Οι πηγές της σοβιετικής συμπεριφοράς | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι πηγές της σοβιετικής συμπεριφοράς

Τρίτη 1 Ιουλίου 1947 - 12:00 *

Τώρα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την διάρκεια όλων των ετών της προετοιμασίας για την επανάσταση, η προσοχή αυτών των ανθρώπων, όπως και του ίδιου του Μαρξ, είχε επικεντρωθεί λιγότερο στη μελλοντική μορφή που θα έπαιρνε ο σοσιαλισμός [βλέπε σημείωση 2] παρά στην αναγκαία πτώση της ανταγωνιστικής εξουσίας η οποία, κατά την άποψή τους, έπρεπε να προηγηθεί της εισαγωγής του σοσιαλισμού. Επομένως, οι απόψεις τους σχετικά με το θετικό πρόγραμμα που επρόκειτο να τεθεί σε εφαρμογή, μόλις θα είχε επιτευχθεί η εξουσία, ήταν ως επί το πλείστον νεφελώδες, οραματικό, και μη πρακτικό. Πέρα από την εθνικοποίηση της βιομηχανίας και την απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιωτικών κεφαλαιακών περιουσιακών στοιχείων, δεν υπήρχε συμφωνημένο πρόγραμμα. Η μεταχείριση της αγροτιάς, η οποία σύμφωνα με τη μαρξιστική διατύπωση δεν ήταν του προλεταριάτου, ήταν πάντα ένα αόριστο σημείο στο μοτίβο της κομμουνιστικής σκέψης˙ και παρέμεινε αντικείμενο αντιπαράθεσης και αμφιταλάντευσης στα πρώτα δέκα χρόνια της κομμουνιστικής εξουσίας.

Οι συνθήκες της άμεσης μετεπαναστατικής περιόδου -η ύπαρξη εμφυλίου πολέμου και ξένης παρέμβασης στην Ρωσία, μαζί με το προφανές γεγονός ότι οι Κομμουνιστές αντιπροσώπευαν μόνο μια μικρή μειονότητα του ρωσικού λαού- καθιστούσαν την εγκαθίδρυση της δικτατορικής εξουσίας αναγκαιότητα. Το πείραμα με τον «πολεμικό κομμουνισμό» και η απότομη προσπάθεια εξάλειψης της ιδιωτικής παραγωγής και του [ιδιωτικού] εμπορίου είχαν ατυχείς οικονομικές συνέπειες και προκάλεσαν πικρία έναντι του νέου επαναστατικού καθεστώτος. Ενώ η προσωρινή χαλάρωση της προσπάθειας κομμουνιστικοποίησης της Ρωσίας, που εκπροσωπείτο από τη Νέα Οικονομική Πολιτική, ανακούφισε κάποιες από αυτές τις οικονομικές δυσχέρειες και με τον τρόπο αυτό εξυπηρετούσε το σκοπό της, κατέστησε επίσης εμφανές ότι ο «καπιταλιστικός τομέας της κοινωνίας» ήταν ακόμα έτοιμος να κερδίσει αμέσως από οποιαδήποτε χαλάρωση της κυβερνητικής πίεσης, και επρόκειτο, εάν επιτρεπόταν να συνεχίσει να υπάρχει, να αποτελεί πάντοτε ένα ισχυρό στοιχείο αντίθεσης στο σοβιετικό καθεστώς και έναν σοβαρό αντίπαλο για επιρροή στην χώρα. Κάπως η ίδια κατάσταση επικράτησε σε σχέση με τον μεμονωμένο χωρικό, ο οποίος, με τον δικό του μικρό τρόπο, ήταν επίσης ένας ιδιώτης παραγωγός.

Ο Λένιν, αν είχε ζήσει, ίσως θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι είναι αρκετά καλός για να συμφιλιώσει αυτές τις συγκρουόμενες δυνάμεις προς το τελικό όφελος της ρωσικής κοινωνίας, αν και αυτό είναι αμφισβητήσιμο. Όμως, έστω κι έτσι, ο Στάλιν και εκείνοι τους οποίους καθοδηγούσε στον αγώνα για διαδοχή στην θέση ηγεσίας του Λένιν, δεν ήταν οι άνδρες [που μπορούσαν] να ανεχθούν αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις στην σφαίρα της εξουσίας που εποφθαλμιούσαν. Η αίσθησή τους της ανασφάλειας ήταν πολύ μεγάλη. Το ιδιαίτερο είδος τους του φανατισμού, που δεν τροποποιήθηκε από οποιαδήποτε αγγλοσαξονική παράδοση συμβιβασμού, ήταν πολύ άγρια και πολύ ζηλότυπη για να οραματιστεί οποιαδήποτε διαρκή κατανομή της εξουσίας. Από τον Ρωσο-Ασιατικό κόσμο από τον οποίο αναδύθηκαν, έφεραν μαζί τους ένα σκεπτικισμό ως προς τις δυνατότητες της διαρκούς και ειρηνικής συνύπαρξης των αντίπαλων δυνάμεων. Εύκολα πεπεισμένοι για την «ορθότητα» του δικού τους δόγματος, επέμεναν στην υποταγή ή την καταστροφή όλων των ανταγωνιστικών δυνάμεων. Εκτός του Κομμουνιστικού Κόμματος, η ρωσική κοινωνία δεν θα είχε καμία ακαμψία. Δεν θα υπήρχαν μορφές συλλογικής ανθρώπινης δραστηριότητας ή συνεταιρισμού που δεν θα κυριαρχούντο από το Κόμμα. Καμία άλλη δύναμη στην ρωσική κοινωνία δεν επρόκειτο να επιτραπεί να επιτύχει ζωτικότητα ή ακεραιότητα. Μόνο το Κόμμα έπρεπε να έχει δομή. Όλα τα άλλα έπρεπε να είναι μια άμορφη μάζα.

Και στο εσωτερικό του κόμματος έπρεπε να εφαρμοστεί η ίδια αρχή. Η μάζα των μελών του Κόμματος μπορεί να περάσει από τις μηχανικές κινήσεις των εκλογών, της διαβούλευσης, της απόφασης, και της δράσης˙ αλλά σε αυτές τις κινήσεις δεν επρόκειτο να ζωογονηθούν από τις δικές τους ατομικές θελήσεις αλλά από την εκπληκτική ανάσα της ηγεσίας του Κόμματος και την υπερ-μυστηριακή παρουσία του «λόγου».

Ας τονίσουμε ξανά ότι υποκειμενικά αυτοί οι άνδρες κατά πάσα πιθανότητα δεν αναζητούσαν την απολυταρχία για την χάρη της. Σίγουρα πίστευαν -και το βρήκαν εύκολο να πιστέψουν- ότι μόνο αυτοί ήξεραν τι ήταν καλό για την κοινωνία και ότι θα πετύχαιναν αυτό το καλό μόλις η δύναμή τους ήταν ασφαλής και αδιαμφισβήτητη. Όμως, επιδιώκοντας αυτή την ασφάλεια της δικής τους διακυβέρνησης, ήταν διατεθειμένοι να μην αναγνωρίσουν κανέναν περιορισμό, είτε του Θεού είτε του ανθρώπου, στον χαρακτήρα των μεθόδων τους. Και μέχρις ότου επιτευχθεί αυτή η ασφάλεια, έβαλαν πολύ χαμηλά στην κλίμακα των επιχειρησιακών προτεραιοτήτων τους τις ανέσεις και την ευτυχία των λαών που τους εμπιστεύθηκαν.