Η πτώση της μεσαίας τάξης και το μέλλον της Δημοκρατίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πτώση της μεσαίας τάξης και το μέλλον της Δημοκρατίας

Η αριστερά πάσχει από έλλειμμα ρεαλιστικών προτάσεων

Όποιο κι αν είναι το θεωρητικό υπόβαθρο σε μια ατζέντα της Αριστεράς, το μεγαλύτερο πρόβλημά της είναι η έλλειψη αξιοπιστίας. Οι δύο προηγούμενες γενεές γνώρισαν μια Αριστερά, η γενική τάση της οποίας ακολούθησε σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, που εστίαζε στην κρατική μέριμνα επί μιας σειράς υπηρεσιών, όπως οι συντάξεις, η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση. Αυτό το μοντέλο έχει τώρα εξαντληθεί: τα κράτη-πρόνοιας έχουν γίνει μεγάλα, γραφειοκρατικά και δύσκαμπτα. Πολύ συχνά αιχμαλωτίζονται από τους ίδιους τους οργανισμούς τους οποίους εποπτεύουν, μέσω των συνδικάτων στον δημόσιο τομέα. Και πάνω απ’ όλα, είναι ασύμφορα από δημοσιονομική άποψη, καθώς οι λαοί γηράσκουν παντού στον ανεπτυγμένο κόσμο. Κατά συνέπεια, όταν τα υφιστάμενα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ανέρχονται στην εξουσία, δεν ευελπιστούν παρά να γίνουν φρουροί ενός κράτους-πρόνοιας που είχε δημιουργηθεί δεκαετίες πριν. Κανένα από αυτά τα κόμματα δεν είχε ένα καινούργιο, ενδιαφέρον πρόγραμμα, γύρω από το οποίο να προσελκύσει τις μάζες.

ΜΙΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Φανταστείτε, για μια στιγμή, σήμερα, έναν ταπεινό γραφιά, κάπου σε μια σοφίτα, να προσπαθεί να αποτυπώσει μια ιδεολογία για το μέλλον, που θα προσφέρει έναν ρεαλιστικό δρόμο προς έναν κόσμο με υγιείς κοινωνίες μεσαίων τάξεων και εύρωστων δημοκρατιών. Πώς θα ήταν αυτή η ιδεολογία ;

Θα είχε δύο -τουλάχιστον- συστατικά μέρη, το πολιτικό και το οικονομικό. Από πολιτική άποψη, η νέα ιδεολογία θα έπρεπε να επαναβεβαιώνει την υπεροχή της δημοκρατικής πολιτικής επί της οικονομίας και να νομιμοποιεί εκ νέου την κυβέρνηση ως εκφραστή του δημοσίου συμφέροντος. Όμως, η ατζέντα που προωθείται για την προστασία της ύπαρξης της μεσαίας τάξης, δεν θα πρέπει να βασίζεται απλώς στους υφιστάμενους μηχανισμούς του κράτους-πρόνοιας. Η ιδεολογία θα πρέπει με κάποιον τρόπο να επανασχεδιάσει τον δημόσιο τομέα, αποδεσμεύοντάς τον από την εξάρτησή του από τις υπάρχουσες ομάδες συμφερόντων και χρησιμοποιώντας νέες, επιβοηθούμενες από την τεχνολογία, προσεγγίσεις για την παροχή υπηρεσιών. Θα πρέπει να κάνει με ειλικρίνεια λόγο για μεγαλύτερη αναδιανομή και να παρουσιάσει ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα για να πάψει η κυριαρχία των ομάδων συμφερόντων στην πολιτική.

Από οικονομική άποψη, η ιδεολογία δεν θα πρέπει να ξεκινά με μια καταδίκη του καπιταλισμού καθεαυτού, ως σαν ο ξεπερασμένος σοσιαλισμός να εξακολουθεί να αποτελεί βιώσιμη προοπτική. Το διακύβευμα είναι μάλλον η διαφοροποίηση του καπιταλισμού και ο βαθμός στον οποίον οι κυβερνήσεις θα βοηθήσουν τις κοινωνίες να προσαρμοστούν στις αλλαγές. Η παγκοσμιοποίηση θα πρέπει να γίνει αντιληπτή όχι ως ένα μοχθηρό φυσικό φαινόμενο, αλλά μάλλον ως πρόκληση και ευκαιρία, που πρέπει να γίνει αντικείμενο πολύ προσεκτικών πολιτικών χειρισμών. Η νέα ιδεολογία δεν θα βλέπει τις αγορές ως αυτοσκοπό. Αντιθέτως, θα αποτιμά το παγκόσμιο εμπόριο και τις επενδύσεις στο μέτρο που συνέβαλαν στη δημιουργία μιας ευημερούσας μεσαίας τάξης και όχι μόνο στη μεγαλύτερη συσσώρευση εθνικού πλούτου.

Ωστόσο, δεν είναι εύκολο να επιτευχθούν τα ανωτέρω χωρίς να γίνει μια σοβαρή και επίμονη κριτική ανάλυση στο οικοδόμημα των σύγχρονων νεοκλασικών οικονομικών, αρχής γενομένης από θεμελιώδεις προϋποθέσεις, όπως είναι ο σεβασμός των ατομικών προτιμήσεων και η άποψη ότι το συλλογικό εισόδημα είναι ένας ακριβής δείκτης της εθνικής ευημερίας. Αυτή η ανάλυση θα πρέπει να επισημαίνει ότι το εισόδημα των ανθρώπων δεν αντιστοιχεί απαραιτήτως με την πραγματική συνεισφορά τους στην κοινωνία. Εντούτοις, θα πρέπει να προχωρεί περισσότερο και να αναγνωρίζει ότι ακόμη και αν οι αγορές εργασίας ήταν αποδοτικές, η φυσική κατανομή των χαρισμάτων δεν είναι απαραιτήτως δίκαιη και ότι τα άτομα δεν είναι κυρίαρχες οντότητες, αλλά πλάσματα που σε πολύ μεγάλο βαθμό διαμορφώνονται από τις κοινωνίες που τα περιβάλλουν.

Οι περισσότερες από αυτές τις ιδέες κυκλοφορούσαν σαν συνονθύλευμα για κάποιο διάστημα. Ο γραφιάς που προαναφέραμε, θα έπρεπε να τις τοποθετήσει σε ένα συνεκτικό πακέτο. Ο ίδιος ή η ίδια θα έπρεπε επίσης να αποφύγει το πρόβλημα με τη «λάθος διεύθυνση». Η κριτική της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή, θα πρέπει να είναι συνδεδεμένη με τον πατριωτισμό ως στρατηγική για κινητοποίηση, έτσι ώστε να καθορίζει την έννοια του εθνικού συμφέροντος με έναν τρόπο πιο εξελιγμένο, σε σύγκριση -για παράδειγμα- με το σύνθημα «Αγόραζε Αμερικανικά», που προώθησαν τα σωματεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το προϊόν θα ήταν μια σύνθεση ιδεών τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά, αποσυνδεδεμένο από την ατζέντα των περιθωριοποιημένων ομάδων, που συνιστούν το υπάρχον προοδευτικό κίνημα. Η ιδεολογία θα πρέπει να είναι λαϊκή. Το μήνυμα θα πρέπει να ξεκινά με μια κριτική κατά των αρχουσών τάξεων, οι οποίες επέτρεψαν να θυσιαστούν τα οφέλη των πολλών προς χάριν των ολίγων, και μια κριτική της χρηματοοικονομικής πολιτικής (ειδικά στην Ουάσιγκτον), που συντριπτικά ευνοεί τους πλούσιους.

Οι εγγενείς κίνδυνοι ενός τέτοιου κινήματος είναι προφανείς: μια υποχώρηση ιδίως των Ηνωμένων Πολιτειών από την υπεράσπιση ενός πιο ανοιχτού παγκόσμιου συστήματος, θα πυροδοτούσε αλλού αντιδράσεις προστατευτισμού. Από πολλές απόψεις, η επανάσταση των Ρήγκαν και Θάτσερ πέτυχε αυτό που έλπισαν οι υποστηρικτές της, δηλαδή να δημιουργήσει έναν ολοένα και πιο ανταγωνιστικό, παγκοσμιοποιημένο και χωρίς συγκρούσεις κόσμο. Στη διαδρομή παρήχθη τεράστιος πλούτος και δημιουργήθηκαν ανερχόμενες μεσαίες τάξεις παντού στον ανεπτυγμένο κόσμο, αλλά και παράλληλη εξάπλωση της δημοκρατίας. Είναι πιθανόν ο ανεπτυγμένος κόσμος να βρίσκεται στην άκρη μιας σειράς τεχνολογικών ανακαλύψεων, οι οποίες όχι μόνο θα αυξήσουν την παραγωγικότητα αλλά και θα προσφέρουν αξιόλογη απασχόληση σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων από τη μεσαία τάξη.