Υπερασπίζοντας τους κερδοσκόπους της αγοράς πετρελαίου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Υπερασπίζοντας τους κερδοσκόπους της αγοράς πετρελαίου

Μην κατηγορείτε τα χρηματιστήρια για τις υψηλές τιμές των καυσίμων
Περίληψη: 

Με τις τιμές της βενζίνης να βρίσκονται στα ύψη παντού, έχουν βγει τα μαχαίρια εναντίον των κερδοσκόπων στην πετρελαϊκή αγορά. Η κερδοσκοπία είναι ένας εύκολος αποδιοπομπαίος τράγος, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια ενός προεκλογικού έτους, αλλά αυτό είναι λάθος. Αν μη τι άλλο, οι κερδοσκόποι βοηθούν τις τιμές της ενέργειας να ανταποκρίνονται στις μεταβολές της προσφοράς και της ζήτησης, προς όφελος των παραγωγών και των καταναλωτών.

Ο Blake Clayton είναι συνεργάτης για θέματα Ενέργειας και Εθνικής Ασφάλειας στο Council on Foreign Relations. Συμμετέχει στο μπλογκ του CFR “Energy, Security, and Climate”.

Με τις τιμές της βενζίνης να βρίσκονται στα ύψη, βγήκαν τα μεγάλα μαχαίρια εναντίον των κερδοσκόπων στην πετρελαϊκή αγορά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι ανησυχούν ότι ο πόνος του καταναλωτή στην αντλία βενζίνης ενδέχεται να τους προκαλέσει πόνο στην κάλπη αυτό το φθινόπωρο. Τον περασμένο μήνα, δεκάδες Δημοκρατικοί στη Βουλή και τη Γερουσία απέστειλαν επιστολή προς την Commodity Futures Trading Commission (Επιτροπή για την Αγορά Παραγώγων στα Εμπορεύματα, CFTC) επικρίνοντας τις ομοσπονδιακές ρυθμιστικές αρχές για την αποτυχία τους να αστυνομεύσουν ικανοποιητικά τις ενεργειακές αγορές, υπονοώντας ότι υπαίτια για την αύξηση του κόστους της βενζίνης είναι η Wall Street. Ταυτόχρονα, ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ζήτησε από τον Γενικό Εισαγγελέα Eric Holder να «δώσει προσοχή στο ενδεχόμενο κερδοσκοπίας στις αγορές πετρελαίου» και να ανασυστήσει μια ομάδα εργασίας για να διερευνήσει κατά πόσον η Wall Street καθοδηγεί τεχνητά τις τιμές του πετρελαίου. Οι κινήσεις αυτές αντικατοπτρίζουν την λαϊκή άποψη ότι η απερίσκεπτη κερδοσκοπία στις χρηματοπιστωτικές αγορές εκτινάσσει τις τιμές λιανικής της βενζίνης πολύ πέρα από ό, τι επιβάλλουν η προσφορά και η ζήτηση. Μια δημοσκόπηση του CNN διαπίστωσε ότι 59% των Αμερικανών πιστεύουν ότι οι «κερδοσκόποι και άλλοι επενδυτές που αγοράζουν και πωλούν το πετρέλαιο στις χρηματοπιστωτικές αγορές» έχουν «μεγάλη» ευθύνη για την άνοδο των τιμών της βενζίνης που σημειώθηκε την περασμένη άνοιξη.

Αυτό που οι επικριτές χλευαστικά αναφέρουν ως «κερδοσκοπία στην αγορά πετρελαίου» είναι πολύ συχνά μια νεφελώδης, επιθετική γενικολογία με στόχο να υπενθυμίσει την παράνομη κερδοσκοπία από οικονομικούς μεγιστάνες σε βάρος της υπόλοιπης χώρας. Αλλά το να αποδίδεται η ευθύνη για τις υψηλές τιμές του πετρελαίου στους κερδοσκόπους είναι λαϊκισμός δια συνθημάτων, δεν αποτελεί σοβαρή πετρελαϊκή πολιτική. Η Wall Street είναι ο ηθικά και πολιτικά βολικός αποδιοπομπαίος τράγος για τα ενεργειακά δεινά της χώρας - και αυτό είναι λάθος. Η κερδοσκοπία στην αγορά πετρελαίου, όταν υπόκειται στους σωστούς κανόνες, βοηθά τις τιμές της ενέργειας να ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στις μεταβολές της προσφοράς και της ζήτησης, ωφελώντας αυτούς που παράγουν αλλά και εκείνους που καταναλώνουν ενέργεια, καθώς και την οικονομία εν γένει.

Στα δημοφιλή μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο όρος «κερδοσκοπία» τείνει να αναφέρεται σε διάφορα είδη δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα στην αγορά πετρελαίου. Το πρώτο είναι η αγορά και πώληση προθεσμιακών συμβολαίων, τα οποία είναι χρηματοοικονομικοί τίτλοι που δίνουν στους κατόχους τους το δικαίωμα να αγοράσουν ή να πουλήσουν μια συγκεκριμένη ποσότητα πετρελαίου σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Αερογραμμές, παραγωγοί πετρελαίου και διυλιστήρια χρησιμοποιούν τις χρηματοπιστωτικές αγορές για να αντισταθμίσουν έντονες διακυμάνσεις των τιμών. Αυτό είναι λογικό: με την εξασφάλιση του δικαιώματος να παραλαμβάνουν ή να ξεφορτώνουν πετρέλαιο στο μέλλον σε καθορισμένη τιμή, αυτές οι εταιρείες είναι σε θέση να προστατεύσουν τους δικούς τους ισολογισμούς. Όμως, οι ανάγκες των επιχειρήσεων που καταναλώνουν πετρέλαιο και εκείνων που το παράγουν συχνά δεν ταιριάζουν. Χρηματοοικονομικοί οίκοι που επιχειρούν στις αγορές προθεσμιακών παραγώγων βοηθούν να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ αυτών των εταιρειών, αναλαμβάνοντας το ρίσκο από το οποίο οι άλλοι θέλουν απελπισμένα να απαλλαγούν. Αν αυτοί οι κερδοσκόποι σταματήσουν να λειτουργούν, τότε θα πληγούν περισσότερο οι επιχειρήσεις στην Main Street (σ.σ.: λογοπαίγνιο για τη συνήθεια να ονομάζεται Κεντρική Οδός ο εμπορικότερος δρόμος σε πολλές μικρές και μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ) και όχι στη Wall Street.

Μια δεύτερη κοινή μορφή κερδοσκοπίας στην αγορά πετρελαίου είναι οι προληπτικές αγορές από εταιρείες που βασίζονται στην πρόσβαση στο πετρέλαιο και φοβούνται μια διακοπή του εφοδιασμού στο μέλλον. Αυτό το είδος της κερδοσκοπίας, η οποία μπορεί να προκαλέσει αύξηση στις τιμές του πετρελαίου, λειτουργεί ως μια μορφή εξασφάλισης, τόσο για τις επιχειρήσεις που απειλούνται όσο και για την οικονομία γενικότερα. Επίσης, μειώνει τον κίνδυνο για μια ακραία άνοδο των τιμών αργότερα - ή ακόμη χειρότερα, μια τρομερή έλλειψη βενζίνης – μετριάζοντας τη ζήτηση και φέρνοντας προς τα εμπρός περισσότερες προμήθειες. Αντιμετωπίζοντας την αβεβαιότητα, οι εταιρείες είναι σοφό να σπεύδουν να εξασφαλίσουν το πετρέλαιο που θέλουν να χρησιμοποιήσουν στο μέλλον. Εάν οι επιχειρήσεις δεν δημιουργήσουν ένα «μαξιλάρι» στα αποθέματά τους, μια διακοπή θα μπορούσε να σημάνει καταστροφή για τους ίδιους και τους πελάτες τους. Επιπλέον, η σχετικά σταδιακή αύξηση των τιμών που δημιουργεί η προληπτική αγορά ποσοτήτων πετρελαίου είναι πολύ καλύτερη για την οικονομία από την εναλλακτική λύση: οι τιμές να πετούν στα ύψη σε μια αγορά πετρελαίου που βρέθηκε ανέτοιμη σε μια εντελώς απρόβλεπτη διακοπή εφοδιασμού καυσίμων.

Ένα άλλο είδος κερδοσκοπίας, την οποία πολλοί βρίσκουν ακόμα πιο απαράδεκτη, είναι η ανταλλαγή συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης και άλλα περίπλοκα παράγωγα μεταξύ επιχειρήσεων που ποτέ δεν θα χρησιμοποιήσουν πραγματικά πετρέλαιο, όπως είναι τα hedge funds και τα άλλα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αυτό το είδος των συναλλαγών έχει αυξηθεί σημαντικά κατά την τελευταία δεκαετία. Περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται σε έναν τύπο επενδυτικού οχήματος, τους δείκτες εμπορευμάτων, έχουν διογκωθεί από μόλις 13 δισεκατομμύρια δολάρια το 2004 σε περισσότερα από 200 δισ. σήμερα. Όμως, παρά τις προσπάθειες των πολιτικών να καθοδηγήσουν αυτή την ροή κεφαλαίων με μία πληθώρα ελέγχων από ειδικούς ελεγκτές και ρυθμιστικές Αρχές, δεν υπάρχει οριστική απόδειξη ότι αυτά τα κερδοσκοπικά κεφάλαια έχουν προκαλέσει απόκλιση για μεγάλο χρονικό διάστημα στις λιανικές τιμές των καυσίμων από όσο η προσφορά και η ζήτηση θα δικαιολογούσαν.