Γιατί η ουκρανική κρίση είναι σφάλμα τής Δύσης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η ουκρανική κρίση είναι σφάλμα τής Δύσης

Οι φιλελεύθερες αυταπάτες που προκάλεσαν τον Πούτιν

Στη συνέχεια, ο Πούτιν εφάρμοσε τεράστια πίεση στη νέα κυβέρνηση στο Κίεβο για να την αποτρέψει από το να συνταχθεί με την Δύση εναντίον τής Μόσχας, καθιστώντας σαφές ότι θα καταστρέψει την Ουκρανία ως ένα λειτουργικό κράτος πριν της επιτρέψει να γίνει ένα δυτικό οχυρό στο κατώφλι τής Ρωσίας. Προς τον σκοπό αυτό, παρείχε συμβούλους, όπλα, και διπλωματική υποστήριξη προς τους Ρώσους αυτονομιστές στην ανατολική Ουκρανία, οι οποίοι σπρώχνουν την χώρα προς τον εμφύλιο πόλεμο. Μάζεψε πολύ στρατό στα ουκρανικά σύνορα, απειλώντας να εισβάλει εάν η κυβέρνηση καταστείλει τους αντάρτες. Και ο ίδιος αύξησε σημαντικά την τιμή τού φυσικού αερίου που πωλεί η Ρωσία στην Ουκρανία και απαίτησε την πληρωμή για προηγούμενες εξαγωγές. Ο Πούτιν παίζει σκληρό παιχνίδι.

Η ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Οι ενέργειες του Πούτιν θα έπρεπε να ήταν εύκολο να γίνουν κατανοητές. Ως μια τεράστια έκταση επίπεδης γης που και η ναπολεόντεια Γαλλία και η αυτοκρατορική Γερμανία και η ναζιστική Γερμανία διέσχισαν για να χτυπήσουν την ίδια την Ρωσία, η Ουκρανία χρησιμεύει ως ένα κράτος-«μαξιλάρι» τεράστιας στρατηγικής σημασίας για την Ρωσία. Κανένας Ρώσος ηγέτης δεν θα ανεχόταν μια στρατιωτική συμμαχία που μέχρι πρόσφατα ήταν θανάσιμος εχθρός τής Μόσχας, να κινείται μέσα στην Ουκρανία. Επίσης, κανένας Ρώσος ηγέτης δεν θα παρέμενε άπραγος ενώ η Δύση βοηθούσε να εγκατασταθεί μια κυβέρνηση εκεί, η οποία θα ήταν αποφασισμένη να ενσωματώσει την Ουκρανία στην Δύση.

Στην Ουάσινγκτον μπορεί να μην αρέσει η θέση τής Μόσχας, αλλά θα έπρεπε να κατανοήσει την λογική πίσω από αυτήν. Αυτή είναι η «Γεωπολιτική 101»: Οι μεγάλες δυνάμεις είναι πάντα ευαίσθητες σε πιθανές απειλές κοντά στο έδαφός τους. Στο κάτω-κάτω, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ανέχονται μακρινές μεγάλες δυνάμεις να αναπτύσσουν στρατιωτικές δυνάμεις οπουδήποτε στο Δυτικό Ημισφαίριο, πόσω μάλλον στα σύνορά τους. Φανταστείτε την οργή στην Ουάσιγκτον, αν η Κίνα οικοδομήσει μια εντυπωσιακή στρατιωτική συμμαχία και προσπαθήσει να συμπεριλάβει τον Καναδά και το Μεξικό σε αυτήν. Με την λογική κατά μέρος, οι Ρώσοι ηγέτες έχουν πει σε πολλές περιπτώσεις στους Δυτικούς ομολόγους τους ότι θεωρούν πως η επέκταση του ΝΑΤΟ στην Γεωργία και την Ουκρανία είναι απαράδεκτη, μαζί με κάθε προσπάθεια να μεταστραφούν αυτές οι χώρες εναντίον τής Ρωσίας - ένα μήνυμα που ο ρωσο-γεωργιανός πόλεμος το 2008 έκανε επίσης πεντακάθαρο.

Αξιωματούχοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους υποστηρίζουν ότι προσπάθησαν σκληρά για να κατευνάσουν τους φόβους τής Ρωσίας και ότι η Μόσχα θα πρέπει να καταλάβει ότι το ΝΑΤΟ δεν έχει σχέδια για την Ρωσία. Εκτός από το να αρνείται συνεχώς ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ έχει ως στόχο τον περιορισμό τής Ρωσίας, η συμμαχία δεν ανέπτυξε ποτέ μόνιμες στρατιωτικές δυνάμεις στα νέα κράτη-μέλη της. Το 2002, δημιούργησε ακόμη ένα όργανο που ονομάζεται το Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας, σε μια προσπάθεια να ενισχυθεί η συνεργασία. Για να κατευνάσουν περαιτέρω την Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν το 2009 ότι θα αναπτύξουν ένα νέο σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας για πολεμικά πλοία στα ευρωπαϊκά ύδατα, τουλάχιστον αρχικά, αντί να το τοποθετήσουν στην Τσεχία ή σε πολωνικό έδαφος. Αλλά κανένα από αυτά τα μέτρα δεν λειτούργησε˙ Οι Ρώσοι παρέμειναν σταθερά αντίθετοι με την διεύρυνση του ΝΑΤΟ, κυρίως στην Γεωργία και την Ουκρανία. Και είναι οι Ρώσοι, όχι η Δύση, οι οποίοι τελικά θα αποφασίσουν τι μετράει ως απειλή γι’ αυτούς.

Για να καταλάβει κάποιος γιατί η Δύση, ειδικά οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν μπόρεσαν να καταλάβουν ότι η πολιτική τους στην Ουκρανία έβαζε τις βάσεις για μια μεγάλη σύγκρουση με την Ρωσία, πρέπει να πάει πίσω στα μέσα τής δεκαετίας τού 1990, όταν η κυβέρνηση Κλίντον άρχισε να υποστηρίζει την επέκταση του ΝΑΤΟ. Ειδήμονες προώθησαν μια ποικιλία επιχειρημάτων υπέρ και κατά τής διεύρυνσης, αλλά δεν υπήρχε συναίνεση για το τι πρέπει να γίνει. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι συγγενείς τους, υποστήριξαν σθεναρά την επέκταση, επειδή ήθελαν το ΝΑΤΟ να προστατεύσει χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία. Λίγοι ρεαλιστές ευνόησαν επίσης αυτή την πολιτική, επειδή νόμιζαν ότι η Ρωσία εξακολουθούσε να πρέπει να περιορίζεται.

Αλλά οι περισσότεροι ρεαλιστές αντιτίθεντο στην επέκταση, με την πεποίθηση ότι μια μεγάλη δύναμη σε πτώση με γηράσκοντα πληθυσμό και μια μονοδιάστατη οικονομία στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να περιορίζεται. Και φοβούνταν ότι η διεύρυνση απλώς θα δώσει στην Μόσχα ένα κίνητρο για να προκαλέσει πρόβλημα στην Ανατολική Ευρώπη. Ο διπλωμάτης των ΗΠΑ, George Kennan, άρθρωσε αυτή την άποψη σε μια συνέντευξή του το 1998, λίγο αφότου η Γερουσία των ΗΠΑ ενέκρινε τον πρώτο γύρο επέκτασης του ΝΑΤΟ. «Νομίζω ότι οι Ρώσοι θα αντιδράσουν σταδιακά αρκετά αρνητικά και αυτό θα επηρεάσει τις πολιτικές τους», είπε. «Νομίζω ότι είναι ένα τραγικό λάθος. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για αυτό απολύτως. Κανείς δεν απειλεί κανέναν».

Οι περισσότεροι φιλελεύθεροι, από την άλλη πλευρά, ευνόησαν την διεύρυνση, συμπεριλαμβανομένων πολλών βασικών μελών τής διοίκησης Κλίντον. Πίστευαν ότι το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου μεταμόρφωσε ριζικά την διεθνή πολιτική και ότι μια νέα, μετα-εθνική τάξη είχε αντικαταστήσει την λογική ρεαλισμού που χρησιμοποιείτο για να κυβερνάται η Ευρώπη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν μόνο το «απαραίτητο έθνος», όπως το έθεσε η υπουργός Εξωτερικών Madeleine Albright˙ Ήταν επίσης ένας καλοήθης ηγεμόνας και έτσι ήταν απίθανο να θεωρηθεί ως απειλή στην Μόσχα. Ο στόχος, στην ουσία, ήταν το σύνολο της ηπείρου να μοιάζει με την Δυτική Ευρώπη.