Η ανεκπλήρωτη προσδοκία της Ινδίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ανεκπλήρωτη προσδοκία της Ινδίας

Πώς μια χώρα που θέλει να γίνει Μεγάλη Δύναμη υπονομεύει τον εαυτό της

Η πολιτική και επιχειρηματική ελίτ της Ινδίας από πολύ καιρό τρέφει μεγάλη επιθυμία να γίνει η χώρα τους μια μεγάλη δύναμη. Ζητωκραύγαζαν όταν ο πρωθυπουργός, Manmohan Singh, ολοκλήρωσε μια πυρηνική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2008. Η ινδική ελίτ είδε τη συμφωνία, η οποία έδωσε στην Ινδία πρόσβαση στην πυρηνική τεχνολογία παρά την άρνησή της να εγκαταλείψει τα πυρηνικά της όπλα ή να υπογράψει τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων, ως αναγνώριση της αυξανόμενης επιρροής και της ισχύος της. Η ινδική ελίτ ενθαρρύνθηκε, επίσης, όταν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα ανακοίνωσε, στη διάρκεια της επίσκεψής του το 2010 στην Ινδία, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υποστηρίξουν την προσπάθεια της Ινδίας να γίνει μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, κάτι που θα την έβαζε επί ίσοις όροις με τον από μακρού χρόνου αντίπαλό της, την Κίνα. Τα τελευταία χρόνια, τέτοια συναισθήματα έχουν επίσης εξαπλωθεί σε μεγάλα τμήματα της ινδικής μεσαίας τάξης, η οποία, λόγω της αξιοσημείωτη οικονομικής ανάπτυξης της χώρας κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, τώρα αριθμεί γύρω στα 300 εκατ. ανθρώπους. Σχεδόν εννέα στους δέκα Ινδούς λένε ότι η χώρα τους είναι ήδη ή θα γίνει τελικά ένα από τα πιο ισχυρά έθνη στον κόσμο, όπως αποκάλυψε μια έρευνα του Pew Global Attitudes τον Οκτώβριο του 2010.

Τα σύμβολα του πλούτου και της πρωτόγνωρης δύναμης της Ινδίας αφθονούν. Πέρυσι, 55 Ινδοί κόσμησαν τη λίστα Forbes με τους δισεκατομμυριούχους του κόσμου, έναντι 23 το 2006. Το 2008, η ινδική εταιρία αυτοκινήτων Tata Motors απέκτησε την Jaguar και την Land Rover. Πέρυσι, το Harvard Business School θεμελίωσε το Tata Hall, ένα νέο ακαδημαϊκό κέντρο που κατέστη δυνατό μετά τη δωρεά 50 εκατ. δολαρίων από τον επικεφαλής της εταιρείας, Ratan Tata. Και το 2009, μια εταιρεία που διευθύνεται από τον Ινδικό δισεκατομμυριούχο Anil Ambani, έναν βαρόνο των τηλεπικοινωνιών και του μπόλιγουντ, απέκτησε ποσοστό 50% των μετοχών της εταιρείας παραγωγής του Στίβεν Σπίλμπεργκ, DreamWorks. Τα «Gaudy», τα γιγάντια εμπορικά κέντρα, πολλαπλασιάζονται στις πόλεις της Ινδίας και οι BMW ανταγωνίζονται με τα αυτόματα rickshaws (τα σχεδόν αυτοσχέδια οχήματα μεταφοράς ανθρώπων) σε πολυσύχναστους δρόμους. Ο Τομ Κρουζ, αντικρύζοντας την τεράστια κινηματογραφική αγορά της Ινδίας, συμπεριέλαβε τον Anil Kapoor, έναν βετεράνο πρωταγωνιστή του Bollywood, στο πιο πρόσφατο «Mission: Impossible» και πέρασε λίγες εβδομάδες στη χώρα για την προώθηση της ταινίας. «Τώρα έρχονται σε μας», κόμπασε ένα ινδικό ταμπλόιντ.

Αλλά αν και η ινδική ελίτ προέβλεψε με αυτοπεποίθηση την αναπόφευκτη άνοδο της χώρας, δεν είναι δύσκολο να διαπιστωθεί μια σαφής ανησυχία για το μέλλον, ένας φόβος ότι η υπόσχεση της διεθνούς ανόδου της Ινδίας θα μπορούσε να αποδειχθεί ψεύτικη. Αυτή η ανησυχία προέρχεται από την τεταμένη δυαδικότητα που χαρακτηρίζει την σύγχρονη Ινδία, μια ισχυρή δημοκρατία με μια ανθηρή οικονομία, που είναι επίσης ο τόπος που ζουν οι περισσότεροι φτωχοί από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο.
Φυσικά, η συγκλονιστική φτώχεια και η καταστροφική ανισότητα στο εσωτερικό δεν εμποδίζει κατ' ανάγκην τις χώρες που προσπαθούν να προβάλουν τη δύναμή τους στο εξωτερικό. Όταν η Ινδία κέρδισε την ανεξαρτησία της, το 1947, ήταν ακόμη φτωχότερη από ό, τι είναι σήμερα. Ωστόσο, ο Τζαβαρχαρλάλ Νεχρού, ο πρώτος πρωθυπουργός της χώρας, προσπάθησε να ανεβάσει το διεθνές προφίλ της Ινδίας παρέχοντας σημαντική πολιτική στήριξη στις κινήσεις για ανεξαρτησία που έκαναν οι βρετανικές αποικίες στην Αφρική και την Ασία και βοήθησε να ιδρυθεί το Κίνημα των Αδεσμεύτων. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι ινδοί ηγέτες προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τη νίκη της χώρας τους επί της βρετανικής αποικιοκρατίας για να εμπνεύσουν άλλους λαούς στους δικούς τους αγώνες για αυτοδιάθεση - και, μέσω αυτής της διαδικασίας, να αποκτήσουν μεγαλύτερη παγκόσμια επιρροή από ό, τι θα ήταν δυνατό για μια φτωχή χώρα. Με τον τρόπο αυτό, η εξωτερική πολιτική της Ινδίας την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, αν και κατά κύριο λόγο αφορούσε στα εθνικά συμφέροντα, περιείχε κι ένα στοιχείο ιδεαλισμού, και το βελτιούμενο διεθνές προφίλ της χώρας κατά τη διάρκεια αυτών των πρώτων δεκαετιών της ανεξαρτησίας χρησιμοποιήθηκε ως ένα ισχυρό σύμβολο ελευθερίας και αυτονομίας στον Τρίτο Κόσμο.

Με την πάροδο του χρόνου, όμως, η Ινδία έχει μετέτρεψε τον ιδεαλισμό σε ρεαλισμό, καθώς οι ηγέτες της χώρας εγκατέλειψαν σταδιακά την αντι-αποικιοκρατική δυσπιστία περί ηγεμονίας και υιοθέτησαν τις δικές τους φιλοδοξίες περί υπερδύναμης. Έτσι, παρόλο που η Ινδία έχει σημειώσει αξιοθαύμαστη πρόοδο σε πολλούς τομείς, δεν είναι σαφές αν ένας συνεχώς αναπτυσσόμενος ινδικός ρόλος στις παγκόσμιες υποθέσεις συμβολίζει κάτι περισσότερο από την επέκταση του ορισμού των ιδίων συμφερόντων της χώρας. Συνεπώς, είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς μια αίσθηση αμφιθυμίας όταν εξετάζει την προοπτική ανόδου της Ινδίας, ειδικά όταν βλέπει τη φτώχεια, τη διαφθορά και την ανισότητα που καλύπτουν την ζωή στην Ινδία σήμερα - όπως έκαναν πρόσφατα δύο αποκαλυπτικά βιβλία: Behind the Beautiful Forevers, της Katherine Boo, και The Beautiful and the Damned, από τον Siddhartha Deb.

ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΩΡΑΙΑ

Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις της Ινδίας που θεσπίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και η οικονομική ανάπτυξη που ακολούθησε, ώθησαν περισσότερα από 100 εκατομμύρια Ινδούς πάνω από το όριο της φτώχειας και δημιούργησε μια δυναμική μεσαία τάξη. Αλλά 455 εκατομμύρια Ινδοί πολίτες - περισσότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας - εξακολουθούν να ζουν με λιγότερο από 1,25 δολάρια την ημέρα, που είναι το όριο επιβίωσης των φτωχών όπως καθορίζεται από την Παγκόσμια Τράπεζα. Οι εικόνες των φτωχών της Ινδίας είναι σχεδόν κλισέ. Αλλά η παρουσία αυτών των εικόνων σε κάθε γωνιά της χώρας συγκαλύπτει το γεγονός ότι πολύ λίγοι από αυτούς παρέχουν πλούσιες, πολυεπίπεδες πληροφορίες για το πώς ζουν πράγματι αυτά τα εκατομμύρια των φτωχών.

Το νέο βιβλίο της Boo είναι μια ευπρόσδεκτη εξαίρεση. Ένα εξαιρετικό ρεπορτάζ, το Behind the Beautiful Forevers είναι το πιο διαφωτιστικό πορτρέτο των φτωχών της Ινδίας, των φιλοδοξιών τους και των μνημειωδών κόπων τους και των θυσιών που κάνουν για να ξεφύγουν από την ανέχεια. Η Boo, που ανήκει στο δημοσιογραφικό προσωπικού του περιοδικού The New Yorker, έχει γράψει συγκινητικά για τη φτώχεια και την άνιση κατανομή των ευκαιριών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά ξεκινώντας από το 2007, πέρασε τρία χρόνια στο Annawadi, μια παραγκούπολη στη Βομβάη που εφάπτεται στο διεθνές αεροδρόμιο της πόλης – «ένα νέο τμήμα, όπου η νέα Ινδία και η παλιά Ινδία συγκρούστηκαν και έκαναν τη νέα Ινδία να καθυστερήσει», όπως η ίδια το θέτει.

Το 1991, μια ομάδα περίπου δώδεκα εργαζομένων μεταναστών Ταμίλ είχαν προσληφθεί για να επισκευάσουν ένα διάδρομο στο αεροδρόμιο. Μετά την ολοκλήρωση της εργασίας, αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί γύρω, με την ελπίδα να ζήσουν από την ανακύκλωση των φαινομενικά ατελείωτων σωρών από μέταλλα που περίσσευαν και από άλλα απορρίμματα που προκύπτουν από το αεροδρόμιο και την κατασκευή των ξενοδοχείων πολυτελείας που γειτνιάζουν σε αυτό. «Σε μια περιοχή με λίγο ελεύθερο χώρο, μια υγρή, γεμάτη φίδια θαμνώδης έκταση απέναντι από τον διεθνή τερματικό σταθμό, έμοιαζε το λιγότερο κακό μέρος για να ζήσουν», γράφει η Boo. Οι μετανάστες καθάρισαν τους θάμνους, γέμισαν τον βάλτο με ξερή γη και έχτισαν καλύβες στο στέρεο καινούργιο έδαφος. Ο άθλιος καταυλισμός τελικά μεγάλωσε για να στεγάσει 3.000 άτομα. Σήμερα, η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων στο Annawadi ασχολούνται με την άτυπη, ανοργάνωτη οικονομία, κάνουν «μαύρη» εργασία, χωρίς νομική προστασία ή εγγυήσεις για κατώτατο μισθό - όπως κάνει το 85% του συνόλου των ινδών εργαζομένων. Εργάζονται σε συνθήκες που είναι ανθυγιεινές και επικίνδυνες. Όμως, οι πενιχρές αμοιβές που κερδίζουν τους επιτρέπουν να ζουν πάνω από το επίσημο επίπεδο φτώχειας.

Στις συζητήσεις σχετικά με τη φτώχεια στην Ινδία συχνά παραβλέπεται το πόσο σκληρά δουλεύουν οι φτωχοί στην Ινδία προκειμένου να βελτιώσουν τις συνθήκες της διαβίωσής τους. Με το να δώσει έμφαση ατομικά τους κατοίκους της παραγκούπολης, η Boo περιγράφει ένα ζωντανό πορτρέτο αυτού του αγώνα. Ο Αμπντούλ, ένας έφηβος που ζει στο Annawadi, είναι ειδικός στην ταξινόμηση σκουπιδιών και παλιοσίδερων τα οποία στη συνέχεια πωλεί σε ανακυκλωτές. Οι ημέρες του αρχίζουν νωρίς, τακτοποιώντας βίδες, καρφιά και πλαστικά καπάκια σε σωρούς. Με την δύση του ηλίου, έχει συνήθως ταξινομημένους περίπου δώδεκα σάκους απορριμμάτων, τους οποίους μεταφέρει σε έναν αγοραστή με ένα ταλαιπωρημένο τρίκυκλο καρότσι. Στα χρόνια που πέρασε η Boo παρατηρώντας τον Αμπντούλ, ο μισθός του βοήθησε την οικογένειά του να προσθέσει μια στέγη στην καλύβα τους και να πληρώσουν 450 δολάρια για να θεραπευτεί ο πατέρας του σε θεραπεία για ασθένεια των πνευμόνων σε ένα ιδιωτικό νοσοκομείο. Ακόμα, σημειώνει η Boo, η μητέρα του Αμπντούλ λαχταρά έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής για τα τέσσερα παιδιά της: «Ήθελε έναν πάγκο στον οποίο να μαγειρεύει χωρίς παρεμβολές από αρουραίους – έναν πάγκο πέτρινο, όχι κάποιο πεταμένο κομμάτι κόντρα πλακέ. Ήθελε ένα μικρό παράθυρο για να φεύγει ο καπνός του μαγειρέματος που κάνει τους μικρούς να βήχουν όπως και ο πατέρας τους».

Πρόκειται για μετριοπαθείς ευχές. Αλλά αντανακλούν μια πάνδημη επιθυμία για άνοδο στην Ινδία, παρούσα σε κάθε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Πράγματι, στη μεσαία τάξη της Ινδίας η επιθυμία για περισσότερες ανέσεις και πολυτέλεια μπορεί να είναι εξίσου ισχυρή, αν όχι ισχυρότερη από όσο η επιθυμία ενός κατοίκου της παραγκούπολης για έναν καθαρό πάγκο και ένα παράθυρο εξαερισμού.

Η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΑΣ

Για αμφότερους τους φτωχούς και τη μεσαία τάξη, το όνειρο της ανόδου συγκρούστηκε με την πραγματικότητα της αυξανόμενης οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας που καθορίζει όλο και περισσότερο τη χώρα. Το σύγχρονο σκηνικό στην Ινδία είναι παρόμοιο με την χρυσή εποχή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένα τεράστιο χάσμα έχει ανοίξει μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών, καθώς μερικοί Ινδοί - συμπεριλαμβανομένων των βαρόνων της κλεψιάς και των απατεώνων - έχουν βρει τρόπους να επωφεληθούν από την ταχεία μεταμόρφωση τής σε μεγάλο βαθμό αγροτικής κοινωνίας σε μια σύγχρονη οικονομία.

Ο Ινδός συγγραφέας Σιντάρτα Ντεμπ λέει τη δική του ιστορία με τρομακτική διαύγεια στο The Beautiful and the Damned, μια σχολαστική σειρά από δοκίμια που δίνουν το περίγραμμα του πλούτου, της ανισότητας καθώς και των νέων ανησυχιών που έχουν δημιουργηθεί στην Ινδία. Στο βιβλίο του Deb, η σημερινή Ινδία προσωποποιείται πιο ζωηρά από τον Arindam Chaudhuri, έναν εκδότη περιοδικών και παραγωγό ταινιών, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι διαθέτει μόνο ένα πτυχίο από ένα ελάχιστα γνωστό ινδικό κολλέγιο που διευθυνόταν από τον πατέρα του, μεταμόρφωσε τον εαυτό του σε έναν περιζήτητο επιχειρηματικό γκουρού και σύμβουλο επιχειρήσεων με το να πείθει με επιθετικό τρόπο νεαρούς, φιλόδοξους Ινδούς να εγγραφούν σε ένα ίδρυμα κατάρτισης σε θέματα διοίκησης επιχειρήσεων που κατέχει έξω από το Νέο Δελχί. Η άνοδος του Chaudhuri έχει αμαυρωθεί από κατηγορίες για απάτη: σύμφωνα με την ινδική Επιτροπή Αδειοδοτήσεων Πανεπιστημίων, το ινστιτούτο του δεν επιτρέπεται να χορηγεί πτυχία μάστερ και οι περισσότεροι των αποφοίτων του τελικά δεν εργάζονται για κορυφαίες πολυεθνικές εταιρίες, αλλά κυρίως στις διάφορες επιχειρήσεις του Chaudhuri. Ωστόσο, με την προσεκτικά κατασκευασμένη εικόνα της υλικής επιτυχίας του, της αμείλικτης αυτοπεποίθησής του και της αδιάκοπης αυτοπροβολής, ο Chaudhuri παραμένει ένα σεβάσμιο πρόσωπο μεταξύ των πολλών πιστών του - «ένας στρατός από Gatsby», τους αποκαλεί ο Ντεμπ, «που δεν θέλουν να ανατρέψουν την κοινωνική τάξη, αλλά μόνο να ανήκουν στο ανώτερο στρώμα».

Ο στόχος αυτός, όμως, έχει γίνει ολοένα και πιο εξωπραγματικός. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η εισοδηματική ανισότητα έχει διπλασιαστεί στην Ινδία τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Το 1990, το κορυφαίο 10% των μισθωτών κέρδισε έξι φορές περισσότερα από το χαμηλότερο 10%. Σήμερα, το κορυφαίο 10% κερδίζει 12 φορές περισσότερα από όσα το χαμηλότερο 10%. Η κατανάλωση του κορυφαίου 20% των ινδικών νοικοκυριών αυξήθηκε κατά περίπου 3% ετησίως στην τελευταία δεκαετία. Εν τω μεταξύ, η ετήσια αύξηση της κατανάλωσης για το χαμηλότερο 20% έχει μείνει στο 1%.

Οι κορυφαίοι μεταξύ των παραγόντων που συμβάλλουν στην ανισότητα στην Ινδία είναι η προκατάληψη και η διαφθορά, οι οποίες υπονομεύουν την αξιοκρατική εξέλιξη και δρουν ανασταλτικά στην ανοδική κινητικότητα. Αν και η οικονομική απελευθέρωση παρέσχε στους κοινωνικά μειονεκτούντες πολίτες περισσότερες ευκαιρίες από όσες είχαν σε παλαιότερες εποχές, οι έντονες διακρίσεις εξακολουθούν να υπάρχουν κατά των Ινδών μουσουλμάνων και των χαμηλότερης κάστας Ινδουιστών, όπως οι Ντάλιτ (δαλίτες) ή «παρίες». Το 2009, το Ινδικό Ινστιτούτο Μελετών Ντάλιτ, ένα ερευνητικό ινστιτούτο με βάση το Νέο Δελχί, διεξήγαγε μια μελέτη για τη μέτρηση των επιπτώσεων των διακρίσεων στις πρακτικές πρόσληψης. Οι μελετητές ανταποκρίθηκαν σε αγγελίες για θέσεις εργασίας σε ινδικές εταιρείες και πολυεθνικές εταιρείες με έδρα την Ινδία, στέλνοντας πλαστά βιογραφικά με τα απαιτούμενα προσόντα αλλά με ονόματα που εύκολα συναγόταν ότι ανήκαν σε μουσουλμάνους ή σε μέλη ανώτερων και κατώτερων καστών Ινδουιστών. Παρά το ότι τα προσόντα των υποψηφίων ήταν επαρκή, οι μελετητές ανέφεραν ότι «οι πιθανότητες ενός Ντάλιτ να κληθεί για συνέντευξη ήταν περίπου στα δύο τρίτα των πιθανοτήτων έναντι ενός αιτούντα από υψηλή κάστα ινδουιστών. Οι πιθανότητες ενός μουσουλμάνου να προσκληθεί για συνέντευξη ήταν περίπου στο ένα τρίτο έναντι ενός από υψηλή κάστα ινδουιστών».

Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΔΙΑΤΗΡΕΙΤΑΙ

Αν και οι ομάδες στο κοινωνικό περιθώριο συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τα πιο δύσκολα εμπόδια, η απογοήτευση έχει επίσης αρχίσει να διογκώνεται σε ένα ευρύτερο φάσμα της κοινωνίας της Ινδίας, καθώς ένας ανήσυχος, νεαρός, μορφωμένος πληθυσμός βλέπει τις προσδοκίες του να εξουδετερώνονται από τη διαφθορά που διαπερνά όλα τα επίπεδα της διακυβέρνησης της Ινδίας. Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους, η Ινδία συγκλονίστηκε από μαζικές διαμαρτυρίες κατά της διαφθοράς που προκλήθηκαν από μια σειρά σκανδάλων, περιλαμβανομένης της πώλησης του αξίας εκατομμυρίων δολαρίων φάσματος συχνοτήτων κινητής τηλεφωνίας σε τιμές κάτω από τα τρέχοντα επίπεδα της αγοράς σε διαπλεκόμενες εταιρείες τηλεπικοινωνιών και του εξωφρενικού χρηματισμού και των κρουσμάτων απάτης σε συμβάσεις για την κατασκευή των εγκαταστάσεων γα τους Αγώνες της Κοινοπολιτείας που πραγματοποιήθηκαν στο Νέο Δελχί το 2010. Στα σκάνδαλα εμπλέκονται βουλευτές, υψηλού προφίλ πολιτικοί του κυβερνώντος κόμματος, το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο και μεγιστάνες του επιχειρηματικού χώρου. Εμπνευσμένος από τις τακτικές του ιδρυτή της Ινδίας, Μαχάτμα Γκάντι, ένας βετεράνος ακτιβιστής κατά της διαπλοκής, ονόματι Anna Hazare ξεκίνησε μια απεργία πείνας. Ο Hazare κατέβασε δεκάδες χιλιάδες υποστηρικτές στους δρόμους, κυρίως από τη μεσαία τάξη, για να απαιτήσουν από το ινδικό κοινοβούλιο να δημιουργήσει ένα ισχυρό όργανο καταπολέμησης της διαφθοράς, ο επικεφαλής του οποίου θα έχει την εξουσία να ερευνά τις πράξεις κυβερνητικών αξιωματούχων, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού.

Οι διαμαρτυρίες απελευθέρωσαν δεκαετίες καταπιεσμένων απογοητεύσεων για τις αυξανόμενες ανισότητες και τις αποτυχίες της εκάστοτε κυβέρνησης. Δεν αποτελεί έκπληξη, ωστόσο, ότι ο νόμος κατά της διαφθοράς για τον οποίο ο Hazare και η ομάδα του είχαν ασκήσει πιέσεις καταψηφίστηκε σε μια ψηφοφορία στο κοινοβούλιο της Ινδίας, της οποίας τα μέλη θα ήταν οι κύριοι στόχοι του. Και παρόλο που ο Hazare δανείστηκε τεχνικές του Γκάντι, ο 74χρονος ακτιβιστής δεν είναι ο Γκάντι, αλλά ένας βαθιά προβληματικός συνήγορος των αλλαγών, ερωτευμένος με παρωχημένες ιδέες όπως να μαστιγώνονται οι αλκοολικοί για να «θεραπευθούν» και να κόβονται χέρια ως τιμωρία για πράξεις διαφθοράς. Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, στα τέλη του περασμένου χρόνου, μια ηγετική φυσιογνωμία στο κίνημα του Hazare κατηγορήθηκε επίσης για οικονομικές ατασθαλίες. Από την αρχή του τρέχοντος έτους, η κάλυψη του κινήματος από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχε μειωθεί αισθητά, ο ενθουσιασμός του λαού έχει ξεφουσκώσει, η συμμετοχή σε συγκεντρώσεις του Hazare έχει αραιώσει και το κίνημα έχει μαραθεί.

Η διαφθορά έχει επίσης αποδειχθεί δύσκολο να ξεριζωθεί, διότι δεν είναι απλά θέμα των ισχυρών εναντίον των αδυνάμων. Όπως αποκαλύπτει το βιβλίο της Boo, ο χρηματισμός και η απάτη μπορούν να προσφέρουν τρόπους σε έναν φτωχό άνθρωπο να ανέβει την κοινωνικοοικονομική κλίμακα – ένα είδος συντόμευσης της διαδρομής. Ένας από τους πιο φιλόδοξους ανθρώπους που συνάντησε η Boo στο Annawadi ήταν η Asha, μια γυναίκα περίπου 35 με 40 ετών, της οποίας η εκπαίδευση έληξε στην έβδομη τάξη. Ένας τοπικός πολιτικός της εξασφάλισε μια δουλειά καθηγήτριας σε ένα γυμνάσιο του δημοσίου στην παραγκούπολη, παρά το γεγονός ότι δεν διέθετε πτυχίο κολεγίου. Σε αντάλλαγμα, η Asha ξοδεύει τον χρόνο διδασκαλίας για να λύνει προβλήματα στην παραγκούπολη και να οργανώνει συγκεντρώσεις υπέρ τού πολιτικού. Σύντομα, έγινε αφεντικό στην παραγκούπολη με πρόσβαση σε άλλους τοπικούς πολιτικούς, αστυνομικούς και γραφειοκράτες. Έχοντας αυτό το ρόλο, βοήθησε τους κατοίκους της παραγκούπολης να απολαύσουν ζωτικές υπηρεσίες ή να βρουν χρηματοδότηση για προγράμματα κοινωνικών υπηρεσιών. Αλλά δύσκολα αποτελεί ένα μοντέλο για τους ταγούς της κοινωνίας των πολιτών. Με το να χειρίζεται αστυνομικούς κάνοντάς τους σεξουαλικές χάρες, η Asha τους πείθει όποτε υπάρχουν διαφωνίες στην παραγκούπολη να συνταχθούν με την πλευρά που είναι πιο πρόθυμη να την δωροδοκήσει. Τελικά, έγινε πλούσια συνεταιριζόμενη με έναν τοπικό κυβερνητικό αξιωματούχο για να κλέψει τα χρήματα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης που προορίζονταν για σχολεία για τους φτωχούς.

Κλοπές αυτού του είδους έχουν ολέθριες συνέπειες για τα θύματα. Το 2010, η Ινδία δαπάνησε 28,6 δισεκατομμύρια δολάρια σε προγράμματα κατά της φτώχιας. Όμως την περασμένη χρονιά, η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας έδειξε ότι το 59% του σιταριού που διατέθηκε για δημόσια διανομή στους φτωχούς στην Ινδία δεν έφθασε στους αποδέκτες. Αντ' αυτού, συλλέχθηκε από μεσάζοντες και διεφθαρμένους κυβερνητικούς αξιωματούχους και στη συνέχεια πωλήθηκε στη μαύρη αγορά. Αυτός είναι ένας λόγος πίσω από τη ζοφερή προσωρινότητα της ζωής στην Ινδία. Τετρακόσια εξήντα εκατομμύρια Ινδοί είναι μεταξύ 13 και 35 ετών και μέχρι το 2020 ο μέσος όρος ηλικίας στην Ινδία θα είναι 29. Στη θεωρία, αυτό το λεγόμενο «νεανικό μέρισμα» πρέπει να δώσει στη χώρα ένα μακροπρόθεσμο οικονομικό πλεονέκτημα έναντι της Κίνας, της οποίας ο πληθυσμός τελικά θα υποφέρει από την επικράτηση των ηλικιωμένων ατόμων χάρη στην κινεζική πολιτική του ενός παιδιού ανά οικογένεια. Αλλά ένας μεγάλος αριθμός από τα αγόρια και τα κορίτσια που κανονικά θα έπρεπε να γίνουν μέρος του εργατικού δυναμικού της Ινδίας στις επόμενες δεκαετίες, πεθαίνουν από υποσιτισμό. Σύμφωνα με τη UNICEF, ο υποσιτισμός είναι πιο συχνός στην Ινδία από ό, τι στην υποσαχάρια Αφρική. Ένα στα τρία υποσιτισμένα παιδιά του κόσμου, ζει στην Ινδία. Πάνω από 2,1 εκατ. παιδιά στην Ινδία πεθαίνουν κάθε χρόνο πριν από τα πέμπτα τους γενέθλια. Τα μισά από αυτά πεθαίνουν μέσα σε ένα μήνα από τη γέννησή τους.

Σε μια συγκινητική στιγμή στο The Beautiful and the Damned, ο Deb συναντά έναν άνεργο λογιστή που ψάχνει για δουλειά σε ένα από τα εργοστάσια - κάτεργα έξω από Χαϊντεραμπάντ, ένα κέντρο του αναπτυσσόμενου τομέα πληροφορικής στην Ινδία. Ο λογιστής σπούδασε ιστορία σαν φοιτητής και ρωτά τον Deb αν έχει διαβάσει το έργο του ινδού οικονομολόγου Αμάρτυα Σεν, ο οποίος έχει γράψει σχετικά με την πείνα και την ανισότητα. «Θυμάστε τι δήλωσε (ο Σεν) για την πείνα, ότι δεν πρέπει αναγκαστικά να συμβεί επειδή δεν υπάρχει αρκετό φαγητό αλλά επειδή οι ισχυροί παίρνουν το φαγητό μακριά από τους αδύναμους;» ρωτά ο λογιστής. «Έτσι είναι ακόμα στην Ινδία. Σκοπεύετε να το γράψετε αυτό στο βιβλίο σας;».

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ή ΨΗΦΟΚΡΑΤΙΑ;

Το δημοκρατικό σύστημα υπήρξε πηγή μεγάλης υπερηφάνειας για τους περισσότερους Ινδούς. Οι Ινδοί εθνικιστές αρέσκονται να καυχώνται ότι κέρδισαν την καθολική ψηφοφορία με την ανεξαρτησία τους το 1947, πολλά χρόνια πριν να μπορέσουν πολλοί αφρο-αμερικανοί να ψηφίσουν ελεύθερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά τους τελευταίους μήνες, οι αποκαλύψεις για αχαλίνωτη διαφθορά και κυβερνητική δυσλειτουργία έχουν αρχίσει να διαβρώνουν το αίσθημα της αυτοεκτίμησης. Ο κάποτε σεβαστός για τις ικανότητές του και την προσωπική του ακεραιότητα πρωθυπουργός Singh, έχει γίνει στόχος γελοιοποίησης καθώς σε πολλά από τα χειρότερα σκάνδαλα εμπλέκονται υπουργοί και σύμμαχοί του. Οι εθνικές εκλογές θα διεξαχθούν το 2014, και πιστεύεται από καιρό ότι εάν το κυβερνών Κόμμα του Κογκρέσου στο οποίο ανήκει ο Singh καταφέρνει να παραμείνει στην εξουσία, ο επόμενος πρωθυπουργός θα είναι ο διάδοχος της δυναστείας Γκάντι, Ραχούλ Γκάντι. Ως γενικός γραμματέας του κόμματος, ο 41χρονος Γκάντι έχει αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των μελών της νεολαίας του κόμματος προσεγγίζοντας μορφωμένους νέους που δεν διαθέτουν ό, τι συνήθως απαιτείται για την είσοδο στην κομματική πολιτική της Ινδίας: προσωπική περιουσία ή διασυνδέσεις.

Αλλά παρόλο που έχει εξελιχθεί σε ικανό πολιτικό διαχειριστή, ο Γκάντι δεν έχει ακόμη αρθρώσει ένα όραμα για το μέλλον της χώρας. Ούτε ο ίδιος φαίνεται να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το μετασχηματισμό του δυσλειτουργικού πολιτικού συστήματος. Αντίθετα, η ρητορική του στηρίζεται ως επί το πλείστον στην υπόσχεση να διευρύνει το σύστημα, να κάνει τις προϋποθέσεις και τα δίκτυα πατρωνίας πιο προσιτά στους ανθρώπους που παραδοσιακά έχουν μείνει έξω από το κλαμπ της ινδικής πολιτικής. Παρ' όλα αυτά, οι προσπάθειες του Γκάντι για τη διεύρυνση της βάσης του Κόμματος του Κογκρέσου έχουν αποτύχει να φέρουν ψήφους. Στις αρχές Μαρτίου το κόμμα υπέστη μια καταστροφική ήττα στις τοπικές εκλογές στη μεγαλύτερη πολιτεία της Ινδίας, το Ουτάρ Πραντές, θέτοντας αμφιβολίες σχετικά με την εθνική απήχηση του Γκάντι.

Βεβαίως, ο Γκάντι δεν είναι ο μόνος που του λείπει το όραμα. Σήμερα, κανένας Ινδός πολιτικός ή πολιτικό κόμμα δεν εμπνέει εμπιστοσύνη στο κοινό, καθώς το έργο της διακυβέρνησης υποχωρεί εν μέσω της αδιάκοπης προεκλογικής εκστρατείας και των εκλογικών μηχανορραφιών που καταναλώνουν τις πολιτικές τάξεις της χώρας. Ο κοινωνιολόγος Ashis Nandy, ένας από τους πιο σεβαστούς διανοούμενους της Ινδίας, πρόσφατα παραπονέθηκε σε συνέντευξή του ότι η δημοκρατία της Ινδίας έχει περιέλθει σε μια «ψηφοκρατία» - ένα σύστημα «εντελώς κυριαρχούμενο από τις εκλογικές νίκες και ήττες», όπως την όρισε. «Τη στιγμή που αναλαμβάνεις την εξουσία αρχίζεις να σκέφτεσαι τις επόμενες εκλογές».

Η παρεπόμενη παράλυση είναι ένας λόγος για τον οποίον οι κυβερνήτες της Ινδίας δεν ήταν σε θέση να σημειώσουν πρόοδο σχετικά με τις βίαιες εσωτερικές συγκρούσεις που έχουν κοστίσει χιλιάδες ανθρώπινες ζωές και εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια: η κατοχή του διαμφισβητούμενου Κασμίρ, οι εξεγέρσεις στα βορειοανατολικά και η μαοϊκής καθοδήγησης εξέγερση σε όλα τα δάση της κεντρικής Ινδίας. Ούτε θα ήταν σε θέση να επισκευάσουν τις καταρρέουσες υποδομές της χώρας, να αυξήσουν την παραγωγικότητα της γεωργίας, να επεκτείνουν την υγειονομική περίθαλψη για τους πλέον ευάλωτους πολίτες, η να αναδομήσουν τα βάναυσα αστυνομικά τμήματα και το αναποτελεσματικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης.

Κάτω από όλες αυτές τις κρίσεις είναι το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των Ινδών εχόντων και των μη εχόντων. Σήμερα, ακόμη και οι πιο προηγμένες δημοκρατίες του κόσμου πασχίζουν να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη ανισότητα που θέτει σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή και την αποτελεσματική διακυβέρνηση. Αλλά σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις χώρες της Ευρώπης, η Ινδία εξακολουθεί να απολαμβάνει υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης: 7% ετησίως, όπως και πέρσι. Η Ινδία έχει την ευκαιρία να διασπείρει τα οφέλη αυτής της ανάπτυξης, πριν να είναι πολύ αργά.

Τη νύχτα της 15ης Αυγούστου 1947, όταν η Ινδία κέρδισε την ανεξαρτησία της, ο Νεχρού έκανε μια ομιλία περιγράφοντας την αποστολή της χώρας ως έναν αγώνα «για να φέρει ελευθερία και ευκαιρίες στον απλό άνθρωπο, στους αγρότες και τους εργαζόμενους της Ινδίας. Για την καταπολέμηση και την εξάλειψη της φτώχειας, της άγνοιας και της ασθένειας. Να δημιουργήσει ένα ευημερών, δημοκρατικό και προοδευτικό έθνος, και να δημιουργήσει κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς που θα διασφαλίζουν τη δικαιοσύνη και την πληρότητα της ζωής σε κάθε άνδρα και γυναίκα». Οι οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να φέρουν την καπιταλιστική Ινδία σήμερα πιο κοντά σε αυτό το ιδεώδες αναμφίβολα διαφέρουν σημαντικά από το σοσιαλιστικό μονοπάτι που θα είχε επιλέξει ο Νεχρού. Αλλά τα λόγια του εξακολουθούν να λειτουργούν ως η αρμόζουσα υπενθύμιση του πόσο ανεκπλήρωτη παραμένει η προσδοκία της Ινδίας.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/137530/basharat-peer/indias-broke...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr