Τι επιδιώκει ο Ταγίπ Ερντογάν από την ειρήνευση με το PKK
Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ο φυλακισμένος ηγέτης του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ), ανακοίνωσε την κατάπαυση του πυρός στην διάρκειας σχεδόν τριών δεκαετιών μάχη του κόμματός του με το τουρκικό κράτος. Η ανακοίνωση ήρθε την κατάλληλη στιγμή, κυρίως επειδή ο Τούρκος πρωθυπουργός Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται ότι είναι έτοιμος να επιδιώξει την ειρήνη με τους Κούρδους ως έναν τρόπο για να εδραιώσει την δική του εξουσία. Παρ’ όλα αυτά, οι περιφερειακές εξελίξεις ίσως αποτελέσουν ένα εμπόδιο το οποίο κανένας δεν θα μπορεί να ξεπεράσει.
Ο F. STEPHEN LARRABEE κατέχει την Διακεκριμένη Έδρα Ευρωπαϊκής Ασφάλειας στην RAND Corporation.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ο ηγέτης του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ), ανακοίνωσε την κατάπαυση του πυρός στην σχεδόν τριών δεκαετιών μάχη του κόμματός του με το τουρκικό κράτος. Πριν από αυτό, η εξέγερση - η οποία έχει στοιχίσει περίπου 40.000 ζωές - φαινόταν δύσκολα διαχειρίσιμη. Οι προσπάθειες της Άγκυρας να την καταστείλουν προκαλούσε τον κουρδικό εθνικισμό και έκανε το PKK ισχυρότερο. Αλλά τώρα, με τον Οτσαλάν προφανώς έτοιμο να προσπαθήσει να επιλύσει ειρηνικά τις διαφορές, οι προοπτικές να τερματιστεί η εξέγερση έχουν βελτιωθεί.
Η ανακοίνωση του Οτσαλάν ήρθε την κατάλληλη στιγμή. Διάφοροι παράγοντες είχαν ήδη καταστήσει την χρονική στιγμή κατάλληλη για την ειρήνη. Πρώτον, το κυβερνών Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και η ευρύτερη τουρκική κοινή γνώμη είχαν αναγνωρίσει ότι η προσπάθεια για τον τερματισμό της εξέγερσης με χρήση στρατιωτικών δυνάμεων αποτελούσε ένα αδιέξοδο και ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει μια πιο αποφασιστική προσπάθεια για την εξεύρεση πολιτικής λύσης στην σύγκρουση με τους Κούρδους.
Δεύτερον, το κουρδικό ζήτημα συνδέεται στενά με τις πολιτικές φιλοδοξίες του πρωθυπουργού Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν. Σύμφωνα με το καταστατικό του ΑΚΡ, ο Ερντογάν δεν μπορεί να διεκδικήσει ξανά την πρωθυπουργία, μόλις λήξει η δεύτερη θητεία του το 2014. Αντ' αυτού, αναμένεται να προσπαθήσει να θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος. Αν κερδίσει, θα είναι ο πρώτος εκλεγμένος από τον λαό πρόεδρος στην τουρκική ιστορία, κορυφώνοντας την πολιτική σταδιοδρομία του και αναλαμβάνοντας την ευκαιρία να διαμορφώσει την τουρκική πολιτική μέχρι το 2023, την 100ή επέτειο της ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Το μόνο πρόβλημα είναι ότι επί του παρόντος, η προεδρία είναι σε μεγάλο βαθμό μια εθιμοτυπική θέση. Ο Ερντογάν, λοιπόν, έχει αφήσει να εννοηθεί ότι η πρόθεσή του είναι να τροποποιήσει το τουρκικό Σύνταγμα έτσι ώστε να δώσει στον πρόεδρο ισχυρότερες εκτελεστικές εξουσίες και να μειώσει το κύρος του πρωθυπουργού. Το ΑΚΡ δεν διαθέτει τις απαραίτητες ψήφους στο κοινοβούλιο για να προωθήσει αυτές τις συνταγματικές αλλαγές. Για να το κάνει αυτό, χρειάζεται την υποστήριξη του φιλοκουρδικού Κόμματος Ειρήνης και Δημοκρατίας (BDP), το οποίο διαθέτει 33 έδρες στο κοινοβούλιο. Μια συμφωνία ειρήνης με το ΡΚΚ και οι υποσχέσεις να αναθεωρηθεί το σύνταγμα ώστε να επεκταθούν τα πολιτιστικά δικαιώματα των Κούρδων και να διευρυνθεί ο ορισμός της τουρκικής υπηκοότητας θα βοηθήσουν την κυβέρνηση Ερντογάν να εξασφαλίσει την συναίνεση του BDP. Στην πραγματικότητα, για να δημιουργήσει μια προεδρία έτσι όπως την επιθυμεί, ο Ερντογάν θα πρέπει να επιτύχει μια ευρεία συμφωνία με τους Κούρδους. Ωστόσο, αυτή η προοπτική ανησυχεί πολλούς Τούρκους, οι οποίοι πιστεύουν ότι ένα νέο Σύνταγμα προς αυτή την κατεύθυνση θα συγκεντρώσει πολύ μεγάλη δύναμη στα χέρια ενός ανθρώπου και θα ανοίξει τον δρόμο για μεγαλύτερο αυταρχισμό.
Ο τελικός παράγοντας που βελτίωσε τις προοπτικές για ειρήνη, είναι μια επανεξέταση από τους κύκλους του ΑΚΡ για τον ρόλο του Οτσαλάν σε οποιαδήποτε προσπάθεια να τερματίσει την εξέγερση του PKK. Τον Νοέμβριο του 2012, ο Οτσαλάν βοήθησε να σταματήσει μια απεργία πείνας 67 ημερών από περισσότερους από 600 Κούρδους. Η προσωπική παρέμβασή του έδειξε την επιρροή του και την αναγκαιότητα της απευθείας συμμετοχής του σε οποιοδήποτε ειρηνευτικό σχέδιο. Δεν προκάλεσε έκπληξη λοιπόν, όταν ένα μήνα μετά την μεσολάβηση του Οτσαλάν, ο Ερντογάν ανακοίνωσε την έναρξη των διερευνητικών συνομιλιών με τον Οτσαλάν με στόχο τον τερματισμό της εξέγερσης του ΡΚΚ. Από την τουρκική πλευρά, ο Χακάν Φιντάν, ο επικεφαλής του Εθνικού Οργανισμού Πληροφοριών της Τουρκίας και στενός έμπιστος του Ερντογάν, ηγείται των συζητήσεων. Αυτός και ο Οτσαλάν έχουν επικεντρωθεί στην ανάπτυξη ενός στρατηγικού οδικού χάρτη προς μια ειρηνευτική συμφωνία.
Φυσικά, η ειρήνη δεν είναι ακόμα τελειωμένη υπόθεση. Πολλά θέματα θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν την συμφωνία. Πρώτον, το ζήτημα της αμνηστίας μπορεί να δημιουργήσει δυσκολίες. Πολλές ομάδες Κούρδων - και ο ίδιος ο Οτσαλάν - επιμένουν ότι στους μαχητές του ΡΚΚ πρέπει να χορηγηθεί αμνηστία ως μέρος μιας οποιασδήποτε συμφωνίας. Ωστόσο, ένα μεγάλο τμήμα του τουρκικού πληθυσμού θεωρεί τους μαχητές του ΡΚΚ τρομοκράτες και αντιτίθεται σθεναρά στο να τους αφήσουν ελεύθερους.
Επιπλέον, ο Οτσαλάν μπορεί να θέλει την ειρήνη και έχει μεγάλη επιρροή στο τουρκικό ΡΚΚ, αλλά η οργάνωση δεν είναι πλέον δικό του δημιούργημα. Έχει γίνει ένα διακρατικό κίνημα με δίκτυα και επιχειρήσεις σε ολόκληρη την περιοχή. Δεν είναι όλοι υπό τον έλεγχό του. Ακόμα κι αν ο Οτσαλάν μπορεί να πείσει μεγάλα τμήματα του PKK να υποστηρίξουν μια ειρηνευτική συμφωνία, κάποιες σκληροπυρηνικές εθνικιστικές ομάδες μπορεί να εξακολουθούν να είναι απρόθυμες να καταθέσουν τα όπλα τους. Άλλωστε, πολλοί διοικητές του PKK δεν βλέπουν να έχουν μέλλον εκτός του ένοπλου αγώνα.
Οι περιφερειακές εξελίξεις έχουν περιπλέξει επίσης τις ειρηνευτικές συνομιλίες. Στην Συρία, η αποχώρηση των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων από πέντε κουρδικές πόλεις κατά μήκος των συνόρων Συρίας- Τουρκίας τον Ιούλιο του 2012 δημιούργησε ένα πολιτικό κενό που το Κόμμα της Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) - το οποίο έχει στενούς δεσμούς με το PKK - έσπευσε να καλύψει. Η ταχύτητα και η ευκολία με την οποία το PYD ήταν σε θέση να αναλάβει τον έλεγχο επιβεβαίωσε τις τουρκικές υποψίες ότι ο Άσαντ θα μπορούσε να έχει οργανώσει την αποχώρηση για να ενισχύσει το ΡΚΚ σε βάρος της Τουρκίας και της σουνιτικής συριακής αντιπολίτευσης. Τώρα, οι Τούρκοι αξιωματούχοι ανησυχούν ότι οι περιοχές που διοικούνται από το PYD θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια βάση για τις επιθέσεις του PKK εναντίον του τουρκικού εδάφους και των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας. Η Τουρκία έχει απειλήσει ότι θα επέμβει στρατιωτικά εάν υπάρξουν επιθέσεις, αυξάνοντας την πιθανότητα ότι μια οποιαδήποτε συμπλοκή θα μπορούσε να επεκταθεί γρήγορα.
Στο Ιράν, όπως και στην Τουρκία, η κυβέρνηση αντιμετώπισε μια κουρδική εξέγερση. Η κινητοποίηση εκεί είναι υπό την ηγεσία του Κόμματος της Ελεύθερης Ζωής του Κουρδιστάν (PJAK), ένα παρακλάδι του PKK. Σε μερικές περιπτώσεις, η Τουρκία και το Ιράν συντόνιζαν τις προσπάθειές τους και μοιράζονταν πληροφορίες για την αντιμετώπιση των επιθέσεων του ΡΚΚ και του PJAK. Ωστόσο, οι σχέσεις των δύο χωρών είναι τεταμένες όσον αφορά την Συρία, οδηγώντας σε απότομη περιστολή της συνεργασίας. Αυτό, με τη σειρά του, έχει αποδυναμώσει την ικανότητα της Τουρκίας να αποτρέψει τις επιθέσεις του ΡΚΚ. Επιπλέον, σύμφωνα με τους Τούρκους αξιωματούχους, το Ιράν έχει αρχίσει να υποστηρίζει κρυφά το PKK. Το Ιράν δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το αν η εξέγερση του PKK πλησιάζει προς το τέλος της, αφού κάτι τέτοιο θα εξαλείψει έναν από τους κύριους μοχλούς της Τεχεράνης για την άσκηση πίεσης προς την Τουρκία.
Η αλλαγή στην πολιτική του Ιράν προς το PKK συνέπεσε με μια σοβαρή επιδείνωση των σχέσεων της Άγκυρας με την κυβέρνηση Μαλίκι στην Βαγδάτη. Η Τουρκία βλέπει τον Μαλίκι ως μαριονέτα του Ιράν και υποστήριξε τον αντίπαλό του, τον Ιγιάντ Αλάουι, τον Μάρτιο του 2010 στις βουλευτικές εκλογές στο Ιράκ. Από την εποχή των εκλογών, ο Μαλίκι προσπάθησε σταθερά να εδραιώσει τον έλεγχό του πάνω στους πολιτικούς θεσμούς του Ιράκ, ιδίως στην αστυνομία και τις υπηρεσίες πληροφοριών και να περιορίσει την επιρροή των Σουνιτών και των Κούρδων. Οι Τούρκοι φοβούνται ότι οι προσπάθειες αυτές θα μπορούσαν να αναζωπυρώσουν την θρησκευτική βία που συγκλόνισε το Ιράκ μεταξύ του 2003 και του 2007, και θα μπορούσε να οδηγήσει στην διάλυση της χώρας, με τους Κούρδους να αποκτούν πλήρη ανεξαρτησία στο Βορρά. Μια τέτοια εξέλιξη θα διαλύσει τις ελπίδες των διαπραγματεύσεων για το τέλος της εξέγερσης του PKK.
Η πιο σημαντική στρατηγική αλλαγή, ωστόσο, ήταν η σημαντική βελτίωση στη σχέση της Τουρκίας με την Κουρδική Περιφερειακή Κυβέρνηση (KRG) στο βόρειο Ιράκ. Κατά την περίοδο αμέσως μετά τον Πόλεμο του Κόλπου το 1990 - 91, η Τουρκία αρνήθηκε να έχει επίσημη επαφή με την KRG, φοβούμενη ότι η εμπλοκή της θα νομιμοποιούσε την κυβέρνηση στην Ερμπίλ και θα επιτάχυνε την εμφάνιση ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στα νότια σύνορα της Τουρκίας. Από το 2009, όμως, και οι δύο πλευρές έχουν αναγνωρίσει ότι έχουν κοινά συμφέροντα. Οι οικονομίες τους, κατ΄ αρχάς είναι όλο και πιο αλληλοεξαρτώμενες. Περίπου το 80% των αγαθών που πωλούνται στην KRG παρασκευάζονται στην Τουρκία. Περίπου 1.200 τουρκικές εταιρείες λειτουργούν σήμερα στο βόρειο Ιράκ (κυρίως στον τομέα των κατασκευών, αλλά και στην εξερεύνηση πετρελαίου).
Ένα άλλο κίνητρο για την βελτίωση των σχέσεων είναι η ενέργεια. Τον Ιούλιο του 2012, η κυβέρνηση Ερντογάν αποφάσισε να εισάγει αργό πετρέλαιο απευθείας από την KRG παρά τις αντιρρήσεις της Βαγδάτης και οι συζητήσεις για την κατασκευή ενός αγωγού φυσικού αερίου και δύο αγωγών πετρελαίου απευθείας μέσω του βορείου Ιράκ (που είναι υπό κουρδικό έλεγχο) βρίσκονται σε εξέλιξη. Προηγουμένως, η Άγκυρα είχε επιδιώξει να αποτρέψει την KRG από την απόκτηση του άμεσου ελέγχου των ενεργειακών πόρων στην περιοχή, με τον φόβο ότι το πετρέλαιο θα ενισχύσει την προσπάθεια της KRG να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο κουρδικό κράτος. Τώρα όμως, η Τουρκία ελπίζει να χρησιμοποιήσει την ενεργειακή συνεργασία ως κίνητρο για την KRG, ώστε να πατάξει τις βάσεις του PKK στο βόρειο Ιράκ.
Παρ’ όλη την κινητικότητα των εγχώριων και περιφερειακών πλευρών, μια συμφωνία ειρήνης που θα μπορούσε να τερματίσει την εξέγερση του PKK δεν αποτελεί τελειωμένη υπόθεση. Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται ακόμη σε πρώιμο στάδιο. Ακόμα κι έτσι, οι συνομιλίες αποτελούν την πιο ελπιδοφόρα προσπάθεια των τελευταίων δεκαετιών για τον τερματισμό της εξέγερσης του ΡΚΚ. Αν επιτευχθεί, θα αφαιρέσει ένα σημαντικό εμπόδιο για την ασφάλεια της Μέσης Ανατολής και την σταθεροποίηση της τουρκικής δημοκρατίας. Ένας τερματισμός της εξέγερσης θα δώσει επίσης μεγαλύτερο βάρος στην φιλοδοξία της Τουρκίας να διαδραματίσει ευρύτερο ρόλο στην Μέση Ανατολή. Για τους λόγους αυτούς, η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να στηρίξει τις διαπραγματεύσεις - όσο μακριά κι αν φαίνεται η ειρήνη αυτή την στιγμή.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139081/f-stephen-larrabee/why-erd...
Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr