσεις. Όπως π.χ. 5+3=8 αλλά και 7+1=8, δηλαδή υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για να φτάσει κάποιος ορθολογικά στο ίδιο λογικό τελικό συμπέρασμα και κανένας από τους διαθέσιμους τρόπους εφόσον είναι λογικός δεν αποκλείει τον άλλο, έτσι και στην διεθνή πολιτική η εμμονή σε μια μόνο σκέψη όσο λογική και αν φαίνεται, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ορθολογικά η μόνη αποδεκτή.

Η λύση της συνομοσπονδίας κρύβει πλεονεκτήματα και για την ελληνική πλευρά. Μακροπρόθεσμα είναι σίγουρα πιο επωφελής εθνικά. Διασφαλίζει στο μέλλον ένα τμήμα της Κύπρου ως πλήρως και αναμφισβήτητα ελληνικό. Καλό θα ήταν να το διασφάλιζε όλο. Όμως, για λόγους ισορροπίας δυνάμεων που έχουν αναλυθεί ανωτέρω, αυτό είναι ανέφικτο και δεν προβλέπεται με λογικούς όρους μελλοντική αντίστροφη των γεωπολιτικών δεδομένων και των δεικτών ισχύος Ελλάδας - Τουρκίας. Επομένως, αυτό είναι η αμέσως καλύτερη επιλογή για τον ελληνισμό. Εξάλλου, δεν είναι εύκολο οι πράξεις να αντιστρέφονται με λόγια.

Πάρα το αρνητικό ισοζύγιο της ισορροπίας δυνάμεων, υπάρχουν δύο στοιχεία τα οποία ο ελληνισμός της Κύπρου μπορεί να χρησιμοποιήσει ως συγκριτικά πλεονεκτήματα στην διαπραγμάτευση με τους Τουρκοκύπριους προκειμένου να επιτύχει έναν αποδεκτό συμβιβασμό. Τα δυο πλεονεκτήματα αυτά είναι η διαπραγμάτευση πάνω στην αρχή «γη έναντι αναγνώρισης» και η διαπραγμάτευση γύρω από τα έσοδα από την εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων φυσικών πόρων της Κύπρου. Τα δυο αυτά ζητήματα είναι από μόνα τους πολύ σημαντικά και με ιδιαίτερο ειδικό βάρος.

Είναι ζητήματα για τα οποία η τουρκοκυπριακή κοινότητα έχει επιδείξει ήδη έμπρακτα ενδιαφέρον αλλά και στην υποθετική αντίθεση περίπτωση, δύσκολα μπορεί πραγματικά να τα αγνοήσει. Στα δυο αυτά ζητήματα τουλάχιστον επί του παρόντος η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκει στην ελληνοκυπριακή πλευρά.

Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, η αναγνώριση της πολιτικής ισότητας των δυο κοινοτήτων αποτελεί θεμελιώδες και πάγιο τουρκοκυπριακό αίτημα, τουλάχιστον από το 1974. Ο πολιτικός αποχαρακτηρισμός τους από κάθε έννοια μειονότητας και η αναγνώριση των Τουρκοκυπρίων ως ισότιμο συστατικό τμήμα του Κυπριακού λαού, είναι τουρκική επιδίωξη που ανάγεται από τις αρχές του Κυπριακού ζητήματος και αποκρυσταλλώθηκε σε κυρίαρχη τουρκοκυπριακή θέση, από το 1963-1964. Τα διεθνή και πολιτικά πλεονεκτήματα που προσφέρει στην τουρκοκυπριακή πλευρά η αναγνώριση της πολιτικής ισότητας είναι προφανή και δεν χρειάζεται περαιτέρω επιχειρηματολόγηση στο πλαίσιο αυτού του κειμένου.

Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, αυτό δηλαδή των υποθαλάσσιων φυσικών πόρων της Κύπρου που τώρα τελούν υπό τον έλεγχο των Ελληνοκυπρίων, η γεωπολιτική αξία στον 21ο αιώνα του ελέγχου πηγών ενέργειας, της συνεκμετάλλευσης υποθαλάσσιων πηγών υδρογονανθράκων και της πρόσβασης στα έσοδα που αποφέρουν, είναι επίσης αυταπόδεικτη.

Η ελληνοκυπριακή πλευρά θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτά τα δύο στοιχεία για την επίτευξη του κύριου στόχου της. Αυτός θα πρέπει να είναι η όσο το δυνατόν περισσότερη αντιστροφή των γεγονότων του 1974 και η μεγαλύτερη δυνατή επιστροφή κατεχόμενων εδαφών στην ελληνοκυπριακή πλευρά ως αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης. Ένας ρεαλιστικός στόχος είναι η επίτευξη συμφωνίας που θα παραχωρεί ένα ποσοστό 71,5%-72% σε αποκλειστική ελληνοκυπριακή κατοχή και διοίκηση. Ποσοστό επί της εδαφικής επικράτειας της Κυπρίων γύρω στο 71,50% επί του συνολικού εδάφους της Κύπρου προέβλεπε και το σχέδιο του Κόφι Ανάν το 2004. Οι εδαφικές προβλέψεις, ιδιαίτερα όπως αποτυπώνονταν στον Χάρτη Β´ του σχεδίου Ανάν, με την επιστροφή της περιοχής της Αμμοχώστου - Βαρόσι και της περιοχής της Γιαλούσας και του Ριζοκάρπασου συν όλο το βόρειο τμήμα της χερσονήσου της Καρπασίας στην ελληνοκυπριακή διοίκηση, παρέχουν τα εχέγγυα για μια αξιοπρεπή εθνικά αποδεκτή λύση στο Κυπριακό ζήτημα και για έναν έντιμο συμβιβασμό με την άλλη πλευρά που δεν θα υποτιμά τους Ελληνοκυπρίους. Σε μια ρεαλιστική ανάλυση κόστους - οφέλους, είναι καλύτερα να επικεντρωθεί ο ελληνισμός στην διασφάλιση ορισμένων περιοχών της Κύπρου με ιδιαίτερα συμβολική, εθνική ή ιστορική σημασία, παραχωρώντας τμήμα της Κύπρου για να ζήσει και η άλλη πλευρά υπό αντίστοιχες συνθήκες και με όρους αμοιβαιότητας.

Σε διαφορετική περίπτωση αν αναζητηθούν ανεφάρμοστες πρακτικά λύσεις του τύπου τα «σύνορά μας είναι στην Κερύνεια», ή ουτοπικές του τύπου «Κύπρος κοινή πατρίδα όλων των Κυπρίων», ενυπάρχει ο σοβαρός κίνδυνος της διαιώνισης του σημερινού status quo που είναι διαμορφωμένο από τον νικητή του 1974 και σύμφωνα με τους δικούς του όρους ως αποτέλεσμα της δικής του στρατιωτικής νίκης.