Το πραγματικός κόστος της πολιτικής συναίνεσης
Μια σχετικά απλή ανάλυση των οικονομικών δεδομένων της Ελλάδας από την Μεταπολίτευση, δηλαδή την δεκαετία του 1970, μέχρι σήμερα, δείχνει ξεκάθαρα ότι οι αλλαγές στο οικονομικό της μοντέλο ήταν ευάλωτες. Οι κυβερνήσεις που χειρίστηκαν την οικονομία της χώρας, άλλες λιγότερο κι άλλες περισσότερο, επιβάρυναν την Ελλάδα με χρέος και δαπάνες για να εξασφαλίσουν κοινωνική συναίνεση. Τώρα, πρέπει η χώρα να ξαναμπεί στον σωστό, αναπτυξιακό δρόμο.
Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΛΕΤΣΟΣ είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Από το ανωτέρω διάγραμμα παρατηρούμε ότι οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕγΠ, αλλά και η ακαθάριστη εθνική αποταμίευση μειώνονται συνεχώς την περίοδο 1980 – 2010. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕγΠ μειώνονται την περίοδο 1980 – 1990, παρουσιάζουν μία ελαφρά αύξηση την περίοδο 1990 – 2000 και έπειτα παρουσιάζουν ραγδαία μείωση την περίοδο 2000 – 2010. Η πτώση της ακαθάριστης εθνικής αποταμίευσης ως ποσοστό του ΑΕγΠ είναι πολύ πιο μεγάλη από αυτή των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕγΠ. Η μείωση της αποταμίευσης ως ποσοστού του ΑΕγΠ έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις τόσο στις επενδύσεις, όσο και στην τραπεζική ρευστότητα. Εκτός όμως αυτών των επιπτώσεων, η μείωση της αποταμίευσης δείχνει πιθανόν ότι οι έλληνες επέλεξαν άλλους τρόπους για τον πλούτο τους, πέρα του «κλασικού τρόπου», δηλαδή της αποταμίευσής του στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Η ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Αναφορικά με τη δημοσιονομική κατάσταση του ελληνικού κράτους παρατηρούμε σημαντική αύξηση του δημόσιου και ιδιωτικού εξωτερικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕγΠ την τελευταία δεκαετία.
Το συνολικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕγΠ αυξάνεται συνεχώς όλη την εξεταζόμενη περίοδο 1970 – 2010. Όμως την περίοδο 2000 - 2010 το συνολικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕγΠ τριπλασιάζεται.
Το 1980 οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕγΠ ήταν περίπου το ίδιο με αυτό των δημοσίων εσόδων. Την περίοδο 1980 – 1990 παρατηρούμε ότι οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕγΠ αυξάνονται τουλάχιστον κατά 1,5 φορά, ενώ τα δημόσια έσοδα ως ποσοστό του ΑΕγΠ αυξάνονται ελάχιστα. Την περίοδο 1990 – 2000 τα έσοδα ως ποσοστό του ΑΕγΠ αυξάνονται, ενώ την περίοδο 2000 – 2010 μειώνονται και οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕγΠ αυξάνονται ελάχιστα. Τη μεγαλύτερη αύξησή του το δημόσιο χρέος ως ποσοστού του ΑΕγΠ την παρουσιάζει την περίοδο 1980 – 1990.
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Το ποσοστό ανεργίας το 1970 ήταν 4,2% και μειώθηκε σε 2,7% το 1980 και έκτοτε αυξάνεται. Η μεγαλύτερη αύξηση του ποσοστού ανεργίας παρατηρείται την περίοδο 1980 – 1990.
Η μεγαλύτερη αύξηση της ανεργίας παρουσιάζεται τη δεκαετία 1980 – 1990 όπου το ποσοστό ανεργίας τριπλασιάζεται από 2,7% σε 6,4% και στη συνέχεια στη δεκαετία 1990 – 2000 όπου το ποσοστό ανεργίας διπλασιάζεται από 6,4% σε 11,2%. Την περίοδο όπου το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται σημαντικά, το κατά κεφαλήν ΑΕγΠ παραμένει σχεδόν σταθερό (τη δεκαετία 1980 – 1990).
Από τον πίνακα 3 παρατηρούμε ότι την περίοδο 1970 – 1980 η αύξηση των απασχολουμένων υπερκαλύπτει την αύξηση του εργατικού δυναμικού, με αποτέλεσμα να συμβάλλει με αυτό τον τρόπο στην ουσιαστική μείωση της ανεργίας. Στις επόμενες δεκαετίες και ειδικότερα στη δεκαετία 1990 – 2000 η αύξηση του εργατικού δυναμικού ήταν σαφώς μεγαλύτερη από την αύξηση των απασχολουμένων, με αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση του αριθμού των ανέργων, Τη δεκαετία 1980 – 1990 οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 161,5 χιλ. και τη δεκαετία 1990 – 2000 αυξήθηκαν κατά 262,2. Στην ουσία την περίοδο 1980 – 2000 υπάρχει σημαντική αύξηση του αριθμού των ανέργων στην ελληνική αγορά εργασίας.
Το ποσοστό ανεργίας μειώνεται από 4,2% το 1970 σε 2,7% το 1980 και έκτοτε αυξάνεται σε 6,4% το 1990, 11,2% το 2000 και σε 12,6% το 2010.
Μεταξύ πραγματικής οικονομίας και απασχόλησης / ανεργίας αναπτύσσεται ισχυρή σχέση. Όσο περισσότερο αναπτύσσεται μία οικονομία, τόσο περισσότερες θέσεις εργασίας δημιουργούνται και τόσο περισσότερο μειώνεται η ανεργία. Ως εκ τούτου αναμένεται σε περιόδους όπου ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης είναι ιδιαίτερα μικρός, να μη δημιουργούνται θέσεις απασχόλησης και να μη μειώνεται σημαντικά η ανεργία. Βέβαια, η ανεργία μπορεί να μη σχετίζεται μόνο με τις οικονομικές διακυμάνσεις αλλά και με δομικούς παράγοντες και για να μειωθεί θα πρέπει να γίνουν διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας και στην οικονομία συνολικότερα. Στη χρονική περίοδο που αναφερόμαστε παρατηρούμε ότι ο μέσος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης ήταν 0,7% για την περίοδο 1980 – 1990, 2,6% για την περίοδο 1990 – 2000 και 2,3% για την περίοδο 2000 – 2010.
Από το ανωτέρω διάγραμμα παρατηρούμε ότι το ποσοστό ανεργίας δείχνει να μη σχετίζεται έντονα με το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Ο συντελεστής συσχέτισης μεταξύ ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης και ποσοστού ανεργίας είναι - 0,35. Το αρνητικό πρόσημο δείχνει την αρνητική συσχέτιση μεταξύ ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης και ποσοστού ανεργίας, όμως η απόλυτη τιμή του συντελεστή είναι τόσο μικρή ώστε να δείχνει πολύ χαμηλό βαθμό συσχέτισης.
Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλό. Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων στο σύνολο των ανέργων αυξάνεται από 33% το 1983 σε 54% το 2006 και έπειτα μειώνεται σε 41% το 2009 και αυξάνεται σε 45% το 2010.