Θα υποδεχτεί ξανά η Αμερική τους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Θα υποδεχτεί ξανά η Αμερική τους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο;

Η δρακόντεια κληρονομιά του Trump για τη μετανάστευση θα είναι δύσκολο να εξαλειφθεί

Ωστόσο, πολλοί υποστηρικτές των προσφύγων πιέζουν τον Μπάιντεν να αναθεωρήσει το ανώτατο όριο του τρέχοντος έτους, το οποίο καθορίστηκε από τον Τραμπ. Αυτό μπορεί να είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Ο νόμος του 1980 για τους πρόσφυγες εξουσιοδοτεί τον πρόεδρο να αναθεωρεί το ανώτατο όριο εισδοχής προσφύγων, αλλά μόνο ως απάντηση σε μια «απρόβλεπτη προσφυγική κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Δεδομένου ότι πολλές από τις κρίσεις που έχουν δημιουργήσει τους περισσότερους πρόσφυγες εξελίσσονται επί μακρόν, κάθε προσπάθεια αύξησης του ανώτατου ορίου χωρίς έναν ισχυρό λόγο θα μπορούσε να προκαλέσει νομικές προκλήσεις.

Ο Μπάιντεν πρέπει επίσης να εμφυσήσει νέα ζωή στις ομοσπονδιακές υπηρεσίες και στις συνεργαζόμενες οργανώσεις που επεξεργάζονται, εισάγουν, και δέχονται πρόσφυγες που επανεγκαθίστανται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2016, ορισμένοι κρατικοί αξιωματούχοι και εργαζόμενοι του μη κερδοσκοπικού τομέα που εμπλέκονται στην διευθέτηση των προσφύγων εξέφρασαν ιδιωτικές ανησυχίες σχετικά με το εάν το σύστημα επανεγκατάστασης θα μπορούσε να αντέξει την προτεινόμενη αύξηση του ανώτατου ορίου του Ομπάμα από 85.000 σε 110.000 για το οικονομικό έτος 2017. Τώρα, το σύστημα βρίσκεται σε πολύ μεγαλύτερη πίεση -και αναμένεται να αυξήσει την επανεγκατάσταση σε 125.000 για το οικονομικό έτος 2022.

Οι οργανισμοί επανεγκατάστασης έχουν δηλώσει ότι είναι έτοιμοι να αναβιώσουν γρήγορα τις δραστηριότητές τους με την επαναπρόσληψη προσωπικού και το άνοιγμα των γραφείων. Η διοίκηση του Μπάιντεν μπορεί επίσης να προσλάβει νέα στελέχη για το Προσφυγικό Σώμα Υπηκοότητας και Μετανάστευσης των ΗΠΑ (USCIS), αν και κάτι τέτοιο θα απαιτήσει πρόσθετη χρηματοδότηση. Πιο δύσκολη θα είναι η υποστήριξη των τοπικών κοινοτήτων που θα δεχθούν μεγάλο αριθμό προσφύγων βάσει του σχεδίου της διοίκησης, βοηθώντας τους νεοεισερχόμενους να βρουν εργασία, να μάθουν αγγλικά και να αποκτήσουν πρόσβαση σε ιατρικές και ψυχοκοινωνικές υπηρεσίες. Οι τρέχουσες πολιτικές περί εγκατάστασης τείνουν να συγκεντρώνουν τους πρόσφυγες σε σχετικά μικρό αριθμό τοποθεσιών, αυξάνοντας τον τοπικό αντίκτυπο της επανεγκατάστασης. Πολλές από αυτές τις κοινότητες -και οι ήδη πιεσμένοι πάροχοι κοινωνικών υπηρεσιών τους- παλεύουν κάτω από το βάρος της πανδημίας και της επακόλουθης ύφεσης. Μπορεί να δυσκολευτούν διπλά να εξυπηρετήσουν ευάλωτους νεοεισερχόμενους.

Ένα τελευταίο σύνολο εμποδίων για την αποκατάσταση της επανεγκατάστασης προσφύγων είναι οι νέες απαιτήσεις ελέγχου για πρόσφυγες ορισμένων εθνικοτήτων που καθιέρωσε η κυβέρνηση Τραμπ τον Οκτώβριο του 2017 και οι οποίοι έχουν επιβραδύνει δραστικά την επεξεργασία προσφύγων. Οι πρόσφυγες από περισσότερα εθνικά και δημογραφικά υπόβαθρα πρέπει τώρα να υποβληθούν σε πρόσθετα επίπεδα ελέγχου, συμπεριλαμβανομένης της παροχής προφίλ στα social media και ενός ιστορικού των φυσικών διευθύνσεών τους σε βάθος δέκα ετών. Η συλλογή και αξιολόγηση όλων αυτών των δεδομένων δημιούργησε επιπλέον καθυστερήσεις, οι οποίες με την σειρά τους επιδεινώθηκαν λόγω ελλείψεων στελέχωσης.

Η διοίκηση Μπάιντεν μπορεί να καταργήσει τις περισσότερες από αυτές τις απαιτήσεις εκδίδοντας νέες εσωτερικές διαδικασίες και οδηγίες για τους ομοσπονδιακούς οργανισμούς και τους συνεργάτες τους, αλλά θα πρέπει να το πράξει με τρόπο που να μην προκαλεί κατηγορίες περί αποδυνάμωσης της ασφάλειας. Οι υποστηρικτές των προσφύγων ζήτησαν έτσι πλήρη έλεγχο των τρεχουσών διαδικασιών ασφαλείας για να προσδιορίσουν ποιες από αυτές προσθέτουν αξία και ποιες θα μπορούσαν να εξορθολογιστούν ή να εξαλειφθούν εντελώς. Μια παρόμοια αναθεώρηση των τοπικών πολιτικών και διαδικασιών εγκατάστασης θα μπορούσε να συμβάλει στην διασφάλιση ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε ομοσπονδιακό επίπεδο σχετικά με τον αριθμό των προσφύγων που πρέπει να γίνουν δεκτοί και πού να επανεγκατασταθούν, αντικατοπτρίζουν τις ανάγκες και τις ανησυχίες των κοινοτήτων που τελικά θα υποδεχθούν τις νέες αφίξεις.

ΕΝΑ ΦΙΛΟΞΕΝΟ ΕΘΝΟΣ;

Για να αναστήσει τα αμερικανικά συστήματα του ασύλου και της επανεγκατάστασης προσφύγων, ο Μπάιντεν θα πρέπει να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη του κοινού και την υποστήριξή του προς αμφότερα. Άλλοτε τομείς ευρείας δικομματικής υποστήριξης, το άσυλο και η επανεγκατάσταση έχουν πολιτικοποιηθεί -σταδιακά μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και έπειτα γρήγορα υπό τον Τραμπ. Αντιμετωπίζοντας όλους τους αιτούντες άσυλο ως σαν αυτοί να εκμεταλλεύονται το σύστημα, και όλους τους πρόσφυγες σαν απειλές για την ασφάλεια, η κυβέρνηση Trump προσπάθησε να δυσφημίσει τα συστήματα ασύλου και επανεγκατάστασης και να μειώσει την αποτελεσματικότητά τους. Ένα τμήμα του κοινού έχει ενσωματώσει αυτό το αφήγημα και δεν θα μεταπεισθεί δια μιας.

Ωστόσο, η υποστήριξη για το άσυλο και την επανεγκατάσταση των προσφύγων παραμένει ισχυρή σε άλλα τμήματα του πληθυσμού και μπορεί ακόμη και να έχει ενισχυθεί μεταξύ των αντιπάλων του Τραμπ. Το 2019, ο Τραμπ εξέδωσε μια εντολή που απαιτούσε από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να λάβει την συγκατάθεση των πολιτειών όπου επρόκειτο να επανεγκατασταθούν πρόσφυγες. Σύμφωνα με πληροφορίες, αξιωματούχοι της διοίκησης εξεπλάγησαν όταν 42 πολιτείες απάντησαν ότι ήθελαν να δεχτούν νεοεισερχόμενους -το αποτέλεσμα εκτεταμένων προσπαθειών υπεράσπισης από τοπικούς υποστηρικτές της επανεγκατάστασης. Δεν θα έπρεπε όμως να εκπλήσσονται˙ σε μια πρόσφατη έρευνα, σχεδόν τα τρία τέταρτα των Αμερικανών [5] δήλωσαν ότι η υποδοχή προσφύγων είναι ένας «σημαντικός στόχος» για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για να διατηρήσει -και ιδανικά, να επεκταθεί- αυτή η υποστήριξη για ανθρωπιστικές προστασίες, η ομάδα του Μπάιντεν θα χρειαστεί να ανοικοδομήσει και να μεταρρυθμίσει τα συστήματα ασύλου και επανεγκατάστασης των Ηνωμένων Πολιτειών, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις σύγχρονες πραγματικότητες, να προστατεύσουν όσους βρίσκονται σε ανάγκη, και να αποτρέψουν την κακή χρήση τους.