Η διαχείριση του νέου Ψυχρού Πολέμου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η διαχείριση του νέου Ψυχρού Πολέμου

Τι μπορούν να μάθουν η Ουάσιγκτον και η Μόσχα από τον προηγούμενο Ψυχρό Πόλεμο

Η δέσμευση για τον περιορισμό των ζημιών που προκλήθηκαν από το Νέο Ψυχρό Πόλεμο, δεν σημαίνει ότι η Δύση στο μεταξύ θα πρέπει να ανέχεται τις ρωσικές προσπάθειες για τον έλεγχο των γεγονότων στα νέα εδάφη τής Ευρώπης, με την υποκίνηση πολιτικής αστάθειας ή την χρήση στρατιωτικής δύναμης. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους δεν μπορέσουν να βρουν έναν τρόπο να εμποδίσουν αυτόν τον ρωσικό πειρασμό - μέσω αξιόπιστων στρατιωτικών απειλών, εάν είναι απαραίτητο - ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος μόνο θα βαθαίνει. Την ίδια στιγμή, η πολιτική για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων στο ταραγμένο κέντρο τής Ευρώπης θα πρέπει να καθοδηγείται από έναν μεγαλύτερο στόχο. Ό, τι κάνουν οι ηγέτες τής Δύσης για να παρακινήσουν την ρωσική συγκράτηση πρέπει να συνδυαστεί με ένα συναρπαστικό όραμα μιας εναλλακτικής διαδρομής που, εάν ακολουθηθεί, θα οδηγήσει σε μια πιο εποικοδομητική κατεύθυνση. Και τα δύο μισά τής προσέγγισης αυτής πρέπει να είναι σαφή και συγκεκριμένα: Οι κόκκινες γραμμές πρέπει να είναι αυτονόητες και υποστηριζόμενες από την απειλή αξιόπιστης στρατιωτικής δύναμης, και οι ευκαιρίες για συνεργασία πρέπει να είναι συγκεκριμένες και σημαντικές.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΘΥΜΟΥ

Η ελαχιστοποίηση των ζημιών που προκαλούνται από τον Νέο Ψυχρό Πόλεμο θα απαιτήσει την διαχείρισή του με την πρόθεση της σταδιακής υπέρβασής του. Για τον σκοπό αυτό, οι ηγέτες στην Μόσχα, την Ουάσιγκτον και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τρία μαθήματα από τον αρχικό Ψυχρό Πόλεμο.

Πρώτον, πρέπει να αναγνωρίσουν ότι κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η δυσπιστία συχνά διαστρέβλωνε την αντίληψη κάθε πλευράς για τις προθέσεις της άλλης. Ως ένα από τα πολλά παραδείγματα, σκεφθείτε την λανθασμένη πεποίθηση της Ουάσινγκτον ότι η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, το 1979, ήταν μια προσπάθεια να αποκτήσει τον έλεγχο του πετρελαίου στον Περσικό Κόλπο - μια παρεξήγηση βασισμένη στην βαθιά ριζωμένη δυσπιστία για τις Σοβιετικές εδαφικές φιλοδοξίες που οι ηγέτες των ΗΠΑ έτρεφαν από τότε που ο Στάλιν κατέλαβε ένα μεγάλο μέρος τής ανατολικής Ευρώπης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στην συνέχεια προσπάθησε να επεκτείνει την σοβιετική επιρροή σε μέρη όπως το Ιράν και η Κορέα.

Από τότε που τελείωσε ο πρώτος Ψυχρός Πόλεμος, οι λανθασμένες αντιλήψεις συνεχίζουν να ταλανίζουν τις σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών, διαταράσσοντας συνεχώς τις προσπάθειες της Μόσχας και της Ουάσιγκτον να οικοδομήσουν μια νέα εταιρική σχέση και επιτρέποντας μια εν δυνάμει λειτουργική σχέση να διολισθήσει σε μια συγκρουσιακή. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και τα σχέδια των ΗΠΑ για ένα ευρωπαϊκό σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας τροφοδότησαν μια προϋπάρχουσα ρωσική διάθεση να πιστέψει ότι τέτοιες κινήσεις στρέφονται εναντίον τής Μόσχας. Και ο αδέξιος χειρισμός τής Ρωσίας στους γείτονές της - ιδιαίτερα την Ουκρανία - δημιούργησαν μια δυτική αντίληψη ότι η Μόσχα δεν θέλει απλώς επιρροή, αλλά επίσης να ελέγχει όλο το παλιό σοβιετικό έδαφος.

Το να ξεριζωθεί η δυσπιστία δεν θα είναι εύκολο. Θα απαιτηθεί μεγάλη προσπάθεια εκ μέρους των αξιωματούχων των ΗΠΑ και της Ρωσίας και μια προθυμία να αναλάβουν πραγματικά ρίσκα. Οι ηγέτες και στις δύο πλευρές γνωρίζουν ότι οι εσωτερικοί πολιτικοί αντίπαλοί τους θα χαρακτηρίζουν ως αδυναμία οποιεσδήποτε προσπάθειες να ξεπεράσουν την εχθρότητα. Επίσης, ανησυχούν ότι τυχόν ανοίγματα θα φανούν μάταια εάν δεν αποδώσουν αμέσως - ή, ακόμη χειρότερα, ότι οι προσπάθειες αυτές θα μοιάζουν σαν κατευνασμός αν η άλλη πλευρά απαντά με περαιτέρω επιθετικότητα.

Ακόμα, είναι η διαστρεβλωμένη άποψη της κάθε πλευράς για τους στόχους τής άλλης που θέτει τα μεγαλύτερα εμπόδια στην συνεργασία. Ο τρόπος για να ξεκινήσει το ξετύλιγμα αυτού του μπλεξίματος είναι οι δύο πλευρές να μιλήσουν απευθείας μεταξύ τους, ήσυχα, στο υψηλότερο επίπεδο, και χωρίς προϋποθέσεις. Θα πρέπει να συναντηθούν με μια κατανόηση ότι κάθε θέμα είναι στο τραπέζι, συμπεριλαμβανομένων των πιο αμφιλεγόμενων από αυτά. Ο διάλογος αυτός, φυσικά, είναι πιο δύσκολος όταν ακριβώς είναι και πιο απαραίτητος, αλλά καμιά από τις δύο κυβερνήσεις δεν χρειάζεται να εγκαταλείψει τις τρέχουσες θέσεις της πριν αρχίσει να μιλάει. Η διερεύνηση των πηγών των βαθύτερων ανησυχιών κάθε πλευράς, ωστόσο, είναι μόνο το πρώτο βήμα. Στην συνέχεια, η συζήτηση πρέπει να οδηγήσει σε δράση. Κάθε πλευρά θα πρέπει να ορίσει ένα μικρό βήμα ή μια σειρά από βήματα που, εάν ακολουθηθούν, θα την πείσουν να αρχίσει να επανεξετάζει τα συμπεράσματά της για την άλλη.

Οι δύο πλευρές θα πρέπει να σταματήσουν να κατηγορούν η μια την άλλη και αντί γι’ αυτό να κάνουν ένα βήμα πίσω και να εξετάσουν τι στην δική τους συμπεριφορά συνέβαλε στον εκτροχιασμό. Το δεύτερο μάθημα του αρχικού Ψυχρού Πολέμου είναι ότι ήταν η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο πλευρών, παρά οι ενέργειες μόνο της μιας πλευράς, που δημιούργησε τον φαύλο κύκλο των εντάσεων. Στην κρίση τής Ουκρανίας, τουλάχιστον, υπάρχει αρκετό φταίξιμο για να αποδοθεί. Η ΕΕ ήταν παράφωνη απορρίπτοντας τις νόμιμες ρωσικές ανησυχίες σχετικά με την αποτυχημένη συμφωνία σύνδεσης με την Ουκρανία. Κατά την διάρκεια της αναταραχής στο Κίεβο, τον Φεβρουάριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειψαν πολύ γρήγορα την συμφωνία που επιτεύχθηκε από τους διπλωμάτες όλων των πλευρών, η οποία προσέφερε μια πιθανή διέξοδο από την κρίση, υποσχόμενη νέες προεδρικές εκλογές και συνταγματική μεταρρύθμιση. Και συνολικά, η Ρωσία ήταν ιδιαιτέρως έτοιμη να εκμεταλλευτεί την αστάθεια της Ουκρανίας για την προώθηση των στόχων της.