Η αποτυχία του ευρώ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αποτυχία του ευρώ

Το ευρωπαϊκό νόμισμα και η περίπτωση της Ελλάδας

Το έλλειμμα προϋπολογισμού της Ελλάδας που φτάνει το 9% του ΑΕΠ είναι πολύ μεγάλο ώστε να αποφευχθεί μια χρεοκοπία επί του εθνικού χρέους. Με το τρέχον χρέος της Ελλάδας ως προς το ΑΕΠ να φτάνει το 150% και την τρέχουσα αξία του ελληνικού ΑΕΠ να πέφτει σε ονομαστικούς ευρωπαϊκούς όρους κατά 4% ετησίως, το ποσοστό του χρέους θα αυξηθεί τον επόμενο χρόνο στο 170% του ΑΕΠ. Η αναχρηματοδότηση του χρέους καθώς γίνεται σταδιακά απαιτητό και η πληρωμή υψηλότερων επιτοκίων πάνω σε αυτό θα αυξήσει το συνολικό χρέος ακόμα πιο γρήγορα.

Ακόμα και αν μια πιο γενική μείωση της λογιστικής αξίας του ελληνικού χρέους θα μείωνε τις τρέχουσες πληρωμές τόκων της Ελλάδας στο μισό, το έλλειμμα θα παρέμενε ακόμα στο 6% του ελληνικού ΑΕΠ και το ποσοστό χρέους ως προς το ΑΕΠ θα αυξανόταν στο 165% του ΑΕΠ μέσα σε 12 μήνες. Και αυτό, χωρίς καν να ληφθούν υπόψη οι δυσμενείς επιπτώσεις που θα είχε η μείωση της λογιστικής αξίας του χρέους στις ελληνικές τράπεζες. Η ελληνική κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να καλύψει τους έλληνες καταθέτες, αυξάνοντας κι άλλο το κρατικό χρέος.

Για να πετύχει μια βιώσιμη λύση η Ελλάδα πρέπει να αρχίσει να μειώνει τον δείκτη του εθνικού χρέους της ως προς το ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αδύνατο όσο το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας μειώνεται. Η βασική αριθμητική του προϋπολογισμού δείχνει ότι ακόμα και αν το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας αρχίσει να αυξάνεται στο 2% (από το τρέχον 7% πραγματικής μείωσης) και ο πληθωρισμός φτάσει τον στόχο του 2% που έχει ορίσει η ΕΚΤ, το έλλειμμα δεν θα πρέπει να ξεπεράσει το 6% του ΑΕΠ αν το ποσοστό χρέους σταματήσει να αυξάνεται. Καθώς μόνο ο τόκος επί του χρέους είναι 6% του ΑΕΠ, ο υπόλοιπος προϋπολογισμός της Ελλάδας πρέπει να εξισορροπήσει με το τρέχον έλλειμμα του 3%.
Αν μειωνόταν το επιτόκιο στο μισό και παράλληλα εξισορροπούσε ο υπόλοιπος προϋπολογισμός, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα μειωνόταν πολύ αργά, από 150% που είναι τώρα σε 145% μετά από έναν χρόνο, ακόμα και αν δεν απαιτούνταν η κάλυψη των καταθετών και η εξόφληση των άλλων πιστωτών. Δεν είναι σαφές ότι οι χρηματοοικονομικές αγορές θα περιμένουν πότε η Ελλάδα θα μετατρέψει αυτόν τον οικονομικό κλοιό σε βιώσιμο χρέος αρκετά κάτω του 100%.

Η κατάσταση στην Ιταλία είναι πολύ καλύτερη. Η Ιταλία έχει ήδη έναν ελαφρά θετικό ρυθμό ανάπτυξης και ένα στοιχειώδες πλεόνασμα του προϋπολογισμού, με τα φορολογικά έσοδα να ξεπερνούν τις άτοκες κυβερνητικές δαπάνες σχεδόν κατά 1% του ΑΕΠ. Το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας φτάνει περίπου το 4% του ΑΕΠ. Μια μείωση του ελλείμματος ισοδύναμη με 2% του ΑΕΠ θα ήταν αρκετή για να αρχίσει να μειώνεται το ποσοστό χρέους ως προς το ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο δεν είναι δύσκολο να επιτευχθεί, καθώς οι κυβερνητικές δαπάνες φτάνουν με δυσκολία το 50% του ΑΕΠ. Η προοπτική μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος έχει ήδη ρίξει το επιτόκιο για τη νέα κυβέρνηση που δανείζεται αντί με 7,5% τώρα με 6,5%. Ελαχιστοποιώντας το δημοσιονομικό έλλειμμα και αρχίζοντας τη συρρίκνωση του χρέους πιο γρήγορα, πιθανότατα το επιτόκιο θα επιστρέψει στο 4%, το επίπεδο στο οποίο βρισκόταν η Ιταλία πριν αρχίσει η κρίση.

ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΖΩΝΕΣ

Ακόμα και αν οι χώρες της ευρωζώνης μείωναν τα μεγάλα ελλείμματα των προϋπολογισμών τους και μετρίαζαν έτσι την απειλή για τις εμπορικές τράπεζες που επένδυσαν σε κρατικά ομόλογα, ένα άλλο πρόβλημα που προκαλεί η οικονομική ένωση θα παρέμενε: οι διαφορές ανάμεσα στα μέλη της ευρωζώνης με όρους μακροπρόθεσμης ανταγωνιστικότητας, η οποία οδηγεί σε σημαντικές διαφορές στις εμπορικές ισορροπίες οι οποίες δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν.

Τον περασμένο χρόνο, η Γερμανία είχε ένα εμπορικό πλεόνασμα σχεδόν 200 δισ. δολαρίων, ενώ τα άλλα μέλη της ευρωζώνης είχαν συνολικά ελλείμματα προϋπολογισμού 200 δισ. δολαρίων. Ένα πιο αναλυτικό στοιχείο που έχει επίπτωση στο καθαρό εισόδημα από επενδύσεις αποκαλύπτει ότι η Γερμανία έχει πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στο 5% του ΑΕΠ, ενώ η Ελλάδα έχει έλλειµµα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σχεδόν 10% του ΑΕΠ. Για να το θέσουμε αλλιώς: η Γερμανία μπορεί να επενδύσει στον υπόλοιπο κόσμο ένα ποσό ίσο με το 5% του ΑΕΠ της, ενώ η Ελλάδα πρέπει να δανειστεί ένα ποσό ίσο με 10% σχεδόν του ΑΕΠ της για να πληρώσει τις τρέχουσες εισαγωγές της.

Αν η Ελλάδα δεν ήταν μέρος της ευρωζώνης, η τιμή συναλλάγματός της θα προσαρμοζόταν με τον καιρό έτσι ώστε να εμποδίσει αυτό το μεγάλο και αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα. Πιο συγκεκριμένα, η ανάγκη να χρηματοδοτήσει αυτό το εμπορικό έλλειμμα θα προκαλούσε μείωση στην ελληνική ισοτιμία, κάνοντας τις ελληνικές εξαγωγές πιο ελκυστικές στους ξένους αγοραστές και ενθαρρύνοντας τους έλληνες καταναλωτές να αντικαταστήσουν με ελληνικά αγαθά και υπηρεσίες τις εισαγωγές. Το αυξανόμενο κόστος των εισαγωγών θα μείωνε, επίσης, το πραγματικό ατομικό εισόδημα στην Ελλάδα, οδηγώντας σε χαμηλότερη κατανάλωση και απελευθερώνοντας τα ελληνικά αγαθά και τις υπηρεσίες ώστε να εξάγονται σε ξένους αγοραστές.