Τα κυριαρχικά δικαιώματα των μικρών κρατών | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα κυριαρχικά δικαιώματα των μικρών κρατών

Ένας από τους νεωτερισμούς της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων υπήρξε η εδραίωση της κρατικής κυριαρχίας πέρα πια από την ισχύ των όπλων. Στη μέχρι τότε πορεία του ιστορικού γίγνεσθαι, η στρατιωτική ισχύς αποτελούσε την εγγύηση της κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών. Τα Ηνωμένα Έθνη άλλαξαν ωστόσο άρδην αυτή την κατάσταση: δημιούργησαν ένα πεδίο δράσης με κοινούς κανόνες για όλα τα κράτη, ισχυρά και αδύναμα, μεγάλα και μικρά, πλούσια και φτωχά.
Πρόκειται ασφαλώς για ένα σύστημα με ατέλειες. Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν από την ίδρυση των Ηνωμένων Εθνών, η κρατική κυριαρχία παραβιάστηκε και καταπατήθηκε με την ισχύ των όπλων, τέθηκε υπό αμφισβήτηση ή ακόμα απορρίφθηκε πλήρως. Παρ’ όλα αυτά, τα Ηνωμένα Έθνη, εκπροσωπώντας τη διεθνή κοινότητα, προσέφεραν ένα πλαίσιο όπου η κυριαρχία και η ανεξαρτησία αναγνωρίζονται μέσα από τον διάλογο και τη διπλωματία, και όχι διά της χρήσης βίας. Πράγματι, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του διεθνούς οργανισμού υπήρξε η μετατροπή της συντριπτικής πλειοψηφίας των κρατών από αποικιοκρατικές κτήσεις σε ανεξάρτητα κράτη. Παρά τους χαοτικούς, ορισμένες φορές, εμφυλίους πολέμους και τις εδαφικές διενέξεις που συχνά διαδέχθηκαν την ανεξαρτησία, οι αρχές της αναδιαμόρφωσης αναγνώριζαν σαφώς ότι οι διακρατικές σχέσεις δεν θα πρέπει να διέπονται από βίαιες και επιθετικές συμπεριφορές ή την απειλή χρήσης βίας.
Για τα μικρά κράτη -και η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών είναι βάσει εδαφικής έκτασης, πληθυσμού, ισχύος και επιρροής, μικρά- και μόνον η ιδέα ότι η ανεξαρτησία και τα κυριαρχικά δικαιώματά τους προστατεύονται από κάτι πέραν της ισχύος, συνέβαλε τόσο στην ανάπτυξή τους, όσο και κατ’ επέκταση στην εν γένει σταθερότητα του διεθνούς συστήματος. Αλλά ακόμη σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι αυτή η σταθερότητα, καθώς και η σημασία του διεθνούς δικαίου και των μηχανισμών διατήρησης της σταθερότητας και της τάξης όπως τα Ηνωμένα Έθνη, έχουν αναγνωριστεί και από τις μεγαλύτερες δυνάμεις. Από την ίδρυση του Οργανισμού το 1945, είναι οι ισχυρότερες δυνάμεις αυτές που διαδραμάτισαν τον ζωτικότερο ρόλο στη συνέχιση, τη διατήρηση και την ενίσχυση των αρχών του πλαισίου αυτού που αναγνωρίζει ότι η κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών διασφαλίζονται μέσα σε ένα σύστημα που δεν θεωρεί τη βία -ή την απειλή χρήσης της- ως βασικό εργαλείο στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι από το 1945, και ιδιαίτερα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, είναι οι αναδυόμενες δυνάμεις αυτές που διεκδικούν μια νέα θέση για τον εαυτό τους ως κυρίαρχου παίκτη σε ένα γεωγραφικό ή ακόμη και πολιτισμικό-ιδεολογικό περιβάλλον, και επιδιώκουν να υποσκάψουν το κοινά αποδεκτό πλαίσιο της αναγνωρισθείσας κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Είναι ασφαλώς αδύνατο να αγνοήσουμε το γεγονός ότι από το 1945, η διεθνής κοινότητα έχει υποστεί μια σημαντική, όσο και ουσιώδη, μεταμόρφωση. Ενώ αποτελούμε σήμερα μία διεθνή κοινότητα με περισσότερα ανεξάρτητα κράτη, με τα Ηνωμένα Έθνη να αριθμούν σήμερα 193 κράτη μέλη, πλέον συσχετιζόμαστε μεταξύ μας πολύ περισσότερο, και συνεπώς επηρεαζόμαστε πολύ περισσότερο από κρίσεις γεωγραφικά απομακρυσμένες από την κυρίαρχη επικράτειά μας. Περισσότερο από ποτέ άλλοτε, επηρεαζόμαστε επίσης και καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τα ίδια προβλήματα και προκλήσεις: φυσικές καταστροφές, τρομοκρατία, ανεπάρκεια φυσικών πόρων, λιμούς και ασθένειες. Επιπλέον, βιώνουμε τη δραματική αύξηση της επίδρασης που έχει η φωνή του λαού στο κοινωνικοπολιτικό σκηνικό, τόσο στο ευρύτερο διεθνές επίπεδο με τον ενισχυμένο ρόλο των μη-κυβερνητικών οργανώσεων, όσο και σε εθνικό επίπεδο, με την επίδραση των εκδηλώσεων λαϊκής οργής, αναμεμιγμένης με την ελπίδα για ένα νέο αύριο, όπως αυτό αντικατοπτρίζεται στην «Αραβική Άνοιξη».
Ας μη ξεχνούμε, άλλωστε, την περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία προσφέρει ένα συνεχώς εξελισσόμενο σύνολο κυρίαρχων κρατών που έχουν εκχωρήσει με τη θέλησή τους, αν και σταδιακά, ένα μέρος της ανεξαρτησίας και της αυτονομίας τους, με την ελπίδα ότι ενστερνιζόμενα κοινές αξίες όπως η δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η οικονομία της αγοράς, είναι εφικτό όχι μόνο να αποτρέψουν πολεμικές συρράξεις εντός της Ευρώπης, αλλά και να έχουν θετική επίδραση στις γειτονικές χώρες της Ευρώπης. Το ευρωπαϊκό μοντέλο προκαλεί σύγχυση σε πολλούς παρατηρητές και γεννά μέχρι και απογοήτευση σε άλλους, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται και Ευρωπαίοι πολίτες που αναμένουν από το εν λόγω μοντέλο να είναι σε θέση να προσφέρει ξεκάθαρες, σχεδόν απλοϊκές, λύσεις σε εξαιρετικά σύνθετα ζητήματα.
Σε τελική ανάλυση, ωστόσο, είτε εξετάσουμε το θέμα υπό το πρίσμα του μοντέλου που αντιπροσωπεύει η Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε υπό το πρίσμα του απόηχου της «Αραβικής Άνοιξης», είτε ακόμη υπό το φως των εθνικών προσδοκιών των λαών των οποίων το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση παρέμεινε ανεκπλήρωτο, το διεθνές σύστημα ήταν -και εξακολουθεί να είναι- ένα σύστημα κυρίαρχων κρατών. Αυτά αποτελούν τη σπονδυλική στήλη του συστήματος, αυτά διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται το διεθνές πολιτικό σύστημα, και αυτά αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο πάνω στον οποίο ασκείται και δοκιμάζεται το διεθνές δίκαιο και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτό.
Για την Κυπριακή Δημοκρατία, ένα μικρό και σχετικά νέο κράτος, η κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματά μας, όπως αυτά καθορίζονται και διασφαλίζονται από το διεθνές δίκαιο, είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Η Κύπρος αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση μικρού κράτους, το οποίο επιβίωσε και το μέλλον του διαφυλάχθηκε χάρη στη διεθνή αναγνώριση που απολαμβάνει ως κυρίαρχο κράτος με κυριαρχικά δικαιώματα, με καθορισμένη την εδαφική επικράτειά του, και με μία διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση. Η Κύπρος έχει βιώσει στο ίδιο της το σώμα το τί σημαίνει για ένα μικρό κράτος η παραβίαση της κυριαρχίας του με τη χρήση βίας. Και παρ’ όλα αυτά, δεν συναινέσαμε στην εκχώρηση της κυριαρχίας μας και των δικαιωμάτων που αυτή μας παρέχει στη βάση του διεθνούς δικαίου, ούτε και των αξιώσεων που δικαιούμαστε να προβάλουμε πάνω στην ίδια βάση. Πράγματι, και παρά την δύναμη που μας στοχεύει, καθώς και τους επιθετικούς τόνους που συχνά υιοθετεί απέναντί μας ένας ισχυρός βόρειος γείτονάς μας, εξακολουθούμε να πιστεύουμε ακράδαντα ότι διατηρούμε την ηθική υπεροχή και δρούμε υπεύθυνα και σύμφωνα με τους κανόνες συμπεριφοράς ενός κυρίαρχου κράτους, όπως ακριβώς επιτάσσει το διεθνές δίκαιο.
Για την Κύπρο, ως νησιωτικό κράτος, η θάλασσα αποτέλεσε εδώ και χιλιετίες πηγή ζωής ισοδύναμη με τη γη. Σήμερα, είναι από τη θάλασσα που αντλούμε νερό για τις μονάδες αφαλάτωσης, είναι διαμέσου της θάλασσας που ο εμπορικός μας στόλος, ένας από τους μεγαλύτερους στον κόσμο, ποντοπορεί, και είναι από τον θαλάσσιο πυθμένα που ελπίζουμε να αντλήσουμε πόρους για το καλό των τωρινών αλλά και των μελλοντικών γενεών όλων των Κυπρίων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων
Η θάλασσα αποτελεί τον χώρο στον οποίο το μέλλον και η κυριαρχία μας γίνονται τόσο εμφανώς αλληλένδετα. Μεθοδικά, και σεβόμενοι τις αυστηρές παραμέτρους που καθορίζει η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), προχωρήσαμε στην οριοθέτηση των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών μας με την Αίγυπτο (2003), τον Λίβανο (2007), και το Ισραήλ (2010). Αυτό έγινε γιατί αναγνωρίζουμε ότι τόσο εμείς, όσο και οι γείτονές μας, έχουμε πολλά να κερδίσουμε από την κοινή μας θάλασσα, την Μεσόγειο, και κατά συνέπεια, ότι θα πρέπει να συμφωνήσουμε μέσω του διαλόγου και της διπλωματίας στο να καθορίσουμε τις ΑΟΖ μας, ως έχουμε δικαίωμα ως κυρίαρχα κράτη σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Ως μικρό κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν αποτελεί απειλή: ως δημοκρατία, ως ένα πλήρες κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με διαχρονικά φιλικές σχέσεις με τους γείτονές μας, πιστεύουμε και προσδοκούμε ότι οι δραστηριότητές μας στη θάλασσα θα εγκαινιάσουν μια νέα εποχή ευημερίας και συνεργασίας.
Την ίδια ώρα, και ενώ προχωρούμε με τα σχέδιά μας για ερευνητικές γεωτρήσεις και την πιθανή εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη μας, συμφώνως προς το διεθνές δίκαιο, και με βάση κυριαρχικό δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, βρισκόμαστε στο στόχαστρο, σχεδόν σε καθημερινή βάση, από προκλητικές ενέργειες και απειλές -γνώριμες τακτικές- του βόρειου γείτονά μας. Όχι μόνο έχουμε δεχθεί απειλές και εκφοβισμούς• βρισκόμαστε υπό κατοχή από την εν λόγω γείτονα χώρα, η συμπεριφορά της οποίας φανερώνει διαχρονικά μια επιλεκτική ανάγνωση των διατάξεων του διεθνούς δικαίου, καθώς και της εφαρμογής των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Συστηματικά και κατ’ εξακολούθηση, μέσω της κατοχής, της δημιουργίας μίας υποτελούς αποσχιστικής οντότητας, της καταστροφής και της εξάλειψης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, τη μεταφορά δεκάδων χιλιάδων εποίκων, η Τουρκία έχει παραβιάσει και επεδίωξε να υποσκάψει την κυριαρχία και την ανεξαρτησία μας.
Δεν αποτελεί επομένως έκπληξη για μας το γεγονός ότι η τουρκική ηγεσία επέστρεψε σε ένα modus operandi με το οποίο δυστυχώς έχουμε εξοικειωθεί αρκετά στην πρόσφατη ιστορία μας. Η διακηρυχθείσα εξωτερική πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» έχει εξατμισθεί• ήταν μια πλάνη για όσους ήταν πρόθυμοι να πιστέψουν ότι η Τουρκία έχει αλλάξει τη φιλοσοφία της όσον αφορά την έννοια της κυριαρχίας, και ότι αναθεώρησε τη σχέση της με τη βία. Η Τουρκία όχι μόνο επιμένει ότι είναι παράνομες οι ενέργειες της Κυπριακής Δημοκρατίας για τη δικαιωματική -σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο- οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της, αλλά απειλεί επίσης να αναλάβει ένοπλο δράση για να επιβάλει την εξουσία της στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, και να εγγυηθεί την «ελεύθερη ναυσιπλοΐα».
Θέλω να επαναλάβω για μία ακόμη φορά: οι ενέργειές μας εντάσσονται στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και αποτελούν κυριαρχικό μας δικαίωμα. Ως εκ τούτου, αισθανόμαστε ικανοποίηση όταν ακούμε μέλη της διεθνούς κοινότητας να εκφράζουν την υποστήριξή τους προς το νόμιμο δικαίωμά μας να καθορίσουμε και να εκμεταλλευτούμε την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη μας, με παραγωγικό, υπεύθυνο και ειρηνικό τρόπο. Ικανοποίηση μάς προκαλούν επίσης και οι ισχυρές φωνές της διεθνούς κοινότητας που απορρίπτουν την επιθετική γλώσσα και στάση της τουρκικής ηγεσίας, και απευθύνουν έκκληση για επίδειξη ψυχραιμίας και σεβασμού του διεθνούς δικαίου. Ας ελπίσουμε ότι θα επικρατήσουν αυτές οι ψυχραιμότερες και σοφότερες φωνές.