Η ανάπτυξη της Γερμανίας είναι μη βιώσιμη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ανάπτυξη της Γερμανίας είναι μη βιώσιμη

Λιτότητα τώρα, στασιμότητα στη συνέχεια

Εκείνο που οδήγησε στην απόφαση αυτή ήταν η αίσθηση μιας κρίσης, ένα συναίσθημα που μπορεί να προκαλεί σύγχυση σε ξένους που βλέπουν τη Γερμανία ως την απεικόνιση των υγιών οικονομικών, αλλά έχει νόημα όταν κάποιος κοιτάζει τα οικονομικά της Γερμανίας σε κρατικό επίπεδο. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών, ενώ η Γερμανία κοπίασε να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα του εξαγωγικού της κλάδου, οι πολιτικοί της δεν κατάφεραν να κρατήσουν τα δημόσια οικονομικά σε ισορροπία. Τώρα, αν και τα ελλείμματα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι ανεκτά και τα οικονομικά των πλούσιων νότιων κρατιδίων είναι σε άριστη κατάσταση, σε μεγάλο μέρος του Βορρά και της Ανατολής τα δημόσια οικονομικά ισορροπούν στο χείλος της κρίσης. Το 2011, το χρέος του κράτους του Βερολίνου έφτασε έως το 66% του ΑΕΠ σε κρατικό επίπεδο. Για να συγκρατήσουν αυτό το εκρηκτικό πρόβλημα, τα εύπορα νότια κρατίδια συμφώνησαν να διασώσουν τους πτωχευμένους βόρειους ομολόγους τους με αντάλλαγμα μια συμφωνία βάσει της οποίας όλα τα νέα δάνεια από τα κρατίδια θα σταματήσουν μέχρι το 2020 και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα περιορίσει τον καινούργιο δανεισμό της σε όχι περισσότερο από 0,35% του ΑΕΠ ετησίως. Αυτές οι δραστικές διατάξεις ήταν το κόστος που καταβλήθηκε για τη διατήρηση της δημοσιονομικής ενότητας της Ομοσπονδιακής Γερμανικής Δημοκρατίας.

Το εσωτερικό δράμα των γερμανικών δημόσιων οικονομικών ρίχνει φως στο γιατί η Γερμανία έχει λάβει μια τόσο συντηρητική προσέγγιση στην κρίση χρέους της Ευρώπης. Είναι αυτή η ίδια συμφωνία - δημοσιονομική λιτότητα με αντάλλαγμα τη διατήρηση της ένωσης - που η Γερμανία προτείνει τώρα να επεκταθεί στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία. Αλλά, όπως οι επικριτές του Βερολίνου έχουν επανειλημμένα επισημάνει, κάθε βιώσιμη οικονομική ενοποίηση πρέπει να έχει δύο συνιστώσες: μια πολιτική για τον περιορισμό της σπατάλης και μια στρατηγική για την ανάπτυξη. Και, τόσο για τα γερμανικά κρατίδια όσο και για τις ομοίως πιεζόμενες χώρες της Ευρώπης, η Μέρκελ δεν κατάφερε να αρθρώσει ένα σχέδιο για οικονομική ανάπτυξη. Το Βερολίνο αναγνωρίζει την ανάγκη της γερμανικής οικονομίας για εγχώριες επενδύσεις. Αλλά δεσμευόμενο με «φρένο χρέους» τόσο στο εσωτερικό όσο και στην Ευρώπη στο σύνολό της, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών επιμένει ότι η ανάπτυξη μπορεί να έρθει μόνο ως αποτέλεσμα της λιτότητας.

Σκεφτείτε τις συνέπειες αυτού του μοντέλου. Με «παγωμένο» τον νέο δανεισμό, η Γερμανία προβλέπει ότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ της θα μειώνεται σταθερά. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα φορολογικά έσοδα από εταιρικά και οικογενειακά εισοδήματα έχουν μειωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ στη Γερμανία, όπως και σε ένα μεγάλο μέρος του υπόλοιπου ανεπτυγμένου κόσμου, ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης θα είναι πολύ μικρότερος. Αν, αντιμέτωπο με αυτή την συμπίεση, το Βερολίνο θέλει να μείνει πιστό στις υποσχέσεις περί επενδύσεων σε ενεργειακές υποδομές, νηπιαγωγεία, πανεπιστήμια, καθώς και στην Έρευνα και Ανάπτυξη, θα πρέπει να προχωρήσει σε ανηλεή περικοπή κάθε ευρώ από μη παραγωγικές δημόσιες δαπάνες - μια επώδυνη και αντιλαϊκή πολιτική πρόταση. Οι Γερμανοί ηγέτες θα πρέπει, συνεπώς, να ελπίζουν ότι η στρατηγική τους τής συρρίκνωσης και επανεξισορρόπησης του κράτους θα προκαλέσει μια δραματική ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων. Αυτό που είναι αξιοσημείωτο σχετικά με αυτό το μοντέλο, το οποίο τώρα η Μέρκελ υποστηρίζει όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά και για την υπόλοιπη Ευρώπη, είναι το πόσο μη-ευρωπαϊκό φαίνεται. Το σενάριο ακούγεται τρομερά ίδιο με την ουτοπία της εποχής του 1980 σχετικά με την προσφορά (σ.σ.: ως αντίθετη της ζήτησης στην οικονομία).

Ακόμα και αν η κυβέρνηση της Μέρκελ πάρει ακριβώς αυτό που θέλει - μαζικές επενδύσεις από τον ιδιωτικό τομέα παράλληλα με δημόσιες επενδύσεις που χρηματοδοτούνται χωρίς καμία αύξηση του δημόσιου δανεισμού - ο πόνος θα είναι πραγματικός. Η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να πληρώσει για αυτές τις επενδύσεις από αύξηση φόρων, καταργώντας φορολογικές εξαιρέσεις, και, πάνω απ' όλα, επιβαρύνοντας τους καταναλωτές. Ήδη, λόγω των απότομων ενεργειακών επιβαρύνσεων, οι Γερμανοί πληρώνουν πάνω από τρεις φορές περισσότερο για την ηλεκτρική ενέργεια σε σύγκριση με τους Αμερικανούς και οι δαπάνες αυτές κατά πάσα πιθανότητα θα αυξηθούν κατά τουλάχιστον 50% κατά τη διάρκεια του Energiewende. Επιπλέον, η στήριξη στη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα για τη χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων στρατηγικών επενδύσεων ενέχει τους δικούς της κινδύνους. Η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) μπορεί να είναι αποτελεσματική κατά περίπτωση, αλλά επίσης θρέφει συγκρούσεις συμφερόντων. Φέτος, όταν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προσπάθησε να σταματήσει μια δαπανηρή επιδότηση που είχε θεσπιστεί για να κατευθύνει ιδιωτικές επενδύσεις προς την ηλιακή ενέργεια, έπρεπε να δώσει μια παρατεταμένη μάχη με τις ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις των κρατιδίων. Το αποτέλεσμα ήταν μια ομιχλώδης συμβιβαστική λύση με την οποία η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έπρεπε να προσφέρει μια εγγυημένη τιμή για την παραγόμενη από τον ήλιο ηλεκτρική ενέργεια για 20 χρόνια.