Τίποτα εύκολο για την Ελλάδα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τίποτα εύκολο για την Ελλάδα

Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και τα πιθανά σενάρια

Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της 17ης Ιουνίου, όχι μόνο θα καθορίσει κατά πόσον η Ελλάδα θα εξέλθει από τη ζώνη του ευρώ, αλλά θα μπορούσε επίσης να σφραγίσει τη μοίρα ολόκληρου του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού σχεδίου. Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, η κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) και ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, γνωστός και ως ΣΥΡΙΖΑ, είναι σε ισοπαλία. Η κατάληψη της πρώτης θέσης είναι ζωτικής σημασίας γιατί χαρίζει ένα μπόνους 50 εδρών στο κοινοβούλιο, πράγμα που σημαίνει ότι καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να σχηματιστεί χωρίς τον νικητή.

Από την πλευρά της, οι πιθανότητες της ΝΔ εξαρτώνται από το αν μπορεί να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους που εγκατέλειψαν το κόμμα στις τελευταίες εθνικές εκλογές στις 6 Μαΐου. Οι εκλογές αυτές ήταν, το λιγότερο, μια προσπάθεια του αρχηγού της ΝΔ, Αντώνη Σαμαρά, να αναλάβει την εξουσία. Είχε κατασκευάσει το πολιτικό προφίλ του με το να είναι αντίθετος στη συμφωνία διάσωσης της ελληνικής οικονομίας και το πρόγραμμα προσαρμογής που ετοίμασαν τον Μάιο του 2010 η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο - γνωστοί ως τρόικα. Στη συνέχεια, η ώρα του Σαμαρά ήρθε τον Νοέμβριο, αφότου ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ζήτησε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Οι Βρυξέλλες γρήγορα απείλησαν να αποσύρουν την υποστήριξή τους από την Ελλάδα και ο Παπανδρέου, συνειδητοποιώντας ότι είχε στραβοπατήσει, υποστήριξε μια κυβέρνηση συνασπισμού με επικεφαλής τον πρώην αντιπρόεδρο της ΕΚΤ Λουκά Παπαδήμο. Η κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε επιτυχώς μια διαγραφή χρεών και ολοκλήρωσε το Σύμφωνο Προσαρμογή με την τρόικα. Ο Σαμαράς υποστήριξε επίσης την κυβέρνηση, με την προϋπόθεση ότι τόσο η διάρκεια όσο και η εντολή της είναι περιορισμένη. Αλλά αυτή η μεταβολή της στάσης του, υπονόμευσε την αξιοπιστία του μεταξύ των ψηφοφόρων.

Ο Σαμαράς θεωρείται ευρέως ως εκπροσωπεί το διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό πολιτικό κατεστημένο της Αθήνας που οδήγησε τη χώρα στην καταστροφή. Στο κάτω - κάτω, το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα στην Ελλάδα επιδεινώθηκε σημαντικά κατά την τελευταία θητεία της κυβέρνησης ΝΔ από το 2004 ως το 2009. Δεν θα πρέπει να αποτελέσει καμία έκπληξη, λοιπόν, ότι όταν πίεσε να γίνουν οι εκλογές στις 6 Μαΐου, ελπίζοντας να κερδίσει με μεγάλη διαφορά, το αποτέλεσμα ήταν το χειρότερο στην ιστορία της ΝΔ: Ούτε ένας στους πέντε ψηφοφόρους δεν υποστήριξε το κόμμα.

Αλλά οι πρόωρες εκλογές έκαναν και κάτι άλλο: Παρέλυσαν την πραγματική πρόοδο που εξελισσόταν. Τους μήνες πριν από τις εκλογές, τα μέτρα λιτότητας που υπαγορεύθηκαν από την τρόικα είχαν δώσει ώθηση στις εξαγωγές. Το έλλειμμα της Αθήνας ήταν σε οξεία πτωτική πορεία, σε συμφωνία με το χρονοδιάγραμμα που προβλέπει την εξάλειψή του έως το 2013. Παρά την περιορισμένη της εντολή, η κυβέρνηση Παπαδήμου εισήγαγε συγκεκριμένα μέτρα για την καταπολέμηση της διαφθοράς, της κατάχρησης του δημοσίου χρήματος, της φοροδιαφυγής και της αναποτελεσματικότητας - πολιτικές που είχαν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς. Η απογραφή των δημοσίων συντάξεων αποκάλυψε έναν εκπληκτικό αριθμό 200.000 ψεύτικων αναπήρων και ηλικιωμένων δήθεν δικαιούχων, των οποίων η ετήσια επιβάρυνση επί του προϋπολογισμού, σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις, ήταν πάνω από 870 εκατομμύρια δολάρια. Μια κίνηση για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης έφερε ως αποτέλεσμα μέτρα ελέγχου του πραγματικού κόστους. Η ελληνική ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών για τη σταθεροποίηση του τραπεζικού τομέα και την ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά, ήταν σε καλό δρόμο. Η διαρροή των τραπεζικών καταθέσεων αντιστράφηκε, και το αποτέλεσμα του «κουρέματος» του χρέους έφερνε αυξημένη σταθερότητα. Οι ύψους σχεδόν 8,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων εμπορικές και φορολογικές επιστροφές από το δημόσιο που καθυστερούσαν θα είχαν προχωρήσει, παρέχοντας μια τεράστια και απολύτως αναγκαία ώθηση για την οικονομία.

Εξαιτίας της λανθασμένης εκτίμησης του Σαμαρά, τα θετικά αυτά μηνύματα έχουν εξαφανιστεί. Το Σύμφωνο Προσαρμογής (Μνημόνιο) εκλαμβάνεται ευρέως ως αποτυχία. Οι επικριτές του αισθάνονται δικαιωμένοι. Με την πολιτική παράλυση την κορυφή, η διαβόητα αναποτελεσματική γραφειοκρατική μηχανή του ελληνικού κράτους έχει περιέλθει σε ακινησία. Η ΝΔ έπαιξε με τους φόβους των Ελλήνων για έξοδο από το ευρώ προσπαθώντας να κερδίσει πίσω τις χαμένες ψήφους. Και δεδομένου ότι περισσότερο από το 60% της χώρας έχει με συνέπεια υποστηρίξει τη συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρώ, η ΝΔ θα μπορούσε να βρει εκεί υποστήριξη.

Αλλά η ΝΔ κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση. Παρά την πραγματική επιθυμία του κόμματος να κρατήσει την Ελλάδα στην ευρωζώνη, η ρητορική της προεκλογικής εκστρατείας ίσως είναι πολύ λίγη και έρχεται πολύ αργά. Και χωρίς την ΝΔ, οι προοπτικές για την Ελλάδα και για την Ευρώπη, σκοτεινιάζουν ραγδαία.
Κατ’ αρχήν, όπως η ΝΔ, έτσι και το ΠΑΣΟΚ (το κεντροαριστερό κόμμα της παλιάς φρουράς που κυβέρνησε την Ελλάδα για το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων τριών δεκαετιών) χάνει εκλογικό μερίδιο. Πολλοί από τους πρώην υποστηρικτές του αποσκιρτούν προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα συνασπισμό συνονθύλευμα πρώην ευρωκομμουνιστών και ακροαριστερών ομάδων, των οποίων το καλύτερο εκλογικό σκορ έως τις 6 Μαΐου ήταν 5,4%. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσελκύει πλέον δυσαρεστημένους ψηφοφόρους από όλο το πολιτικό φάσμα, από την άκρα δεξιά ως την άκρα αριστερά. Δεδομένης της δυναμικής του, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μια καλή ευκαιρία να κερδίσει.

Αλλά, πώς, όμως, θα μπορούσε μια ομάδα μη έμπειρων, ευκολόπιστων δογματικών και νεο-κομμουνιστών ακαδημαϊκών, με επικεφαλής τον 37χρονο πρώην ακτιβιστή φοιτητή Αλέξη Τσίπρα, να σκαρφαλώσει στην κορυφή της ελληνικής πολιτικής δομής εξουσίας; Μεγάλο μέρος της μετατόπισης έρχεται ως απάντηση στην βαθιά ύφεση που έχει ωθήσει την ανεργία πάνω από το 20%, στην απώλεια εμπιστοσύνης στα διαδοχικά προγράμματα λιτότητας που επίμονα αποτύγχαναν, στην απόρριψη των διεφθαρμένων πρακτικών και της μη πειστικής ρητορικής των δύο μεγάλων κομμάτων, και στο αίσθημα εθνικής ταπείνωσης που προήλθε από το επαναλαμβανόμενο θέαμα της Γερμανίας να προκαλεί συνεχώς την Ελλάδα. Οι ψηφοφόροι στην Ελλάδα αισθάνονται επίσης απογοήτευση μετά την κατάρρευση του άλλοτε κραταιού πελατειακού κοινωνικού συμβολαίου, σύμφωνα με το οποίο αντηλλάγησαν ψήφοι για θέσεις εργασίας, εύνοια και ένα αξιοζήλευτο επίπεδο ζωής, αν και βασισμένο σε ένα τεράστιο χρέος.

Ο ΣΥΡΙΖΑ εδραίωσε τη θέση του στις εκλογές της 6ης Μαΐου, κερδίζοντας 17% των ψήφων και εμφανίζεται ως ο ηγέτης του κινήματος κατά της τρόικα. Ο Τσίπρας, ένας νεαρός και χαρισματικός πολιτικός, έχει συνδυάσει τη λαϊκιστική με την εθνικιστική ρητορική, πλασάροντας έναν συνδυασμό περήφανης περιφρόνησης και ελπίδας. Διαβεβαιώνει τους ψηφοφόρους ότι τα πράγματα δεν είναι δυνατόν να επιδεινωθούν και διακηρύσσει ότι το κόστος μιας ελληνικού εξόδου είναι πολύ υψηλό για να πραγματοποιηθεί.

Η αναμέτρηση, σύμφωνα με τους αριθμούς, δεν είναι ακόμη ξεκάθαρη, αλλά ένα από τα δύο αποτελέσματα είναι πιθανό. Στην πρώτη περίπτωση, η ΝΔ θα καταφέρει να νικήσει και να σχηματίσει μια κυβέρνηση συνασπισμού με το ΠΑΣΟΚ και μερικά μικρότερα κόμματα. Η νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να αποτελείται από τεχνοκράτες, ένα είδος κυβέρνησης «Παπαδήμου συν κάτι», αλλά ξεκινώντας με σημαντικά χαμηλότερες προσδοκίες και μια πραγματική εντολή για υλοποίηση των τόσο αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, ακόμη και μια τέτοια κυβέρνηση δεν θα σήμαινε ένα γρήγορο τέλος στα προβλήματα της Ελλάδας. Παρά τα μηνύματα της τρόικας ότι σχεδιάζει να διευκολύνει την εκτέλεση του Συμφώνου Προσαρμογής με αντάλλαγμα μια πραγματική δέσμευση για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, θα εξακολουθεί να πιέζει για επώδυνα μέτρα. Ακόμη και στις καλύτερες μέρες, το έργο της εφαρμογής αυτών των μεταρρυθμίσεων θα είναι τιτάνιο, καθώς θα απαιτούσε μια πλήρη επανεκκίνηση της οικονομίας και την ανοικοδόμηση του κράτους, όλα κάτω από συνθήκες σοβαρής οικονομικής πίεσης και λαϊκής αντίδρασης.

Στο δεύτερο σενάριο, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να τραβήξει μπροστά και να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με το μικρό κεντροαριστερό κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς και ίσως το ΠΑΣΟΚ. Πιθανόν να δώσει συνέχεια στην υπόσχεσή του να ακυρώσει τη συμφωνία της τρόικας με την Ελλάδα και να αθετήσει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις του προγράμματος. Μια τέτοια κίνηση δεν θα οδηγήσει αναγκαστικά την χώρα αμέσως σε αθέτηση του χρέους της, δεδομένου ότι αυτό εξυπηρετείται άμεσα μέσω κονδυλίων της τρόικας. Ωστόσο, κατά πάσα πιθανότητα, η τρόικα, δεν θα επιθυμεί να διατηρήσει την άνευ όρων χρηματοδότηση της Ελλάδας, θα μειώσει ή και θα σταματήσει τις ενέσεις χρημάτων. Δεδομένου του υφιστάμενου πρωτογενούς ελλείμματος, η νέα κυβέρνηση θα αναγκαστεί να εκδώσει υποσχετικές (IOUs) αντί να πληρώσει μισθούς και συντάξεις. Θα ακολουθήσει κοινωνική αναταραχή, με ή χωρίς αναλήψεις πανικού από τις τράπεζες. Η κυβέρνηση θα καταρρεύσει και τελικά η Ελλάδα θα αναγκαστεί να εκτυπώσει (και αμέσως να υποτιμήσει) το δικό της νόμισμα, με έναν τρόπο που θυμίζει την κρίση της Αργεντινής τον Ιανουάριο του 2002. Αλλά σε αντίθεση με την Αργεντινή, η Ελλάδα δεν διαθέτει τα βασικά προϊόντα που προορίζονται για εξαγωγή και είναι εισαγωγέας ενέργειας και τροφίμων. Μια ελληνική έξοδος θα συνδυάζει υψηλό πληθωρισμό, υψηλά επιτόκια, πολιτική αστάθεια, κοινωνική αναταραχή και κίνητρα για τους πολιτικούς να διαιωνίζουν διεφθαρμένες πρακτικές και να αναβάλουν περαιτέρω τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις - σαφώς ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που εξαλείφει κάθε ελπίδα για ανάκαμψη.

Μια παραλλαγή αυτού του δεύτερου σεναρίου θα είναι η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, ακριβώς μετά από μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά πριν από τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, η ελληνική οικονομία πλησιάζει γρήγορα το σημείο της κατάρρευσης. Οι διαδοχικές εκλογές και η παρεπόμενη παράλυση έχουν τεράστιο τίμημα σε μια ετοιμοθάνατη οικονομία. Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό. Τα φορολογικά έσοδα είναι ελάχιστα. Οι αναλήψεις από τις τράπεζες κορυφώθηκαν μετά τις εκλογές και εκτιμάται ότι ανήλθαν σε 90 δισεκατομμύρια δολάρια από τότε που ξεκίνησε η κρίση. Οι πιστώσεις για τις επιχειρήσεις έχουν στερέψει. Οι κρατικές υπηρεσίες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία έχουν παύσει τις πληρωμές, προκαλώντας τεράστια οικονομική και κοινωνική αναστάτωση. Και οι ροές των εισαγωγών και των εξαγωγών έχουν ισοπεδωθεί καθώς οι ασφαλιστικές εταιρείες απέσυραν την ασφάλιση εξαγωγικών πιστώσεων από ελληνικές εταιρείες. Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ η δημόσια τάξη καταρρέει και η εγκληματικότητα και η βία αυξάνονται. Σε αυτό το σενάριο, μια νίκη ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να είναι η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι.

Λαμβάνοντας υπόψη το τεράστιο κόστος μιας ελληνικής οικονομικής κατάρρευσης και του δυνητικού κινδύνου «μόλυνσης», η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να επιλέξει να αποτρέψει μια πλήρη έξοδο της Ελλάδας και να μετριάσει τις επιπτώσεις της. Αυτό θα συνεπαγόταν, τουλάχιστον στη θεωρία, τη χρήση ενός προσωρινού παράλληλου νομίσματος (το λεγόμενο Geuro), την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους από την τρόικα και την στήριξη των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ. Μετριοπαθή πολιτικά κόμματα θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν την ευκαιρία να καθαρίσουν τα πεπραγμένα τους και το ελληνικό εκλογικό σώμα, αφού δει το πραγματικό κόστος μιας εξόδου, θα μπορούσε να επανεξετάσει την επιλογή του. Φυσικά, το σενάριο αυτό θα απαιτούσε επίσης σταθεροποίηση της ευρωζώνης μέσα από μια βαθιά πολιτική, οικονομική και η φορολογική μεταρρύθμιση που επί του παρόντος εξετάζεται από τους ευρωπαίους ηγέτες. Και σε αυτή τη βάση, πρέπει κανείς να κοιτάζει μόνο βόρεια, στο Βερολίνο.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/137710/stathis-n-kalyvas/greece-v...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr