Η Αλβανία τού Εντί Ράμα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Αλβανία τού Εντί Ράμα

Οι προοπτικές μετά τις πρόσφατες εκλογές

Από αυτό το βασικό στόχο αναμφίβολα δεν πρόκειται να παρεκκλίνει ούτε ο νέος πρωθυπουργός. Η σχετική διατύπωση του προγράμματος του Σοσιαλιστικού Κόμματος είναι χαρακτηριστική: «Δέσμευσή μας: Η ευρωπαϊκή Αλβανία ως μοντέλο έμπνευσης στην περιοχή, παράγοντας ειρήνης και δημοκρατικής σταθερότητας, αξιοπρεπής παρουσία και ταύτιση λόγων και έργων, που αντανακλούν τις αξίες των στρατηγικών μας εταίρων, ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης» −η σειρά αναφοράς των στρατηγικών εταίρων οπωσδήποτε δεν είναι τυχαία. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, ο Ράμα υποσχέθηκε πρωτίστως όχι μόνο αναβάθμιση των σχέσεων αλλά συμπόρευση με την Πρίστινα και φρόντισε να θέσει τις προϋποθέσεις για να τηρήσει την υπόσχεση αυτή ευθύς αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του: από τις πρώτες ενέργειές του ήταν η επιλογή του Shkëlzen Maliqi, διανοητή, πολιτικού αναλυτή, επικεφαλής του Ινστιτούτου Gani Bobi και ενός από τους ιδρυτές τού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του Κοσόβου, ως ειδικού συμβούλου του για την ανάπτυξη των διμερών –και όχι μόνο− σχέσεων, για την εμβάθυνση του «ειδικού» δεσμού που συνδέει τα Τίρανα με την Πρίστινα.

Μετά, λοιπόν, από την προνομιακή αυτή θέση που κατέχει το Κόσοβο στην «καρδιά» τής Αλβανίας και σε συνέχεια των στρατηγικών συμπαθειών της προς τις ΗΠΑ και την Ευρώπη θα πρέπει κανείς να δει και την σχέση της με την Ελλάδα, μια σχέση που, όπως έχει επισημανθεί διεξοδικά από άλλους αναλυτές, δεν διανύει την καλύτερη εποχή της [10].

Δεν νομίζουμε ότι είναι δόκιμο αυτή τη στιγμή να χρησιμοποιήσουμε τους γνωστούς συνήθεις χαρακτηρισμούς περί φιλελληνικής ή ανθελληνικής πολιτικής των αλβανικών κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών. Ούτε χρειάζεται να μετρήσουμε πόσο φιλέλληνας ή ανθέλληνας έχει εμφανιστεί ο Εντί Ράμα στο παρελθόν μέσα από τις δηλώσεις του. Όλα αυτά απλώς προδίδουν μια λανθασμένη θεώρηση της ουσίας του θέματος: ότι δηλαδή η συγκρότηση των διπλωματικών επιλογών τής εκάστοτε κυβέρνησης βασίζεται αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση των αλβανικών συμφερόντων, με τον τρόπο τουλάχιστον που η κυρίαρχη πολιτική πιστεύει κάθε φορά ότι αυτά τα συμφέροντα εξυπηρετούνται. Μέσα σ’ αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο, λοιπόν, πρέπει να εντάξει κανείς και την τακτική που ακολουθείται έναντι της Ελλάδας, και όχι αντίστροφα, μια τακτική που παρουσιάζει διακυμάνσεις εξαιτίας των εκάστοτε ευρύτερων συγκυριών ή των εσωτερικών αλβανικών ισορροπιών.

Τα μείζονα προβλήματα που υπάρχουν στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών δεν είναι λίγα, αλλά είναι γνωστά: η αντιμετώπιση των θεμάτων που αφορούν την ελληνική μειονότητα, η υπαναχώρηση της Αλβανίας από την κύρωση της Συμφωνίας για την Οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και των Θαλάσσιων Ζωνών, η διαφορά ως προς την ορθή αναγραφή των ελληνικών τοπωνυμίων στα επίσημα αλβανικά ταξιδιωτικά έγγραφα, οι διεκδικήσεις ως προς τη μεταχείριση και τα δικαιώματα των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα, για να αναφερθούμε μόνο στα πιο σημαντικά ή στα διαρκώς επαναλαμβανόμενα. Η ανάληψη πρωτοβουλιών για την επίλυσή τους υπάρχει ήδη ως διακηρυγμένος στόχος τής νέας κυβέρνησης.

Η συγκυρία ασφαλώς δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για την Ελλάδα, για τους γνωστούς λόγους που συνδέονται με τη δυσμενή θέση της στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, την απαξίωσή της ως οικονομικής δύναμης−προτύπου στην περιοχή ή ως κεφαλαιώδους αξίας συμμάχου για την ευρωπαϊκή πορεία τής Αλβανίας. Η επιλογή σκληρών διαπραγματευτικών τακτικών από αλβανικής πλευράς κατά την τελευταία διετία και η ανοχή που επιδείχθηκε σε εθνικιστικές ρητορικές και πρακτικές, με ανθελληνικό περιεχόμενο πολλές φορές, μπορούν με σχετική ασφάλεια να αποδοθούν στο γενικότερο κλίμα τής εποχής.

Από την άλλη πλευρά, είναι απολύτως αναγκαίο και για την Αλβανία, εφόσον επιθυμεί την προώθηση των ευρύτερων στρατηγικών της στόχων, να προχωρήσει σε συνεννοήσεις με την Ελλάδα για τα εκκρεμή θέματα, πιθανότατα ξεκινώντας από τα μικρά και εύκολα διαχειρίσιμα και ανοίγοντας έτσι το δρόμο για ένα «ξεπάγωμα» των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Οι γενικότερες εξελίξεις στην περιοχή, αλλά και οι νέες προοπτικές που γεννούν οι αλλαγές στον ενεργειακό και επιχειρηματικό χάρτη της ανατολικής Μεσογείου, εκ των πραγμάτων ωθούν τις δύο χώρες προς μια ειλικρινή και εποικοδομητική προσέγγιση.

Δεν αποκλείεται, ωστόσο, τυχόν πρωτοβουλίες να αναληφθούν εκ μέρους των Τιράνων στηριζόμενες επάνω στην αντίληψη ότι (κατά κάποιον τρόπο) ξεκινούν από θέση ισχύος, με ατζέντα και επιχειρηματολογία ιδιαίτερα διεκδικητική. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τελικά ο Εντί Ράμα διαθέτει μεν ισχυρή πλειοψηφία στη νέα Βουλή, ηγείται ωστόσο ενός ευρύτατου συνασπισμού μικρότερων κομμάτων, μια πραγματικότητα δηλαδή που στο παρελθόν αποδείχθηκε αρκετά επικίνδυνη για τη σταθερότητα του πολιτικού βίου της Αλβανίας, με αποτέλεσμα να είναι ίσως υποχρεωμένος να ισορροπεί μεταξύ διαφορετικών απόψεων ή να ικανοποιεί ποικίλα αιτήματα.

Μένει, επομένως, να δούμε στην πράξη των διπλωματικών επαφών να γίνονται πραγματικότητα οι διαβεβαιώσεις τού νέου και πολλά υποσχόμενου πρωθυπουργού, Εντί Ράμα, πώς ο πολυαναμενόμενος φρέσκος αέρας θα πνεύσει όχι μόνο στην εσωτερική πολιτική της χώρας αλλά και στις ταλαιπωρημένες σχέσεις με την Ελλάδα.

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΝΤΙ ΡΑΜΑ

Γεννημένος στις 4 Ιουλίου 1964, ζωγράφος και πρώην καθηγητής στην Ακαδημία των Τεχνών, ασχολήθηκε σχετικά νωρίς με την πολιτική μέσα στο ανήσυχο περιβάλλον των μεγάλων πολιτικών αλλαγών στην Αλβανία τής δεκαετίας του 1990, για να τοποθετηθεί υπουργός Πολιτισμού το 1998 και να εκλεγεί δήμαρχος των Τιράνων τρεις φορές, από το 2000 και εξής. Οι εικαστικές και πολεοδομικές παρεμβάσεις του στην αλβανική πρωτεύουσα είναι και σήμερα εμφανείς (προσθήκη χρωμάτων στις προσόψεις των σοβιετικού τύπου κτηρίων, απομάκρυνση αυθαίρετων κτισμάτων από δημόσιες και δημοτικές εκτάσεις, απελευθέρωση χώρων πρασίνου κ.λπ.), πρωτοποριακές επιλογές –όχι μόνο για τα αλβανικά δεδομένα− που του χάρισαν αρκετά βραβεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο και διεθνή αναγνωρισιμότητα.