Αναμένοντας το πράσινο φως | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αναμένοντας το πράσινο φως

Η ενεργειακή συνεργασία Ελλάδας-Ισραήλ εν μέσω περιφερειακής ρευστότητας

Η Κυπριακή Δημοκρατία από την άλλη, έχοντας εισέλθει και αυτή σε περίοδο ύφεσης, με μια οικονομία υποβασταζόμενη από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ορθώς εκτιμά ότι η εκμετάλλευση του φυσικού αερίου αποτελεί μονόδρομο για την οικονομική της ανάκαμψη, προσπαθώντας παράλληλα να αξιοποιήσει την μοναδική αυτή ευκαιρία για να προσελκύσει την υποστήριξη του αμερικανικού παράγοντα για την επίλυση του Κυπριακού μέσω της ενεργειακής της σύμπραξης με το Ισραήλ. Παρά τα γοργά βήματα συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες, το πιο πρόσφατο από τα οποία συντελέσθηκε με την υπογραφή συμφωνίας για την από κοινού κατασκευή τού τερματικού σταθμού υγροποίησης φυσικού αερίου στο Βασιλικό, το Ισραήλ - λόγω της άμεσης στρατηγικής του εξάρτησης από την Άγκυρα- δεν θα απέκλειε το ενδεχόμενο συμπερίληψης και της Τουρκίας ως ενδιάμεσο σταθμό μεταφοράς φυσικού αερίου από την ισραηλινή ΑΟΖ με προορισμό τις ευρωπαϊκές αγορές.

Παρά το ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε την δυσαρέσκεια της Λευκωσίας, η Τουρκία δεν ανταποκρίνεται στις ισραηλινές συμβιβαστικές κινήσεις, απαιτώντας τον αποκλεισμό τής Κυπριακής Δημοκρατίας από οιονδήποτε κοινό ενεργειακό σχεδιασμό, όσο δεν τίθεται στο τραπέζι η παρουσία της στο βόρειο τμήμα τού νησιού, στην οποία βασίζονται οι παρεπόμενες αξιώσεις της.

Η τουρκική αυτή επιμονή από την άλλη, δεν φαίνεται να πείθει την ισραηλινή πλευρά για τους εξής λόγους:

Πρώτον, ενώ η Τουρκία, προκειμένου να επιτύχει την διείσδυσή της στον νέο ενεργειακό χάρτη τής Ανατολικής Μεσογείου, προβάλλει εμμέσως πλην σαφώς τη διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος, σύμφωνα, όμως, με τους δικούς της όρους, προσπαθώντας στην ουσία να νομιμοποιήσει τα τετελεσμένα τής εισβολής το 1974 και της συνεχιζόμενης κατοχής. Από την άλλη, η πάγια στάση τής ισραηλινής περιφερειακής πολιτικής συνίσταται στο να μην αναμιχθεί στο δυσεπίλυτο κυπριακό πρόβλημα τηρώντας πολιτική ίσων αποστάσεων. Σε κάθε περίπτωση το Ισραήλ δεν θα είχε κανέναν λόγο να υιοθετήσει φιλοτουρκική στάση όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα, για το οποίο από απόψεως διεθνούς δικαίου και αποφάσεων του ΟΗΕ η πλάστιγγα της νομιμότητας σαφώς τείνει υπέρ της ελληνοκυπριακής επιχειρηματολογίας. Κατά συνέπεια, το Ισραήλ, έχοντας ήδη εξασφαλίσει την πολιτική και επιχειρηματική ενθάρρυνση των ΗΠΑ, επέλεξε να προχωρήσει στην ενεργειακή του συμμαχία με την Λευκωσία, βασιζόμενο στους κανόνες τής διεθνούς νομιμότητας και συντασσόμενο με τη διεθνή κοινότητα που αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ως την μοναδική νόμιμη κρατική οντότητα στο νησί.

Δεύτερον, η Άγκυρα, προκειμένου να επιτύχει την μη απομόνωσή της από το ενεργειακό γίγνεσθαι της περιοχής, προτείνει να μεταφερθεί το φυσικό αέριο με επίγειους αγωγούς εντός της επικράτειάς της. Παρ' όλ' αυτά, η κατά κοινή ομολογία «θέση-κλειδί» που κατέχει η Τουρκία, στην συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί παραδόξως και το μεγάλο της μειονέκτημα, καθότι η «λογική των αγωγών» προϋποθέτει πρωτίστως πολιτική και στρατιωτική σταθερότητα. Παρά το ότι η μεταφορά τού φυσικού αερίου με αγωγούς μέσω της τουρκικής επικράτειας θα μπορούσε να εξυπηρετήσει το ισραηλινό φυσικό αέριο με προορισμό τις ευρωπαϊκές αγορές (αφού θα είχε μεταφερθεί υγροποιημένο σε τουρκικό λιμάνι τής Νοτιοανατολικής Μεσογείου), η Άγκυρα στην πραγματικότητα δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί ότι ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν απαλλαγμένο από δολιοφθορές εκ μέρους των Κούρδων ανταρτών στο μέλλον, όπως ακριβώς συνέβη πρόσφατα με τους αγωγούς φυσικού αερίου που μέχρι πρότινος μετέφεραν το αιγυπτιακό φυσικό αέριο στην ισραηλινή αγορά. Δεδομένου, μάλιστα, ότι η κατάσταση στη Συρία παραμένει αμφίβολη, με πολλαπλά σενάρια επαναδραστηριοποίησης του κουρδικού αποσταθεροποιητικού παράγοντα, η Τουρκία δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί απόλυτα ασφαλής. Αντιθέτως, ο σταθμός υγροποίησης στο Βασιλικό και η κυπριακή θαλάσσια οδός συναποτελούν για το ισραηλινό φυσικό αέριο την πιο ενδεδειγμένη, ασφαλή και πρακτική λύση από απόψεως σταθερότητας και εμπορικής ευελιξίας. Άλλωστε, η Τουρκία –και παρά τις δημόσιες προειδοποιήσεις της- γνωρίζει ότι πολύ δύσκολα θα μπορέσει με διπλωματικά ή ακόμα και με στρατιωτικά μέσα να παρεμποδίσει την θαλάσσια μεταφορά φυσικού αερίου μέσω τής Κύπρου. Αν κάνει κάτι τέτοιο, η Τουρκία θα έχει να αντιμετωπίσει πολλαπλές επικρίσεις που θα προέρχονται όχι μόνο από πολιτικά αλλά κυρίως από επιχειρηματικά κέντρα αποφάσεων.

Οι μοναδικές πιθανότητες ομαλής διείσδυσης της Τουρκίας στο ενεργειακό σκηνικό που αρχίζει να διαμορφώνεται στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο είναι, είτε μέσω της εξεύρεσης λύσης στο κυπριακό πρόβλημα που θα σημαίνει και την ταυτόχρονη εξομάλυνση των σχέσεων της Άγκυρας με την Λευκωσία, είτε με μια απότομη μεταστροφή τού Ισραήλ, με αποτέλεσμα να ενδώσει στις τουρκικές απαιτήσεις, να δεχθεί ακόμα ένα ισχυρό πλήγμα γοήτρου και εμμέσως πλην σαφώς να παραδεχθεί εμπράκτως ότι ο ισραηλινοκυπριακός ενεργειακός άξονας και η οικονομική επένδυση που πραγματοποιήθηκε αποδεικνύεται εκ των υστέρων ατελής.

Η πρώτη πιθανότητα, αν και δεν θα έπρεπε να αποκλείεται μακροπρόθεσμα, σίγουρα δεν διαφαίνεται να πραγματοποιείται στο άμεσο μέλλον. Αντίθετα, η δεύτερη πιθανότητα και υπό τις παρούσες συγκυρίες και προϋποθέσεις, πρέπει να θεωρηθεί από απίθανη έως αδύνατη.

ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ