Ποιες διεξόδους έχει πλέον η Κύπρος | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ποιες διεξόδους έχει πλέον η Κύπρος

Ο τραγικός τρόπος διαχείρισης μιας κρίσης

Η αρχική περίοδος κάθε θητείας είναι η πλέον δύσκολη και εκείνη κατά την οποία συνήθως ξεσπούν οι κρίσεις, είτε διότι η εκάστοτε νέα ηγεσία θεωρείται ή είναι όντως απροετοίμαστη είτε διότι οι διάφοροι αντίπαλοι και ομάδες συμφερόντων στο εσωτερικό και το εξωτερικό επιχειρούν να την «μετρήσουν». Πράγματι, μπορεί να επιχειρηματολογήσει κανείς πως ο από την 1η Μαρτίου 2013 πρόεδρος είχε ελάχιστο χρόνο να προετοιμασθεί για να αντιμετωπίσει ορθά την κρίση. Αντίστροφα, μπορεί να ευσταθεί και το επιχείρημα ότι ο νέος πρόεδρος έπρεπε να είχε προετοιμασθεί, καθώς η συζήτηση για τα οικονομικά προβλήματα δέσποσαν στην προεκλογική περίοδο και εξελέγη διότι, σύμφωνα με τα όσα υποστήριζε το επιτελείο του, είχε πείρα, σχέδιο και διεθνείς επαφές ώστε να τα αντιμετωπίσει. Επίσης, εξελέγη δεσμευόμενος ότι ο ίδιος δεν θα δεχόταν ποτέ «κούρεμα» των καταθέσεων.

Σε κάθε περίπτωση, τα μηνύματα για τις προθέσεις των ισχυρών της ΕΕ αναφορικά με τη επιβολή φόρου (levy) στις καταθέσεις είχαν σταλεί από το 2012 και στη νέα κυβέρνηση από τις αρχές Μαρτίου – ουσιαστικά δηλαδή από την ανάληψη των καθηκόντων της. Είναι δε βέβαιο ότι τις προθέσεις αυτές γνώριζε ο πρόεδρος από τις συναντήσεις του στα πλαίσια της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στις 14 Μαρτίου, δηλαδή τουλάχιστον μια ημέρα πριν από την κρίσιμη συνεδρίαση του Eurogroup.

Με βάση αυτά τα στοιχεία η βέλτιστη λύση για την κυπριακή πλευρά θα ήταν να αποφύγει πάση θυσία τη συνεδρίαση του Eurogroup ή προσερχόμενη στη συνεδρίαση να διαθέτει όχι απλώς ένα εναλλακτικό σχέδιο, αλλά στρατηγική εξόδου (exit strategy) από τη συγκεκριμένη συνεδρίαση με σκοπό να κερδηθεί χρόνος και να αναζητήσει λύσεις και συμμαχίες. Ποτέ κατά τη θεωρία δεν εισέρχεται κανείς σε διαπραγματεύσεις χωρίς προηγουμένως – στο μέτρο του εφικτού – να έχει προετοιμάσει το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, χωρίς να έχει στρατηγική εξόδου [6], χωρίς τυχόν συμμάχους, και χωρίς, με δεδομένη την προεδρική φύση του πολιτεύματος της Δημοκρατίας, την στήριξη των πολιτικών δυνάμεων ώστε τουλάχιστον να υπάρχει μια ελάχιστη εσωτερική συσπείρωση ή συνευθύνη.

Τίποτε από αυτά δεν έγινε και βρέθηκε η κυπριακή πλευρά να πρέπει να αποφασίσει μέσα τα ξημερώματα της 16ης Μαρτίου αν θα αντιμετωπίσει τη λαϊκή δυσφορία της φορολόγησης όλων των πολιτών ή αν θα φορολογηθούν μόνο οι μεγαλοκαταθέτες, πράγμα το οποίο θα οδηγούσε αφενός στη φυγή πολλών και μεγάλων κεφαλαίων, αφετέρου στην εκδηλωθείσα δυσαρέσκεια της Ρωσίας. Τελικά η κυπριακή ηγεσία επέλεξε να φορολογηθούν όλοι από το πρώτο ευρώ, χάνοντας τη στήριξη όλων στο εσωτερικό, αλλά και του πιθανολογούμενου συμμάχου στο εξωτερικό.

Από την πλευρά της, η πολιτική και οικονομική ηγεσία της ΕΕ και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αισθανόταν ότι απέναντί της είχε ένα μικρό κράτος και υιοθέτησε, όπως περιγράφεται στη θεωρία, μια πολύ σκληρή τακτική (bullying behavior). Γνώριζε τη μεγάλη ανάγκη της Κύπρου για ρευστό, ότι η Κύπρος δεν θα έβρισκε εύκολα άλλους συμμάχους στο εξωτερικό, όπως επίσης ότι η Δευτέρα 18 Μαρτίου (και η Δευτέρα 25) ήταν ημέρα αργίας για την Κύπρο (και την Ελλάδα). Θεωρούσε ότι απέναντί της υπήρχε ένας νέος πρόεδρος, ιδεολογικά πιο κοντά στις απόψεις της από τον προηγούμενο, ο οποίος είχε πολύ πρόσφατη τη λαϊκή εντολή, χωρίς ωστόσο να λαμβάνει υπόψη της την προεδρική φύση του πολιτεύματος της Κύπρου, ότι δηλαδή οι βουλευτές καταψηφίζοντας τη συμφωνία δεν θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με τα φάσμα μιας εκλογικής αναμέτρησης. Με βάση τα παραπάνω, στο τέλος της συνεδρίασης, αποδέχθηκε να φορολογηθεί το σύνολο των καταθέσεων, παραβιάζοντας έτσι τη βασική εγγύηση των καταθέσεων μέχρι του ύψους των εκατό χιλιάδων ευρώ και προκαλώντας την τραπεζική αστάθεια στην Κύπρο.

Μετά την εν λόγω απόφαση, η ηγεσία της Κύπρου, κινούμενη κάτω από εξαιρετικά αυστηρά χρονικά πλαίσια, συνέχισε την χωρίς κανένα σχέδιο και χωρίς ψυχραιμία αντιμετώπιση της κατάστασης. Ο πρόεδρος απηύθυνε δραματοποιημένο διάγγελμα, ίσως εκτιμώντας ότι θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα με εκείνο του προέδρου Παπαδόπουλου για το σχέδιο Ανάν (2004) και ίσως υπερεκτιμώντας την πολιτική του επιρροή στο εσωτερικό. Όμως, η κατάσταση ήταν διαφορετική, καθώς αυτή τη φορά δεν υπήρχε η απαραίτητη προετοιμασία και ενημέρωση, δεν υπήρχε το δίχτυ ασφαλείας μιας επικείμενης ενίσχυσης της χώρας, όπως η ένταξή της το 2004 στην ΕΕ, και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν θα ψήφιζε ο λαός αλλά οι βουλευτές, μεταξύ των οποίων ο πρόεδρος δεν είχε δεδομένη την πλειοψηφία.

Ακολούθησε η ψηφοφορία της 17ης Μαρτίου στη Βουλή των Αντιπροσώπων κατά την οποία απερρίφθη, χωρίς ουδεμία ψήφο υπέρ της, η προταθείσα συμφωνία. Και τότε άρχισε μια νέα σειρά προσπαθειών για το περίφημο Plan B’, το οποίο βασιζόταν κυρίως στη λανθασμένη εκ μέρους της κυπριακής ηγεσίας ανάγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος και του ρόλου μιας μεγάλης δύναμης, αλλά και στην υπερεκτίμηση – ίσως όχι αδικαιολόγητα με βάση τη μέχρι τώρα συμπεριφορά ισχυρών παραγόντων – ως διαπραγματευτικού χαρτιού της προοπτικής εκμετάλλευσης των ενεργειακών πόρων της Μεσογείου και του ενδιαφέροντος της Ρωσίας και της Γερμανίας γι’ αυτούς.

Η λανθασμένη αντίληψη του διεθνούς περιβάλλοντος συνίστατο στις πραγματικές διαθέσεις, στην ικανότητα, αλλά και στα ανταλλάγματα που τυχόν θα ζητούσε η Ρωσία για την οικονομική υποστήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι πραγματικές διαθέσεις σχετίζονται με το κατά πόσο η Ρωσία επιθυμεί τον έλεγχο των κατατεθειμένων στην Κύπρο κεφαλαίων Ρώσων πολιτών ή να συμμετάσχει στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων. Η ικανότητα συναρτάται με το κατά πόσο η ίδια χώρα επιθυμεί να αναλάβει την πιθανότητα να δυσαρεστήσει ισχυρούς εμπορικούς και ενίοτε πολιτικούς εταίρους, όπως τη Γερμανία. Τέλος, ως προς τα ανταλλάγματα, το εφικτό της εναλλακτικής λύσης για την Κύπρο συνδέεται με το κατά πόσο η τελευταία, και ειδικά η φιλοδυτική κυβέρνηση Αναστασιάδη, θα μπορούσε ή θα της επιτρεπόταν να ικανοποιήσει τυχόν αίτημα της Ρωσίας για παραχώρηση στρατιωτικών διευκολύνσεων στο νησί.