Απαισιοδοξία για τη Βραζιλία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Απαισιοδοξία για τη Βραζιλία

Η μείωση των τιμών των εμπορευμάτων και το τέλος της μαγικής περιόδου

Μέχρι πρόσφατα, η κοινή άποψη μεταξύ των επενδυτών και των διαφόρων αυθεντιών για την Βραζιλία ήταν σχεδόν καθολικά αισιόδοξη. Μετά το ορόσημο της προεδρίας του Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, η χώρα έγινε γνωστή ως ένα υπόδειγμα οικονομικής ευθύνης μεταξύ των αναδυόμενων αγορών. Έχοντας περιορίσει τον υπερπληθωρισμό και μειώσει το χρέος της, η Βραζιλία αντιμετώπισε την οικονομική κρίση του 2008 καλύτερα από τους περισσότερους, διατηρώντας έναν μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης σχεδόν 4% κατά τα τελευταία πέντε χρόνια. Και στα τελευταία δέκα χρόνια, περίπου 30 εκατομμύρια Βραζιλιάνοι έχουν εισέλθει στη μεσαία τάξη, δίνοντας στη χώρα τους, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της Βραζιλίας, την δύναμη να επεκτείνεται παρά το ταραχώδες παγκόσμιο περιβάλλον και να μειώνει την εισοδηματική ανισότητα ακόμη και αν αυτή διευρύνεται αλλού στη Λατινική Αμερική.

Αυτή η δεκαετία των επιτυχιών έχει κάνει τη Βραζιλία ένα από τα πιο υπερεκτιμημένα έθνη των αναδυόμενων αγορών, με μία από τις δύο κορυφαίες σε επιδόσεις χρηματιστηριακές αγορές στον κόσμο και με την εισροή περισσότερων άμεσων ξένων επενδύσεων από τις περισσότερες άλλες χώρες. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών, το ποσό των ξένων κεφαλαίων που εισέρευσε σε βραζιλιάνικες μετοχές και ομόλογα αυξήθηκε σε επίπεδα ρεκόρ, με εισροές που επεκτάθηκαν από τα 5 δισ. δολάρια του 2007 σε περισσότερα από 70 δισ. δολάρια μέχρι τον περασμένο Ιανουάριο. Η άνοδος της Βραζιλίας παγίωσε τη φήμη της ως ηγετικό μέλος των χωρών BRICS - Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική – τις κορυφαίες αναδυόμενες αγορές του κόσμου, για τις οποίες πολλοί αναμένουν ότι θα αντικαταστήσουν σύντομα τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη ως τους μεγαλύτερους οδηγούς της παγκόσμιας οικονομίας.

Ωστόσο, αυτή η λαμπερή εικόνα της Βραζιλίας στηρίζεται σε μια εξαιρετικά ασταθή προϋπόθεση: στις τιμές των βασικών εμπορευμάτων. Η χώρα έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό σε συνάρτηση με την αυξανόμενη ζήτηση για τα αποθέματά της σε πετρέλαιο, χαλκό, σιδηρομεταλλεύματα και άλλους φυσικούς πόρους. Το πρόβλημα είναι ότι η παγκόσμια όρεξη για τα προϊόντα αυτά αρχίζει να μειώνεται. Και αν η Βραζιλία δεν λάβει μέτρα για τη διαφοροποίηση και ενίσχυση της ανάπτυξής της, μπορεί να πέσει σύντομα μαζί τους.

Ο ΠΥΡΕΤΟΣ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ

Κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, οι παγκόσμιες αγορές έχουν αναπτύξει μια ακόρεστη επιθυμία να επενδύουν σε αναδυόμενες αγορές, ιδιαίτερα αυτές από τις οποίες η Κίνα αγόραζε προμήθειες ενέργειας και φυσικών πόρων (τα βασικά αυτά προϊόντα αντιπροσωπεύουν πλέον περίπου το 30% των χρημάτων που είναι τοποθετημένα στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές). Σύμφωνα με τη λογική πίσω από αυτή την τάση, καθώς η Κίνα συνέχισε να αναπτύσσεται ταχέως και κατανάλωνε συνεχώς αυξανόμενες ποσότητες πετρελαίου, χαλκού, σιδηρομεταλλεύματος και άλλων πρώτων υλών, χώρες όπως η Βραζιλία, που είναι ο κορυφαίος εξαγωγέας των εμπορευμάτων αυτών, θα ευδοκιμήσουν. Ως μια σταθερή δημοκρατία, η Βραζιλία έμοιαζε ασφαλής επένδυση, και η ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων πετρελαίου στις ακτές της προσέθεσε μια χρυσή λάμψη στην εικόνα.

Αλλά τα προβλήματα ξεπρόβαλαν πίσω από αυτή την βιτρίνα. Για ένα έθνος που υποτίθεται ότι κατέχει τη θέση μιας από τις μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις του κόσμου, η Βραζιλία έχει αποδειχθεί εντυπωσιακά επιφυλακτική. Για να προστατεύσει τους πολίτες της από την οικονομική κρίση που την ταλαιπωρούσε στο μεγαλύτερο διάστημα στα τέλη του εικοστού αιώνα, η χώρα ανέπτυξε δύο χαρακτηριστικές πολιτικές - υψηλά επιτόκια για να ελέγξει τον πληθωρισμό και ένα κράτος πρόνοιας για να παρέχει ένα δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας – οι οποίες τοποθέτησαν ένα κρυφό καπάκι στην οικονομική επέκταση. Πράγματι, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η ανάπτυξη της Βραζιλίας κυμάνθηκε γύρω στο μέσο όρο του 2,5% το χρόνο, ξεπερνώντας το μόνο όταν γίνονταν αυξήσεις στις τιμές των εμπορευμάτων. Ακόμη και κατά την τελευταία δεκαετία, όταν η ανάπτυξη της Βραζιλίας αυξήθηκε πάνω από 4% και ο Λούλα χαιρέτισε την άφιξη της «μαγικής στιγμής» στη χώρα του, η Βραζιλία εξακολούθησε να αναπτύσσεται με τον μισό ρυθμό από όσο η Κίνα, η Ινδία και η Ρωσία.

Τα υψηλά επιτόκια στη Βραζιλία εμπόδιζαν την ανάπτυξη της χώρας, καθιστώντας σχεδόν απαγορευτικά ακριβό να γίνει σχεδόν το οτιδήποτε. Παρέχοντας μια μέση απόδοση της τάξης του 10%, τα επιτόκια αυτά προσήλκυσαν ξένα κεφάλαια, αλλά αυτή η εισροή επενδύσεων οδήγησε στην ανατίμηση του νομίσματος ρεάλ της Βραζιλίας, καθιστώντας το ένα από τα πιο ακριβά νομίσματα στον κόσμο. Ως αποτέλεσμα, τα εστιατόρια στο Σάο Πάολο είναι πιο ακριβά από εκείνα στο Παρίσι, και οι χώροι γραφείων είναι ακριβότεροι από εκείνους στη Νέα Υόρκη. Τα δωμάτια ξενοδοχείου στο Ρίο ντε Τζανέιρο κοστίζουν περισσότερο από ό, τι κατά μήκος της Γαλλικής Ριβιέρας, τα μοτοποδήλατα είναι πιο ακριβά από ό, τι στο Άμστερνταμ και τα εισιτήρια κινηματογράφου υπερβαίνουν την τιμή εκείνων στη Μαδρίτη.

Ταυτόχρονα, το ακριβό ρεάλ αύξησε τις τιμές των εξαγωγών από τη Βραζιλία, περικόπτοντας την ανταγωνιστικότητα της χώρας στις παγκόσμιες καταναλωτικές αγορές. Παρά το γεγονός ότι πολλά σημαντικά νομίσματα των αναδυόμενων αγορών έχουν αυξηθεί έναντι του δολαρίου κατά την τελευταία δεκαετία, το ρεάλ είναι σε μια κατηγορία από μόνο του, έχοντας αυξηθεί κατά 100%. Αυτό μπορεί να βοήθησε τη μεταποίηση στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά την έβλαψε στη Βραζιλία, όπου το μερίδιο της μεταποίησης στο ΑΕΠ έφθασε από το 16,5% το 2004 στο 13,5% στο τέλος του 2010. Λίγα αναπτυσσόμενα έθνη έχουν διατηρήσει τέτοια ταχεία ανάπτυξη για μία δεκαετία, πόσω μάλλον για δύο ή τρεις δεκαετίες, και σχεδόν όλοι όσοι το έκαναν το έπραξαν με την επέκταση του μεριδίου τους στην παγκόσμια μεταποίηση, όχι καβαλώντας το κύμα των τιμών των βασικών εμπορευμάτων.

Η Βραζιλία, όμως, έχει πάρει αυτό το μονοπάτι. Η ανάπτυξη της Κίνας κατά την τελευταία δεκαετία την έκανε μακράν τον μεγαλύτερο καταναλωτή βιομηχανικών πρώτων υλών στον κόσμο και η Βραζιλία κεφαλαιοποίησε αυτή την έκρηξη: το 2009 η Κίνα ξεπέρασε τις ΗΠΑ ως ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Βραζιλίας. Δεδομένης της βιώσιμης επιτυχίας της Κίνας, λίγοι περίμεναν ότι η οικονομία της θα επιβραδυνθεί ή υπολόγιζαν τι θα σήμαινε αυτό για τη Βραζιλία. Αλλά αυτή η πτώση είναι τώρα σε εξέλιξη. Τον περασμένο Μάρτιο, το Πεκίνο δήλωσε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης το 2012 θα μπορούσε να βουτήξει κάτω από 8%, για πρώτη φορά μετά το 1998. Όπως ήταν αναμενόμενο, περίπου την ίδια εποχή, η πρωτεύουσα Μπραζίλια ανακοίνωσε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της χώρας είχε μειωθεί σε ποσοστό κάτω από 3%.

Η επιβραδυνόμενη ανάπτυξη της Κίνας σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής στην οποία οι αναδυόμενες αγορές παρουσίασαν ασυνήθιστα ταχεία επέκταση, ωθούμενες από τον χείμαρρο των χρημάτων που ξεκίνησε ορμητικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2003 καθώς η Federal Reserve προσπάθησε να στηρίξει την ανάκαμψη της χώρας από το σκάσιμο της φούσκας των εταιρειών dot-com. Κατά τη διάρκεια των επόμενων τεσσάρων ετών, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης στις αναδυόμενες αγορές διπλασιάστηκε στο 7,2%, και σε όλη την υδρόγειο η μέση διάρκεια της οικονομικής επέκτασης ανά περίπτωση αυξήθηκε από τέσσερα στα οκτώ έτη. Τώρα, καθώς οι συνέπειες της πιστωτικής κρίσης του 2008 εξακολουθούν να ξεδιπλώνονται, το εύκολο χρήμα στερεύει. Οι επενδυτές θα χρειαστεί να σταματήσουν να ρίχνουν χρήματα σε αναδυόμενες αγορές και να αρχίσουν να αξιολογούν ποιες αγορές είναι πιθανό να επιτύχουν περισσότερα σε μια νέα εποχή αργής, άνισης ανάπτυξης.

ΚΑΧΕΚΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Δεδομένης της τάσης της να περιορίζει την ίδια της την ανάπτυξη, η Βραζιλία είναι ένα καλό μέρος για να ξεκινήσουν οι επενδυτές αυτή την αξιολόγηση. Ο φόβος της Μπραζίλια για οικονομική υπερθέρμανση προέρχεται από τη μακρόχρονη ιστορία οικονομικών κρίσεων της χώρας, στην οποία οι υπερβολικές δημόσιες δαπάνες έφεραν ταπεινωτικές χρεοκοπίες και υποτιμήσεις. Ο κύκλος έπιασε πάτο κατά τη διάρκεια μιας οδυνηρής δεκαετίας υπερπληθωρισμού που κορυφώθηκε το 1994, όταν οι τιμές αυξήθηκαν κατά 2.100% - τόσο γρήγορα που οι επιταγές μισθοδοσίας έχαναν το 30% της αξίας τους από τη στιγμή που οι επιχειρήσεις τις κατέθεταν και οι εργαζόμενοι τις εξαργύρωναν και πήγαιναν στην αγορά για να πάρουν τρόφιμα πριν οι τιμές αυξηθούν περαιτέρω.

Το 1995, η κυβέρνηση της Βραζιλίας σταμάτησε επιτέλους τον φαύλο κύκλο του υπερπληθωρισμού με την εισαγωγή του ρεάλ και την πρόσδεσή του στο δολάριο. Αλλά το νέο νόμισμα δεν εξάλειψε την ευπάθεια της Βραζιλίας στον κανονικό πληθωρισμό, σε μεγάλο βαθμό χάρη στον παλιό εθισμό τής Βραζιλίας στην κρατική σπατάλη. Η τραυματική εμπειρία του υπερπληθωρισμού απλώς ενίσχυσε τη δέσμευση της Βραζιλίας για την οικοδόμηση ενός αποτελεσματικού κράτους πρόνοιας. Το σύνταγμα που ψηφίστηκε το 1988, εγγυάται δωρεάν υγειονομική περίθαλψη και πανεπιστημιακή εκπαίδευση, και ο κατώτατος μισθός στη χώρα είναι πλέον τόσο υψηλός ώστε ισχύει για έναν στους τρεις εργαζόμενους. Και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, οι τιμές εκτοξεύτηκαν ανεξέλεγκτα εν μέρει επειδή η κυβέρνηση επιχείρησε να ελαφρύνει το οικονομικό βάρος για τους πολίτες της μέσω της σύνδεσης των μισθών με τις αυξήσεις των τιμών. Αυτό δημιούργησε ένα φαύλο κύκλο όπου η εκτίναξη των τιμών προκάλεσε τέτοιες αυξήσεις μισθών που ανάγκασαν τους τότε εργοδότες σε περαιτέρω αύξηση τιμών. Το 2003, υπό τον Λούλα, η Μπραζίλια επέκτεινε τα μέτρα προστασίας εισοδήματος, όταν ξεκίνησε το Bolsa Familia, ίσως το πιο γενναιόδωρο πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας στις αναδυόμενες χώρες. Το πρόγραμμα προσφέρει στήριξη εισοδήματος με την υπό όρους παροχή μετρητών στους φτωχούς και άνευ όρων στους εξαιρετικά φτωχούς. Αυτή η βοήθεια μείωσε την ανισότητα στη Βραζιλία, αλλά εις βάρος της ανάπτυξης.

Από την εποχή του υπερπληθωρισμού, η κυβέρνηση της Βραζιλίας έχει χρηματοδοτήσει αυτό το δίχτυ ασφαλείας με την αύξηση των δημοσίων δαπανών ως ποσοστό της οικονομίας της χώρας, από περίπου 20% στη δεκαετία του 1980 (ένα σύνηθες ποσοστό για τις αναδυόμενες αγορές) σε σχεδόν 40% το 2010. Έχει εξασφαλίσει αυτή την επέκταση των δημοσίων δαπανών με την αύξηση των φόρων, οι οποίοι έχουν πλέον εξισωθεί με 38% του ΑΕΠ, που σηματοδοτεί το υψηλότερο επίπεδο μεταξύ των αναδυόμενων χωρών. Αυτό το βαρύ φορτίο προσωπικών και εταιρικών φόρων αφήνει τις επιχειρήσεις με λιγότερα χρήματα να επενδύσουν σε νέα κατάρτιση, τεχνολογία και εξοπλισμό, με αποτέλεσμα την αργή βελτίωση της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων στη Βραζιλία. Μεταξύ 1980 και 2000, η παραγωγικότητα της Βραζιλίας αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 0,2% σε σύγκριση με 4% στην Κίνα, όπου οι επιχειρήσεις επένδυσαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Αυτός είναι ένας τρόπος με τον οποίο οι προτεραιότητες περί των δαπανών της Βραζιλίας κάνουν τη χώρα επιρεπή στον πληθωρισμό. Αν η παραγωγικότητα είναι σταθερή - αν, με άλλα λόγια, κάθε εργαζόμενος δεν παράγει περισσότερα αγαθά ανά ώρα - τότε οι επιχειρήσεις πρέπει να αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων για την κάλυψη της αύξησης του ωρομισθίου.

ΠΕΚΙΝΟ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΠΡΑΖΙΛΙΑ

Ο καλύτερος τρόπος για να φανεί το πώς ένας παραλυτικός φόβος οικονομικής καταστροφής κρατά πίσω τη Βραζιλία, είναι αν συγκριθεί με την Κίνα. Οι δύο χώρες έχουν κάνει αντίθετες προσεγγίσεις σε σχέση με την ανάπτυξη. Εκεί που η Βραζιλία έχει μετριάσει την ανάπτυξη κατά την προηγούμενη γενιά, η Κίνα την έχει κυνηγήσει αδυσώπητα. Στο Πεκίνο άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες στο παγκόσμιο εμπόριο, θέτοντας χαμηλά τα επιτόκια ώστε να πετύχουν την παροχή κεφαλαίων χαμηλού κόστους για τη χρηματοδότηση υποδομών ζωτικής σημασίας σε μια εξαγωγική οικονομία, όπως δρόμους, γέφυρες και λιμάνια. Τα επιτόκια αυτά βοήθησαν επίσης το γουάν να κρατήσει χαμηλά την αξία του, καθιστώντας τις κινεζικές εξαγωγές περισσότερο ανταγωνιστικές. Η Κίνα οικοδόμησε αυτό το σύστημα σε μεγάλο βαθμό εις βάρος των πολιτών της. Μόλις τώρα αρχίζουν να ξεκινούν προγράμματα πρόνοιας για την προστασία των πολιτών από την αναταραχή αυτών των ραγδαίων αλλαγών.

Η Βραζιλία, εν τω μεταξύ, υιοθέτησε το αντίθετο μοντέλο, δίνοντας έμφαση στη σταθερότητα και την προστασία των πολιτών της, αντί να αυξήσει την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη. Τα υψηλά επιτόκια της Βραζιλίας προσήλκυσαν ξένα κεφάλαια και αύξησαν την αξία του ρεάλ, γεγονός που υπονόμευσε τις εξαγωγές της Βραζιλίας και επιβράδυνε την οικονομική επέκτασή της. Η Μπραζίλια δαπάνησε αυτό το κεφάλαιο όχι σε δρόμους και γέφυρες, αλλά στο κράτος πρόνοιας. Αυτός είναι σε μεγάλο βαθμό ο λόγος που τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, η Κίνα έχει αναπτυχθεί τέσσερις φορές πιο γρήγορα από όσο η Βραζιλία.

Η διαφορά μεταξύ των επενδυτικών στρατηγικών των δύο χωρών δεν θα μπορούσε να είναι πιο εντυπωσιακή. Κατά την τελευταία δεκαετία, οι εγχώριες επενδύσεις της Κίνας, από εργοστάσια μέχρι εξοπλισμό και σχολεία, ανέβηκε σε διψήφιο ετήσιο ρυθμό, φτάνοντας σχεδόν το 50% του ΑΕΠ πέρσι – ποσοστό υψηλότερο από ό, τι σε οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία, σε ολόκληρη την ιστορία. Στην πραγματικότητα, η Κίνα επενδύει περισσότερο τώρα από όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη μαζί. Η συνολική επένδυση της Βραζιλίας, από την άλλη πλευρά, παρέμεινε κάτω από 19% του ΑΕΠ, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά μεταξύ των αναδυόμενων χωρών. Και η Μπραζίλια ξοδεύει μόνο το 2% του ΑΕΠ της στις υποδομές - μια ασήμαντη ποσότητα σε σύγκριση με τον μέσο όρο 5% των αναδυομένων χωρών και το 10% των Κινέζων.

Αυτή η αποτυχία να επενδύσει είναι ένας σημαντικός λόγος που η οικονομία της Βραζιλίας είναι τόσο ακριβή και βραδεία. Η αποτυχία να κατασκευάσει δρόμους και λιμάνια έχει κάνει ακόμη και απλές εργασίες, όπως η μετακίνηση, έναν εφιάλτη. Οι οδηγοί φορτηγών που φορτώνουν ζάχαρη από τις φυτείες για να πάνε στο Σάντος, το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, πρέπει συνήθως να περιμένουν δύο με τρεις ημέρες στις πύλες του λιμανιού, λόγω της έλλειψης αποθηκευτικών χώρων και αυτοματοποιημένων διακινητών φορτίου. Ένα πρώην στέλεχος μιας μεγάλης αμερικανικής εταιρείας γεωργικών προϊόντων μου είπε ότι τα φορτηγά που μεταφέρουν σπόρους από την ενδοχώρα της Βραζιλίας στο Σάντος χάνουν το ήμισυ του φορτίου τους σε χαντάκια και λακκούβες στο δρόμο. Οδοκαθαριστές ακολουθούν τα φορτηγά και οι σπόροι τελικά εμφανίζονται προς πώληση στην Παραγουάη.

Η οικονομία της Βραζιλίας πάσχει από παρόμοια σημεία συμφόρησης σχεδόν σε κάθε μέτωπο. Το ευρύ μέτρο του με πόση πληρότητα μια οικονομία απασχολεί τα συνολικά αποθέματα εργασίας και εξοπλισμού, είναι το ποσοστό χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας, το οποίο ανέρχεται σήμερα στο 84% στη Βραζιλία - πέντε μονάδες υψηλότερα από το μέσο όρο των άλλων αναδυόμενων χωρών και ένα σημάδι ότι η προσφορά είναι ανεπαρκής. Η χαμηλή δαπάνη στα σχολεία έχει οδηγήσει σε μια μαζική έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Κανονικά, καθώς μια χώρα γίνεται πλουσιότερη, οι μαθητές μένουν στο σχολείο περισσότερο. Αλλά στη Βραζιλία, παραμένουν στο σχολείο κατά μέσο όρο μόλις επτά χρόνια, το χαμηλότερο ποσοστό από κάθε χώρα μεσαίου εισοδήματος. Στην Κίνα, η οποία είναι πολύ φτωχότερη, ο μέσος όρος είναι οκτώ χρόνια. Ως αποτέλεσμα, παρόλο που η ανεργία βρίσκεται σήμερα στο 6%, που είναι και το χαμηλότερο ποσοστό της δεκαετίας, οι επιχειρήσεις παραπονούνται ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να προσλάβουν ανειδίκευτους. Στον τομέα της μεταποίησης και των υπηρεσιών, η έλλειψη εργαζομένων μηχανικών και τεχνικών επιβαρύνει ήδη την οικονομία.

Εν ολίγοις, λοιπόν, η χρόνια ανεπαρκής επένδυση έχει κάνει την οικονομία της Βραζιλίας επιρρεπή στην αποθέρμανση με ένα σχετικά αργό ρυθμό ανάπτυξης σε σύγκριση με άλλες αναδυόμενες χώρες. Εάν οι επιχειρήσεις πρέπει να πληρώνουν επιπλέον χρήματα για την πρόσληψη ικανών εργαζομένων ή για να μεταφέρουν αγαθά σε ολόκληρη τη χώρα, τότε θα περάσουν αυτές τις χρεώσεις στους πελάτες. Και καθώς οι επιχειρήσεις αρχίζουν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν την ανεπαρκή προσφορά εργαζομένων, αποθηκευτικού χώρου, χωρητικότητας στη ναυτιλία και άλλα απαραίτητα για την επιχειρηματικότητα, ο πληθωρισμός θα αυξηθεί στο πρώτο στάδιο της οικονομικής επέκτασης. Για τη Βραζιλία, αυτό συμβαίνει όταν η αύξηση του ΑΕΠ προσεγγίζει μόλις το 4% - το ήμισυ του ρυθμού στον οποίο αυτό συμβαίνει στην Κίνα. Και επειδή η Βραζιλία ιστορικά αυξάνει τα επιτόκια στα πρώτα σημάδια του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της ανάπτυξης, η χώρα τείνει να σταματήσει σε αυτό το όριο του 4%.

ΟΧΙ ΠΙΑ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ

Η Βραζιλία ήταν σε θέση να επιτύχει ανάπτυξη 4% στο ασυνήθιστο παγκόσμιο περιβάλλον της τελευταίας δεκαετίας, όταν η χώρα άρχισε τελικά να πλησιάζει τη Δύση. Ο μέσος όρος κατά κεφαλήν εισοδήματος στην Βραζιλία έπεσε από την αιχμή του 25% του μέσου όρου των ΗΠΑ στη δεκαετία του 1960 σε μόλις 16% στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Κατά την τελευταία δεκαετία, ωστόσο, ο αριθμός αυτός άρχισε να σκαρφαλώνει, και τώρα έχει αυξηθεί στο περίπου 20%. Αλλά, με δεδομένη την επικείμενη πτώση της ζήτησης για βασικά εμπορεύματα, το ποσοστό θα μπορούσε να καταρρεύσει και πάλι. Ο Arminio Fraga, πρώην πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Βραζιλίας, μου είπε ότι φοβάται μια «χαμένη δεκαετία» σχετικής παρακμής, παρόμοια με τη δεκαετία του 1980, εάν η Βραζιλία δεν αποτινάξει της «ιβηρικές ρίζες» της – τις υπνωτικές τάσεις του κράτους πρόνοιας που φαίνεται να έχει κληρονομήσει από τους ευρωπαίους αποικιστές της.

Η πρόσφατη είδηση ότι η οικονομική ανάπτυξη της Βραζιλίας έχει αρχίσει να επιβραδύνεται μπορεί να πιέσει για μια καθυστερημένη συζήτηση στη χώρα σχετικά με το πώς να διορθώσει την υψηλού κόστους, εξαρτημένη από τα εμπορεύματα οικονομία της. Αν και προγράμματα όπως το Bolsa Familia έχουν βοηθήσει να μειωθεί η εισοδηματική ανισότητα, η Βραζιλία πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι μπορούσε να αντέξει οικονομικά τέτοιες πρωτοβουλίες μόνο χάρη στην περίοδο της ταχείας παγκόσμιας ανάπτυξης που ξεκίνησε το 2003, την ίδια χρονιά που ξεκίνησε και το πρόγραμμα Bolsa Familia. Η Βραζιλία μπορεί και πρέπει να βρει έναν τρόπο να εξισορροπήσει τη σταθερότητα με την οικονομική επέκταση. Αλλά εφ 'όσον η Βραζιλία εξαρτάται από τις εξαγωγές πετρελαίου, χαλκού, σιδηρομεταλλεύματος και άλλων εμπορευμάτων, θα γίνει όλο και πιο ευάλωτη σε βίαιες διακυμάνσεις στις τιμές των βασικών εμπορευμάτων και την επικείμενη επιβράδυνση της Κίνας. Είναι τόσο μεγάλο το μερίδιο της καταναλωτικής ανάπτυξης της Βραζιλίας που βασίστηκε στα έσοδα από πωλήσεις εμπορευμάτων που η εγχώρια αγορά δεν έχει ένα σοβαρό «μαξιλάρι» για την περίπτωση μιας τέτοιας επιβράδυνσης.

Η Βραζιλία πρέπει να αναγνωρίσει ότι η εποχή της εύκολης ανάπτυξης στις αναδυόμενες αγορές και των υψηλών τιμών των εμπορευμάτων τελειώνουν. Για να αποφύγει να μείνει πίσω, η Μπραζίλια πρέπει να αναλάβει ρίσκα και να ανοίξει την οικονομία. Μπορεί να αρχίσει να το κάνει με το να δαπανά λιγότερα για πρόνοια στο κράτος της, να το εξορθολογήσει με την απλούστευση του φορολογικού κώδικα, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τον εκσυγχρονισμό των αναποτελεσματικών συστημάτων συνταξιοδότησης και κοινωνικής ασφάλισης. Μπορεί να ανακατευθύνει στη συνέχεια τις δαπάνες στην εκπαίδευση, την Έρευνα και Ανάπτυξη, και τα έργα υποδομής. Η Βραζιλία πρέπει επίσης να εξετάσει τη μείωση των εμπορικών φραγμών για την προώθηση της καινοτομίας στην μη εμπορευματική βιομηχανία. Παρά την ιδιότητά της ως βασικού εξαγωγέα, η Βραζιλία είναι μία από τις οικονομίες με τον μεγαλύτερο προστατευτισμό στον κόσμο. Αυτό κρατά το μερίδιο του εμπορίου στο ΑΕΠ της μόλις στο 20%, το χαμηλότερο μεταξύ όλων των αναδυομένων χωρών. Ο τερματισμός αυτού του προστατευτισμού θα μπορούσε να φέρει ανταγωνισμό στα εργοστάσια της Βραζιλίας, ενώ επίσης θα μειώσει την αξία του ρεάλ, δημιουργώντας την ευκαιρία για μια αναγέννηση στον τομέα της μεταποίησης. Προς το παρόν, η Βραζιλία φαίνεται να κολλάει στην σταθερότητα, την οποία έχει κερδίσει με κόπο. Αλλά αν αποτύχει να μεταρρυθμιστεί, η ανάπτυξή της στη βάση της αύξησης των τιμών των εμπορευμάτων θα αρχίσει σύντομα να φθίνει.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/137599/ruchir-sharma/bearish-on-b...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr