Κίνα: Το μέσο Βασίλειο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κίνα: Το μέσο Βασίλειο

Υπερβολές και Αλήθειες για την Άνοδο της Κίνας

Από κάθε άποψη, η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας υπήρξε πρωτοφανής, σχεδόν ένα θαύμα. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η κινεζική οικονομία αναπτύχθηκε με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό 9,6% μεταξύ του 1990 και του 2010. Στην αρχή της πρόσφατης οικονομικής κρίσης πολλοί φοβήθηκαν ότι η ατμομηχανή της κινεζικής ανάπτυξης θα πάψει να λειτουργεί. Στα τέλη του 2008 οι κινεζικές εξαγωγές κατέρρευσαν, πυροδοτώντας φόβους για πολιτική αστάθεια και λαϊκή επανάσταση στη χώρα. Τελικώς, πάντως, η παγκόσμια οικονομική κρίση αποδείχθηκε κάτι λιγότερο από μια λακκούβα στον δρόμο της κινεζικής ανάπτυξης. Οι πληθωριστικές πιέσεις μπορεί να αυξάνονται τώρα στην Κίνα και να αυξάνεται και ο κίνδυνος να σκάσει η «φούσκα» των ακινήτων αλλά οι περισσότεροι οικονομολόγοι συνεχίζουν να προβλέπουν ταχεία ανάπτυξη στη χώρα και μάλιστα σε βάθος χρόνου. Παρότι οι προβλέψεις τους διαφέρουν πολύ, φαίνεται ότι μοιράζονται την κοινή πεποίθηση ότι η κινεζική ανάπτυξη θα είναι ταχεία – αν και όχι τόσο όσο στο παρελθόν – και ότι αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης θα διατηρηθεί για δεκαετίες. Αυτές οι προβλέψεις είναι από τη μία πλευρά προσεκτικές όσον αφορά το άμεσο μέλλον (οι κινεζικές επιδόσεις δεν θα είναι τόσο εντυπωσιακές όσο στο παρελθόν) και από την άλλη αισιόδοξες για το μακροπρόθεσμο μέλλον (καθώς δεν βλέπουν τέλος στην ανοδική πορεία της Κίνας). Είτε από σύμπτωση είτε εξαιτίας σχεδιασμού, οι προβλέψεις παρεκκλίνουν μετρίως από τις τρέχουσες τάσεις.
Για παράδειγμα, ο τιμημένος με Νόμπελ οικονομολόγος Ρόμπερτ Φόγκελ (Robert Fogel) πιστεύει ότι η Κίνα θα αναπτύσσεται με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό 8% μέχρι το 2040. Τότε θα είναι δύο φορές πιο πλούσια από την Ευρώπη (σε κατά κεφαλήν μετρήσεις) και το μερίδιό της στο παγκόσμιο ΑΕΠ θα είναι 40% (συγκρινόμενο με 14% για τις ΗΠΑ και 5% για την Ευρώπη). Άλλοι οικονομολόγοι είναι πιο επιφυλακτικοί: Οι Uri Dadush και Bennett Stancil από το Ίδρυμα Κάρνεγκι για την Παγκόσμια Ειρήνη (Carnegie Endowment for International Peace) προβλέπουν ότι η Κίνα θα αναπτύσσεται κατά 5,6% ετησίως ως το 2050.
Όπως πολλές άλλες προβλέψεις για την συνεχιζόμενη ανάπτυξη της Κίνας, αυτές οι προβολές βασίζονται σε προσεκτικά δομημένα οικονομικά μοντέλα. Αλλά, είναι πειστικά; Η παρέκκλιση από την τρέχουσα τάση μπορεί να έχει ένα νόημα για αναπτυξιακές προβλέψεις του επόμενου ή του μεθεπόμενου έτους, αλλά, όταν τα χρόνια γίνονται δεκαετίες, τέτοιες υποθέσεις επιδέχονται μεγαλύτερων αμφισβητήσεων. Αν οι πρόγονοί μου είχαν επενδύσει ένα σεντ στο όνομά μου το 1800 εφαρμόζοντας ένα πραγματικό επιτόκιο έξι μονάδων πάνω από τον εκάστοτε πληθωρισμό, συνυπολογισμένων και των ανατοκισμών, σήμερα το σεντ αυτό θα είχε αποφέρει περίπου 280.000 δολάρια. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι είναι εύκολο να βρει κανείς υψηλότοκες και αξιόπιστες επενδυτικές ευκαιρίες που να διαρκούν 211 χρόνια. Τα πράγματα αλλάζουν, μερικές φορές στραβώνουν. Οι παλιές αποδόσεις δεν αποτελούν εγγύηση για τις μελλοντικές.
Όταν πρόκειται για την εκτίμηση της μελλοντικής ανάπτυξης της Κίνας, τα οικονομικά μοντέλα μπορούν να προσφέρουν μόνο τέτοιου είδους καθοδήγηση. Τα μοντέλα προβλέπουν τις μελλοντικές εκροές στη βάση των προβλέψεων για μελλοντικές εισροές, αλλά οι μελλοντικές εισροές είναι αδύνατο να προβλεφθούν. Στο τέλος, δεν απομένουν πολλά να κάνει κανείς εκτός από το να υπολογίζει παρεκκλίσεις από τις τρέχουσες εισροές. Αλλά οι εισροές, όπως όλα τα οικονομικά μεγέθη, μεταβάλλονται μέσα στο χρόνο. Η οικονομία της Κίνας εξελίσσεται ραγδαία: Από τη βασική αγροτική παραγωγή στα φουγάρα των βιομηχανιών και, μετά, στα τελευταίας τεχνολογίας ηλεκτρονικά και στις υπηρεσίες προς τους καταναλωτές. Και κάποια στιγμή στο μέλλον, ίσως όχι πολύ μακρινή, οι υπερβολικοί δείκτες ανάπτυξης της Κίνας θα εξισορροπηθούν και η οικονομική της μεγέθυνση θα επιβραδυνθεί, επιστρέφοντας σε ρυθμούς που προσομοιάζουν με εκείνους άλλων χωρών με τις οποίες η Κίνα μπορεί να συγκριθεί.

ΟΤΑΝ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΔΥΣΚΟΛΗ
Μπορεί να φαίνεται ανόητο σήμερα ακόμα και το να μιλήσει κανείς για «ταβάνι» στην κινεζική αγορά. Κρίνοντας από τα μοντέλα του Φόγκελ και των Dadush-Stancil, φαίνεται να μην υπάρχουν εμπόδια στην ανάπτυξη της Κίνας σε μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα. Όσο η αστική εργατική δύναμη της Κίνας συνεχίζει να επεκτείνεται, όσο το επίπεδο της εκπαίδευσης βελτιώνεται και όσο κεφάλαια εξακολουθούν να ρέουν προς την Κίνα, η κινεζική οικονομία πρέπει να εξακολουθεί να αναπτύσσεται.
Αλλά είναι όντως τα πράγματα τόσο απλά; Το σίγουρο είναι ότι τα οικονομικά μοντέλα υποτιμούν το γεγονός ότι όσο οι χώρες ισχυροποιούνται τόσο η ανάπτυξη γίνεται δυσκολότερη. Όσο ανεβαίνουν σε ψηλότερα σκαλοπάτια της παγκόσμιας αλυσίδας αξιών, ξεκινώντας από την παραγωγή απλών μεταποιημένων προϊόντων και βαδίζοντας προς την κατάσταση όπου οι δικοί τους πολίτες, με την δημιουργικότητα που έχουν, αναπτύσσουν νέες βιομηχανίες, οι οικονομίες αναπτύσσονται λιγότερο και πιο αργά. Για παράδειγμα, η Νότια Κορέα χρειάστηκε 30 χρόνια, από το 1960 ως το 1990, για να ανεβάσει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ από το 13% στο 33% του αντίστοιχου αμερικανικού. Αλλά μετά χρειάστηκαν ακόμα 20 χρόνια για να ανέβει από το 33% στο 50%. Η Νότια Κορέα δε, απέχει ακόμα πολύ από το να αγγίξει το επίπεδο των ΗΠΑ. Η Ιαπωνία έφτασε το επίπεδο της Δύσης (και πολλοί ισχυρίζονται ότι το ξεπέρασε) μέσα στη δεκαετία του 1980, αλλά τότε έσκασε η «φούσκα» και από το 1990 η ιαπωνική οικονομία αναπτύσσεται με μέσο ρυθμό 1% ετησίως.
Επιπροσθέτως, αυτά τα δύο κράτη, η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία, ήταν πολύ πιο επιτυχημένα σε σχέση με άλλα. Κανένα άλλο μεσαίου μεγέθους ή μεγάλο κράτος με ανοικτή οικονομία ούτε καν πλησίασε τα επιτεύγματα της Ιαπωνίας. Από τις τέσσερις «ασιατικές τίγρεις» οι δύο πλουσιότερες (το Χονγκ Κόνγκ και η Σιγκαπούρη) είναι κράτη – πόλεις και οι άλλες δύο (Νότια Κορέα και Ταϊβάν) είναι βασικά πόλεις που διαθέτουν και ευρύτερο περιβάλλον. Όλες τους είναι πολύ πίσω οικονομικά σε σχέση με την Ιαπωνία. Άλλες φτωχές χώρες που έγιναν πλούσιες είναι είτε υπεράκτια (offshore) οικονομικά κέντρα ή μικρά πετρελαϊκά σεϊχάτα. Κανένα από αυτά δεν είναι πλήρως ανεπτυγμένο κράτος, με πολλές μεγάλες πόλεις, ευρύ αγροτικό πληθυσμό και εκλογικές περιφέρειες που ανταγωνίζονται πολιτικά μεταξύ τους. Ακόμα και η Ιαπωνία αντιπροσωπεύει ένα αμφισβητούμενο μοντέλο κράτους που πρόσφατα και γρήγορα πλησίασε τη Δύση, και τούτο μόνο επειδή είχε πετύχει μεγάλο μέρος της προόδου της ήδη πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως οι ηγέτιδες δυτικές χώρες, βιομηχανοποιήθηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου , εν μέρει μέσω ενός αιώνα αδίστακτης αποικιακής εκμετάλλευσης. Και τότε, η οικονομία της βομβαρδίστηκε μέχρις ισοπέδωσης στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι, η ταχεία μεταπολεμική ανάπτυξη ήταν κατά κάποιο τρόπο η επιστροφή στα προπολεμικά επίπεδα. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει άλλο παράδειγμα κράτους να βρίσκει τον δρόμο για μια ταχεία οικονομική ανάπτυξη προς την κορυφή του κόσμου και τούτο δημιουργεί αμφιβολίες για το κατά πόσο η Κίνα θα μπορέσει να είναι η απρόσμενη εξαίρεση.
Η πρόσφατη ανάπτυξη της Κίνας συχνά χαρακτηρίστηκε ως η φυσική και δικαιωματική επιστροφή της στην ιστορική της θέση μέσα στην παγκόσμια οικονομία. Αλλά αυτό το επιχείρημα είναι περισσότερο αστραφτερό από όσο είναι σωστό. Σύμφωνα με τον αείμνηστο οικονομολόγο και ιστορικό Angus Maddison, η τελευταία φορά που η Κίνα έφτασε να είναι ίση σε σχέση με τη Δύση ήταν περίπου στην εποχή του Marco Polo. Η μετέπειτα πτώση της Κίνας σε σύγκριση με τη Δύση είναι πολύ προγενέστερη της Βιομηχανικής Επανάστασης, της δυτικής αποικιοκρατίας ακόμα και από την κινεζική εσωστρέφεια του 16ου αιώνα. Η ιστορία που κυριαρχεί τους τελευταίους πέντε αιώνες δεν είναι εκείνη της απόλυτης πτώσης της Κίνας όσο εκείνη της σχετικής ανόδου της Δύσης. Οι ευρωπαϊκές οικονομίες αναπτύχθηκαν ουσιωδώς μεταξύ του 1500 και του 1800. Σύμφωνα με τον Maddison, κατά το 1820 - δηλαδή, πριν από την έλευση του σιδηροδρόμου, του τηλέγραφου και της σύγχρονης χαλυβουργίας, και πριν από τους Πολέμους του Οπίου (σ.σ.: αλλιώς γνωστοί και ως Αγγλο-κινεζικοί πόλεμοι από το 1839 ως το 1842), την αποίκιση του Χονγκ Κόνγκ και την Επανάσταση των Μπόξερ (σ.σ.: επρόκειτο για την επίθεση κατά των ξένων στο Πεκίνο το 1900 από μια εθνικιστική ομάδα που αποκαλείτο «Κοινωνία της Δίκαιης και Αρμονικής Γροθιάς, εξ ου και το προσωνύμιο «boxers»που δόθηκε από τους βρετανούς της εποχής) – το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας ήταν λιγότερο από το μισό του μέσου όρου των ευρωπαϊκών κρατών. Το 1870 είχε πέσει στο 25% και το 1970 μόλις στο 7%. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι υπολογισμοί του Maddison είναι όλοι βασισμένοι σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, η εικόνα της Κίνας από συναλλαγματικής πλευράς είναι πολύ χειρότερη. Σύμφωνα με στατιστικές της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank) σε συναλλαγματική βάση, μεταξύ 1976 και 1994, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας ήταν λιγότερο από το 2% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των ΗΠΑ και σήμερα εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από το 10%.
Με άλλα λόγια, η τεράστια οικονομική ανάπτυξη της Κίνας τις τελευταίες δύο δεκαετίες δεν έχει κάνει τίποτα περισσότερο –και ίσως πολύ λιγότερο – από το να ξαναφέρει την Κίνα στην κατάσταση που βρισκόταν το 1870 (από πλευράς μονάδων αγοραστικής δύναμης). Οι αισιόδοξοι θα το ερμηνεύσουν ως μια επιπλέον απόδειξη των προοπτικών της Κίνας: Αν η Κίνα είναι μόλις στα επίπεδα του 1870 τότε υπάρχει τεράστιο περιθώριο περαιτέρω ανάπτυξης. Αλλά οι πεσιμιστές θα σημειώσουν ότι αν η Κίνα μπόρεσε να πέσει από το επίπεδο που είχε φτάσει το 1870, μπορεί να πέσει ξανά. Με μια πρώτη ματιά, δεν υπάρχει κανένας λόγος να περιμένει κανείς τη μία ή την άλλη εξέλιξη: Μια συντηρητική προσέγγιση θα ήταν ότι η Κίνα θα παραμείνει στο επίπεδο που είναι σήμερα.

ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ
Ένας άλλος για τον οποίον είναι απλοϊκά τα οικονομικά μοντέλα που προβλέπουν συνέχιση της ανάπτυξης της Κίνας, είναι γιατί τείνουν να αγνοήσουν τόσο τη μοναδικότητα ορισμένων συνθηκών που ώθησαν μέχρι τώρα τη χώρα προς τα εμπρός όσο και τα πολιτικά, περιβαλλοντικά και δομικά εμπόδια που θα περιορίσουν την ανάπτυξή της στο μέλλον. Η Κίνα σήμερα είναι σε πολύ ισχυρότερη πολιτική και στρατιωτική θέση απέναντι στη Δύση από όσο ήταν το 1870 και μοιάζει ιδιαιτέρως απίθανο να διολισθήσει σε επαναλαμβανόμενες ανθρωπιστικές και οικονομικές καταστροφές, όπως έκανε τον περασμένο αιώνα. Αλλά φτάνει αυτό για να αναπτυχθεί η Κίνα και να γίνει η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο;
Η θεαματική ανάπτυξη της Κίνας τα τελευταία 20 χρόνια προωθήθηκε από δύο μοναδικά πλεονεκτήματα: Την πτώση του δείκτη γονιμότητας του πληθυσμού και την αυξανόμενη αστικοποίηση. Και οι δύο αυτοί παράγοντες οδήγησαν την παραγωγικότητα σε ανοδικά άλματα αλλά αφορούν τελειωμένες διεργασίες και δεν πρόκειται να επαναληφθούν στο μέλλον. Ο δείκτης γονιμότητας της Κίνας είχε αρχίσει να μειώνεται αρκετά πριν τον δρακόντειο νόμο περί ενός παιδιού ανά οικογένεια που ισχύει από το 1979. Η πτώση της γεννητικότητας τη δεκαετία του 1970 σημαίνει ότι μέσα στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 τόσο οι οικογένειες όσο και το κράτος θα μπορούσαν να κατευθύνουν τους περιορισμένους τους πόρους σε σχετικά μικρότερο συνολικό αριθμό παιδιών. Τώρα, τα παιδιά αυτά βρίσκονται στην ηλικία των περίπου 35 ετών και συνεισφέρουν ενεργά στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού και του ΑΕΠ της χώρας τους. Οι επόμενες γενιές μπορεί να είναι ακόμα καλύτερα εκπαιδευμένες, αλλά οι μεγάλες βελτιώσεις έχουν ήδη συμβεί. Το πιο σημαντικό είναι ότι οι χαμηλή γεννητικότητα των περασμένων δεκαετιών άφησε ελεύθερους τους ενήλικες, ιδίως τις γυναίκες, να εισέλθουν στην επίσημη αγορά εργασίας. Εκατοντάδες εκατομμύρια γυναίκες οι οποίες θα δούλευαν στο σπίτι ή στα αγροκτήματα, τώρα εργάζονται στην κανονική παραγωγή, ενισχύοντας το ΑΕΠ της Κίνας. Αυτό αποτέλεσε μια μοναδική ώθηση –και «έχτισε» μια παραγωγή που θα διατηρηθεί σε ψηλά επίπεδα – αλλά δεν πρόκειται να βοηθήσει άλλο την συνέχιση της ανάπτυξης του ΑΕΠ. Πλέον υπάρχει μικρό περιθώριο μείωσης της γεννητικότητας καθώς η Κίνα δεν μπορεί να προχωρήσει σε πολιτικές οικογενειακού προγραμματισμού με… μηδέν παιδιά ανά οικογένεια.
Επιπλέον, σήμερα υπάρχουν σχετικά μεγάλοι αριθμοί εργαζομένων που γεννήθηκαν την εποχή της υψηλής γεννητικότητας, δηλαδή τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και ασχολούνται σήμερα συστηματικά με την καριέρα τους. Επειδή η γενιά των γονιών τους έφυγε από τη ζωή σε σχετικά νέα ηλικία και επειδή οι ίδιοι έχουν λίγα παιδιά, αυτοί οι εργαζόμενοι γενικώς δεν είναι βεβαρημένοι με την περίθαλψη ηλικιωμένων ή την φροντίδα παιδιών. Από όλες τις γενιές της Κίνας στη διαδρομή της ιστορίας της, μόνο αυτή η γενιά εστιάστηκε στην εργασία και τη δημιουργία πλούτου. Οι μελλοντικές γενιές των κινέζων εργαζομένων θα είναι μικρότερες σε μέγεθος και θα είναι επιβαρυμένες με τη φροντίδα περισσότερων ηλικιωμένων συγγενών. Επιπλέον, ο ρυθμός γεννητικότητας μπορεί μόνο να αυξηθεί στο μέλλον, κάτι που σημαίνει ότι οι μελλοντικοί εργαζόμενοι εκτός από τους ηλικιωμένους συγγενείς μπορεί να έχουν και περισσότερα παιδιά να φροντίσουν.
Η αυξημένη αστικοποίηση ήταν το άλλο μοναδικό στοιχείο που βοήθησε την κινεζική ανάπτυξη στη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών. Η αστικοποίηση αυξάνει το ΑΕΠ επειδή οι αστικοί πληθυσμοί είναι συνήθως πιο παραγωγικοί από όσο οι αγροτικοί αλλά και γιατί οι κάτοικοι των πόλεων συνήθως εργάζονται εκτός σπιτιού σε μισθωτές εργασίες ενώ πολλοί κάτοικοι της υπαίθρου εργάζονται και σε απλήρωτες αγροτικές εργασίες που στοχεύουν στη προσωπική διαβίωσή τους. Αλλά όπως και η μείωση της γεννητικότητας, η αστικοποίηση είναι μια διαδικασία με φυσικά όρια. Το επίπεδο της αστικοποίησης της Κίνας είναι ακόμα αρκετά κάτω από όσο είναι στη Δύση και ακόμα δεν υπάρχουν σημάδια επιβράδυνσης της επέκτασης των πόλεων. (Με τους τρέχοντες ρυθμούς αστικοποίησης, η Κίνα δεν πρόκειται να φτάσει το επίπεδο της Δύσης ή της Λατινικής Αμερικής πριν από τη δεκαετία του 2040). Αλλά ποια μορφή θα πάρει αυτή η αστική επέκταση; Τεράστιες παραγκουπόλεις έχουν αρχίσει ήδη να εμφανίζονται στα περίχωρα του Πεκίνου, της Σαγκάης και άλλων μεγάλων πόλεων στη Κίνα. Η κυβέρνηση κατεδαφίζει τις παράγκες κατά εκατοντάδες ή και χιλιάδες κάθε χρόνο αλλά δεν είναι ξεκάθαρο αν οι άνθρωποι που έμεναν εκεί βρίσκουν κάποια άλλη κατοικία ή μένουν άστεγοι. Ανεξάρτητα από το αν η κυβέρνηση θα κερδίσει ή δεν θα κερδίσει τη μάχη με την διόγκωση των παραγκουπόλεων, οι ημέρες που η αστικοποίηση προωθούσε την οικονομική ανάπτυξη έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.

ΔΟΜΙΚΕΣ ΣΤΕΝΟΤΗΤΕΣ
Επιπροσθέτως, η Κίνα αντιμετωπίζει πολιτικά, περιβαλλοντικά και δομικά εμπόδια που θα περιορίσουν την μελλοντική οικονομική της ανάπτυξη. Για παράδειγμα, πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι η Κίνα δεν θα καταφέρει να ανεβεί την κλίμακα των οικονομικών δραστηριοτήτων προστιθέμενης αξίας αν δεν ανοιχτεί πολιτικά. Το επιχείρημα είναι ότι οι δραστηριότητες με υψηλή προστιθέμενη αξία όπως το design, η καινοτομία και το να δημιουργεί κανείς επώνυμα προϊόντα, χρειάζονται απαραίτητα ένα είδος ελεύθερης σκέψης που βρίσκεται μόνο στις δημοκρατικές κοινωνίες. Η Κίνα μπορεί να εκπαιδεύσει εκατοντάδες χιλιάδες μηχανικούς, αλλά αν συνεχίζει να καταπνίγει τη δημιουργικότητά τους, δεν θα καταφέρει ποτέ να φτάσει στα υψηλότερα κλιμάκια της παγκόσμιας οικονομίας. Και δεν θα φτάσει εκεί (σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ) μέχρις ότου τα σχολεία, οι επιχειρήσεις και οι πολίτες μάθουν να καινοτομούν περισσότερο από όσο καινοτομούσαν στο παρελθόν. Καινοτομία υπάρχει στην Κίνα, αλλά η αυταρχική πολιτική κουλτούρα της Κίνας παρεμποδίζει την διαδικασία. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια δυναμική οικονομία της γνώσης να αναδύεται μέσα από ένα μονοκομματικό καταπιεστικό κράτος. Αυτό ποτέ δεν συνέβη στο παρελθόν.
Ακόμα καλύτερα τεκμηριωμένα είναι τα περιβαλλοντικά εμπόδια για τη συνέχιση της ανάπτυξης της Κίνας. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) εκτιμά ότι η ατμοσφαιρική μόλυνση στην Κίνα ευθύνεται για το θάνατο 656.000 ανθρώπων ετησίως. Η μόλυνση των υδάτων σκοτώνει άλλους 95.600 ανθρώπους. Το ίδιο το κινεζικό υπουργείο Υδάτινων Πόρων εκτιμά ότι περίπου 300 εκατομμύρια πολίτες, τα δυο τρίτα εκ των οποίων σε αγροτικές περιοχές, εξαρτώνται από νερό το οποίο περιέχει «βλαβερές ουσίες». Σύμφωνα με την εφημερίδα The New York Times, αξιωματούχοι του Κρατικού Συμβουλίου της Κίνας δήλωσαν ότι το τεράστιο φράγμα «Τρία Φαράγγια» μαστίζεται από «επείγοντα προβλήματα» τα οποία «πρέπει λυθούν όσον αφορά την ομαλή μετεγκατάσταση των κατοίκων (σ.σ.: που έμεναν στις πλημμυρισμένες περιοχές ή στις επικίνδυνες σήμερα όχθες της τεχνητής λίμνης που δημιουργήθηκε), την προστασία του οικοσυστήματος και την πρόληψη γεωλογικών καταστροφών». Η Κίνα εξάλλου ευθύνεται σήμερα για τις παγκοσμίως μεγαλύτερες εκπομπές «αερίων του θερμοκηπίου». Οι μεγάλες ξηρασίες αλλά και οι πλημμύρες που έπληξαν την Κίνα φέτος, μπορεί να έχουν ή και να μην έχουν σχέση με τις περιβαλλοντικές επιδόσεις της. Όμως, είναι σαφές ότι φτάνει σε ένα τέλος η ικανότητα της Κίνας να μετατρέπει σε χρήμα το φυσικό της περιβάλλον και με τον τρόπο αυτό να ενισχύει την ανάπτυξή της χωρίς να ενδιαφέρεται για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η μελλοντική ανάπτυξη της Κίνας πρέπει να είναι πιο «καθαρή» από όσο στο παρελθόν, άρα θα είναι και πιο ακριβή. Ως μια παλαιόθεν πυκνοκατοικημένη χώρα, το φυσικό περιβάλλον στην Κίνα έχει υποστεί εντατική εκμετάλλευση ίσως περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Σήμερα, η χώρα διαθέτει πια πολύ λίγα αποθέματα φυσικού περιβάλλοντος για να εκμεταλλευθεί.
Παρά ταύτα, τα μεγαλύτερα εμπόδια για την περαιτέρω ταχεία ανάπτυξη της Κίνας είναι δομικά. Μέχρι το 1980, η χώρα ήταν πρακτικά κλειστή στον υπόλοιπο κόσμο. Από το 1992, σχεδόν όλη η αστική Κίνα ενσωματώθηκε σε ειδικές οικονομικές ζώνες όπου επιτρεπόταν η ιδιωτική επιχειρηματικότητα και οι ξένες επενδύσεις. Η εκπληκτικά ανεπαρκής Μαοϊκή οικονομία αντικαταστάθηκε από κάποιες εκ των πλέον ανταγωνιστικών εταιρειών του κόσμου. Το να δημιουργήσουν περισσότερη αξία από όσο οι κρατικές βιομηχανίες στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης δεν ήταν πολύ δύσκολο. Αλλά το να δημιουργήσουν περισσότερη αξία από όση οι σημερινές αποτελεσματικές κινεζικές επιχειρήσεις θα είναι πραγματικά πολύ δυσκολότερο.
Αυτή η δυσκολία θα επιδεινωθεί από μεγάλες δομικές αλλαγές στην οικονομία. Από το 1960, το προσδόκιμο ζωής στην Κίνα ανέβηκε από τα 47 χρόνια στα 74 χρόνια, αλλά ο αριθμός παιδιών ανά οικογένεια έπεσε από άνω των πέντε σε λιγότερα από δύο. Οι σημερινοί «μικροί αυτοκράτορες» θα περάσουν τα πιο παραγωγικά τους χρόνια προσέχοντας τους γονιούς τους. Και καθώς θα το κάνουν, η οικονομική δραστηριότητα της Κίνας θα πρέπει να μετακινηθεί από την υψηλής παραγωγικότητας μεταποίηση προς τις χαμηλής παραγωγικότητας υπηρεσίες περίθαλψης και υγείας. Αυτή η αλλαγή θα μειώσει κι άλλο τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας επειδή η παραγωγικότητα είναι δυσκολότερο να αυξηθεί στον τομέα των υπηρεσιών από όσο στην μεταποίηση, τις εξορύξεις ή τη γεωργία. Στο παρελθόν, προκειμένου να εκμεταλλευθούν όσο το δυνατόν περισσότερο τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, οι κινέζοι παραγωγοί εστίασαν στη μεταποίηση με στόχο την παγκόσμια αγορά βιομηχανικών προϊόντων. Στο μέλλον, οι κινέζοι πάροχοι υπηρεσιών δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να επικεντρωθούν στην εγχώρια αγορά περίθαλψης, αδιαφορώντας να αποκτήσουν οποιοδήποτε συγκριτικό πλεονέκτημα.

«ΜΠΟΡΩ ΝΑ..» Ή «ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ»;
Πολλοί σχολιαστές, και κυρίως οι πολιτικοί επιστήμονες George Gilboy και Eric Heginbotham προειδοποίησαν πρόσφατα για τον κίνδυνο «λατινοαμερικανοποίησης» της Κίνας, ιδίως σε σχέση με την αυξανόμενη ανισότητα εισοδημάτων. Το 2003 είχε μόλις έναν δισεκατομμυριούχο (αξιολογημένο σε δολάρια) ενώ το 2011, σύμφωνα με το περιοδικό Forbes, είχε 115 δισεκατομμυριούχους. Κι όμως η Κίνα είναι ακόμα μια φτωχή χώρα: Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σκληρό νόμισμα είναι σημαντικά χαμηλότερο στην Κίνα (κάτω από 5.000 δολάρια) από όσο στη Βραζιλία, το Μεξικό και τη Ρωσία (περίπου 9.000 με 10.000 δολάρια), δηλαδή τις τρείς μεγαλύτερες μεσαίου εισοδήματος χώρες της υφηλίου. Αλλά όσο η Κίνα τις πλησιάζει τόσο και το εύρος των ανισοτήτων μοιάζει με το δικό τους.
Η Κίνα μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία με τη Βραζιλία, το Μεξικό και τη Ρωσία. Κοινωνιολόγοι έχουν προσδιορίσει τις τέσσερις αυτές χώρες ως ανήκουσες στην «ημι-περιφέρεια» της παγκόσμιας οικονομίας, δηλαδή ως μια ομάδα χωρών που δεν είναι πλούσιες και ισχυρές όσο οι ανεπτυγμένες δημοκρατίες αλλά και όχι τόσο φτωχές όσο οι μικρές χώρες της Αφρικής, της Κεντρικής Αμερικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας. (Άλλα παραδείγματα περιλαμβάνουν την Ινδονησία και την Τουρκία). Αυτές οι χώρες χαρακτηρίζονται από ισχυρή κρατική υπόσταση αλλά με αδύναμους θεσμούς, από κυβερνήσεις που επηρεάζονται από τους πλουσιότερους πολίτες και, τέλος, από μαζική φτώχεια
Με τους τρέχοντες ρυθμούς ανάπτυξης η Κίνα θα φτάσει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Βραζιλίας, του Μεξικό και της Ρωσίας περί το 2020. Τότε, και οι τέσσερις χώρες θα έχουν κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανάμεσα στα 10.000 και 15.000 δολάρια (σε σημερινές τιμές). Και θα έχουν παραπλήσια επίπεδα οικονομικής ανισότητας – επίπεδα πολύ υψηλότερα από αυτά των ανεπτυγμένων κρατών. Οι πολίτες τους δεν θα υποφέρουν από πείνα ή κακή διατροφή αλλά θα γνωρίσουν την μαζική εξαθλίωση. Περίπου το 40% του πληθυσμού αυτών των χωρών θα ζει σε μεγάλες πόλεις και το 20% σε αγροτικές περιοχές. Οι υπόλοιποι θα ζουν σε μικρές πόλεις και κωμοπόλεις. Ο ρυθμός των γεννήσεων θα πέσει λίγο κάτω από το όριο διατηρησιμότητας του πληθυσμού και έτσι περίπου τα δύο τρίτα των πληθυσμών τους θα βρίσκονται σε ηλικία ανάμεσα στα 16 και τα 65 χρόνια. Μπροστά σε μια γρήγορη γήρανση του πληθυσμού αυτές οι χώρες θα χρειαστεί να στρέψουν τις οικονομίες τους από τις αναπτυξιακές βιομηχανίες στις αργής ανάπτυξης υπηρεσίες υγείας.
Όλα αυτά εγείρουν την εξής ερώτηση: Εάν το 2020 η Κίνα σχεδόν σίγουρα αντιμετωπίσει δομικές συνθήκες ίδιες με εκείνες της Βραζιλίας, του Μεξικό και της Ρωσίας, γιατί να περιμένει κανείς ότι θα αναπτύσσεται πιο γρήγορα από αυτές; Η Βραζιλία και το Μεξικό ανήκουν στην ομάδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος εδώ και πολλές γενιές. Η Ρωσία βρισκόταν σε αυτή την κατηγορία στις αρχές του εικοστού αιώνα και επέστρεψε αμέσως μετά την πτώση του κομμουνισμού. Η Κίνα βρισκόταν εκεί το 1870, και είναι στο ίδιο επίπεδο πάλι τώρα. Σίγουρα η Κίνα είναι μεγαλύτερη από αυτές τις χώρες αλλά δεν υπάρχει λόγος να σκεφθεί κανείς ότι το μέγεθος την κάνει διαφορετική. Οι ιστορικές στατιστικές δεν δείχνουν καμιά σχέση μεταξύ του μεγέθους μιας χώρας και της οικονομικής της ανάπτυξης.
Η σχετική θέση της Κίνας το 2020 θα μοιάζει απελπιστικά με την Κίνα του 1870 και τη Βραζιλία, το Μεξικό και τη Ρωσία του σήμερα. Δεν υπάρχει καμιά ειδική αιτία να πιστεύει κανείς ότι το 2020 η Κίνα θα είναι πιο επιτυχημένη από όσο ήταν οι άλλες χώρες. Ίσως η τάση της Κίνας προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης να της επιτρέψει να ξεπεράσει τον μέσο όρο από πλευράς κατανομής εισοδήματος παρά την αδύναμη κοινωνία των πολιτών που διαθέτει, παρά τον πληθυσμό της που γηράσκει και παρά το κατεστραμμένο της φυσικό περιβάλλον. Και έχοντας ξαναγυρίσει στη σχετική της θέση του 19ου αιώνα έναντι της Δύσης, ίσως τελικά η Κίνα κερδίσει ξανά την υπεροχή της έναντι της Δύση, όπως τον 13ο αιώνα. Η δομή δεν είναι πεπρωμένο. Και αν η Κίνα καταφέρει να ξεπεράσει τους περιορισμούς της, θα μπορούσε να προκαλέσει μια πλήρη ανακατάταξη του διεθνούς συστήματος.
Αλλά είναι πιο λογικό να δει κανείς την περιβόητη «μπορώ να κάνω» διάθεση της Κίνας περισσότερο ως μια «έχω ήδη πετύχει» συμπεριφορά: Μια δικαιολογημένη περηφάνια για τα πρόσφατα επιτεύγματα αντί έναν προάγγελο μελλοντικών επιτυχιών. Όπως άλλες χώρες μέσου εισοδήματος, η Κίνα μάλλον θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ελαφρά υψηλότερο ρυθμό από τις χώρες της Δύσης, αλλά όχι τόσο γρήγορα όσο μεταξύ του 1990 και του 2010. Και οπωσδήποτε με πολύ μεγαλύτερη αστάθεια. Ο πληθυσμός της θα αρχίσει να μειώνεται από το 2020 ενώ ο πληθυσμός των ΗΠΑ θα συνεχίσει να αυξάνεται. Οπότε, το συνολικό μέγεθος της κινεζικής οικονομίας φαίνεται ότι θα παραμείνει σχεδόν το ίδιο με των Ηνωμένων Πολιτειών για το υπόλοιπο του 21ου αιώνα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Κίνα δεν θα είναι ένας από τους κύριους παγκόσμιους παίκτες. Ακόμα κι αν πετύχει μόνο την ισότητα με τις ΗΠΑ σε σχέση με το συνολικό ΑΕΠ και κατορθώσει να φτάσει στο ένα τέταρτο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των ΗΠΑ, και πάλι θα είναι μια υπολογίσιμη δύναμη. Θα έχει γίνει το δεύτερο απαραίτητο κράτος του κόσμου.
Αλλά δεδομένου ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν μεγαλύτερο δίκτυο συμμάχων και καλύτερη γεωστρατηγική θέση, η αμερικανική ηγεμονία δεν απειλείται από την άνοδο της Κίνας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες περιστοιχίζονται από παλαιούς συμμάχους (τον Καναδά και τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης) ή από σταθερά, αδύναμα και μη ανταγωνιστικά κράτη (Λατινική Αμερική). Οι γείτονες της Κίνας είναι η πλούσια και ισχυρή Ιαπωνία, οι αναδυόμενες Νότια Κορέα και Βιετνάμ, οι γίγαντες Ινδία και Ρωσία και ένα πλήθος από αποτυχημένα ή έτοιμα να αποτύχουν κράτη στην Κεντρική και τη Νοτιοανατολική Ασία. Οι ΗΠΑ κυριαρχούν στους ωκεανούς, τον ουρανό και στο διάστημα. Η Κίνα παλεύει να διατηρήσει την τάξη στο έδαφός της. Η Κίνα πρόκειται, και της αρμόζει άλλωστε, να παίξει έναν αυξημένης βαρύτητας ρόλο στην Ασία και στον κόσμο αλλά δεν είναι σε θέση να κυριαρχήσει ούτε καν την Ασία, πόσω μάλλον τον κόσμο.
Διάφορες αυθεντίες μπορεί να απολαύσουν την ευκαιρία να προβούν σε εικασίες σχετικά με ένα μετα-αμερικανικό μέλλον στο οποίο ο κόσμος θα πρέπει να αρχίσει να μαθαίνει να μιλά κινέζικα, αλλά τα δεδομένα δείχνουν ότι αυτό δεν θα συμβεί ετούτο τον αιώνα. Είναι η ώρα να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε την Κίνα σαν ένα μεγάλο αλλά συνηθισμένο κράτος. Ο υπόλοιπος κόσμος δεν θα πρέπει ούτε να ελπίζει ούτε να φοβάται την προοπτική μιας κινεζικής κυριαρχίας. Βάζοντας στην άκρη τον ενθουσιασμό ή τον πανικό, θα μπορούσε κανείς να δει την Κίνα σαν μια χώρα που βίωσε φοβερές τραγωδίες για 200 χρόνια και τώρα επιστρέφει στη φυσιολογική ζωή. Αυτό είναι κάτι καλό – για την Κίνα, τις ΗΠΑ και για τον κόσμο. Αν το διεθνές σύστημα αντιμετωπίσει την Κίνα αλλά και η Κίνα αντιμετωπίσει τον εαυτό της σαν ένα σημαντικό αλλά όχι πανίσχυρο μέτοχο του παγκόσμιου συστήματος, οι παράλογοι φόβοι θα μειωθούν σε όλες τις πλευρές, όπως πρέπει να συμβεί. Η αυριανή Κίνα είναι πιο πιθανό να εστιάσει τις προσπάθειές της στην αντιμετώπιση των αναγκών των κινέζων πολιτών παρά στην καθιέρωσή της ως ένας νέος παγκόσμιος ηγεμόνας.

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/68207/salvatore-babones/the-middl...

Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Συνδέσεις:
[1] http://sydney.edu.au/