Επαναπροσέγγιση ξανά | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Επαναπροσέγγιση ξανά

Γιατί η ύφεση με την Ρωσία δεν είναι κατευνασμός

Από την αρχή της κρίσης Ουκρανία, η ύφεση (détente) έχει κατηγορηθεί για πολλά: Οι επικριτές ισχυρίζονται ότι αποτελεί μια πολιτική κατευνασμού, ενώ οι υποστηρικτές γίνονται νοσταλγικοί για τα επιτεύγματα της. Ωστόσο, στο πλαίσιο των εκκλήσεων για ένα νέο διάλογο μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας, έχει προκύψει σύγχυση για το τι συνιστά την ύφεση και τι συνιστά τον κατευνασμό. Η πραγματικότητα είναι ότι η Ostpolitik και η ύφεση, όπως σφυρηλατήθηκαν από τον Βίλι Μπραντ, τον καγκελάριο της Δυτικής Γερμανίας μεταξύ 1969 και 1974, έχουν αμφότερες απαξιωθεί τόσο από τους ψυχροπολεμικούς, οι οποίοι θεωρούν την χρησιμότητά τους ως μύθο, όσο και από τους συνηγόρους του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, που τις εκμεταλλεύονται για τους δικούς τους σκοπούς.

Με το να επικαλούνται εσφαλμένα την κληρονομιά της ύφεσης, ενώ συσκοτίζουν την ανάγκη για πραγματική διπλωματία προκειμένου να καταστεί εφικτή η ύφεση, οι ψυχροπολεμικοί και ο Πούτιν προσφέρουν κακή υπηρεσία στην πραγματική ύφεση (détente). Ως αποτέλεσμα, αμφότερες η Ostpolitik και η ύφεση πρέπει να τύχουν υπεράσπισης όχι μόνο από τους επικριτές, αλλά και από τους αφελείς νοσταλγικούς οι οποίοι, όπως το έθεσε ο ιστορικός Timothy Garton Ash, επιθυμούν «να έχουν φιλικές σχέσεις με τον ουρανό, μια εμβάθυνση του συνεταιρισμού με την γη, αλλά και γόνιμη συνεργασία με την κόλαση». Όταν η διεθνής κοινότητα βλέπει τις πολιτικές είτε ως πανάκεια για τις ευρωπαϊκές κρίσεις είτε ως την ανεξάντλητη πηγή των προβλημάτων της Ευρώπης, καμία πλευρά δεν μπαίνει στην καρδιά του τι μπορεί -και τι δεν μπορεί- να επιτύχει η ύφεση.

ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΥΦΕΣΗΣ

Οι πολιτικές του Brandt για την Ostpolitik και την ύφεση βασίστηκαν στα διδάγματα που αντλήθηκαν από δύο μεγάλες κρίσεις: Την κρίση της Κούβας το 1962 και την συντριβή της Άνοιξης της Πράγας το 1968. Αφότου η κουβανική κρίση οδήγησε τον κόσμο στο χείλος του πυρηνικού πολέμου, τα μέλη του ΝΑΤΟ έλαβαν μέτρα για να αποκλιμακώσουν την σύγκρουση με τους Σοβιετικούς με την δημιουργία μιας απ’ ευθείας τηλεφωνικής γραμμής Λευκού Οίκου-Κρεμλίνου και με την υπογραφή της Συνθήκης Περιορισμένης Απαγόρευσης Πυρηνικών Δοκιμών (Limited Nuclear Test Ban Treaty). Οι προσπάθειες αυτές κατέληξαν στην Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών (Nuclear Non-Proliferation Treaty) του 1968, που ακολουθήθηκε από την έναρξη των Συνομιλιών για τον Περιορισμό των Στρατηγικών Όπλων (Strategic Arms Limitation Talks, SALT) μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης -συγκεκριμένα βήματα προς μια λειτουργική διπλωματία που χαλάρωσε τις εντάσεις και καθιέρωσε λειτουργικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Ομοίως, η Ostpolitik επεδίωκε να ενοποιήσει μια διχασμένη Γερμανία με το να αναγνωρίζει το ιδεολογικό και στρατηγικό χάσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης. Η Ostpolitik ήταν μια διορατική στρατηγική διαλεκτικής για την μεταμόρφωση της κομμουνιστικής διακυβέρνησης: Με το να απελευθερώνει την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη από την σοβιετική ιδεολογία, αναζητούσε ευκαιρίες σύγκλισης μεταξύ των δύο γερμανικών κρατών, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην επανένωση. Αλλά η ύφεση δεν χτίστηκε ποτέ πάνω σε αμοιβαίους στόχους: Στην φράση «αλλαγή μέσω της επαναπροσέγγισης», δόθηκε έμφαση στην «αλλαγή» για το σοβιετικό καθεστώς και την επιρροή του στα δορυφορικά κράτη. Έτσι, η Δύση ακολούθησε μια διττή πολιτική: Πρώτον, αποτροπή και διάλογος, όπως αναφέρεται στην ΝΑΤΟϊκή Έκθεση Harmel του 1967˙ δεύτερον, ένας πιο ανοικτός δίαυλος της Ρωσίας προς την Δύση, μέσω του οποίου οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να συζητήσουν την πολιτική απελευθέρωση της Ανατολικής Ευρώπης.

Η Ostpolitik και η πολιτική της ύφεσης δεν είχαν σχεδιαστεί για να τερματίσουν οριστικά το σοβιετικό καθεστώς της Ρωσίας, και αυτό εξακολουθεί να ισχύει στο πλαίσιο της τρέχουσας ουκρανικής κρίσης. Η σύμφωνη γνώμη της Μόσχας κατέστησε δυνατή την διπλωματική πρόοδο στο θέμα των δυτικών συνόρων της Πολωνίας, της ενδο-γερμανικής πολιτικής και της πολιτικής υποταγής της Τσεχοσλοβακίας, της Ουγγαρίας και της Ρουμανίας. Η ύφεση δε ήταν ποτέ μια πολιτική συμβιβασμού, πόσω μάλλον κατευνασμού. Οι συνήγοροι του Πούτιν, οι οποίοι τώρα κάνουν έκκληση να αναγνωριστεί η προσάρτηση της Κριμαίας από το διεθνές δίκαιο, δεν καταφέρνουν να δουν το πώς αυτά τα ευρύτερα ζητήματα δορυφορικής κρατικής κυριαρχίας ήταν, στην πραγματικότητα, στο επίκεντρο της πολιτικής της ύφεσης.

Ακριβώς όπως το Τείχος έγινε πραγματικότητα το 1961, το ίδιο και η προσάρτηση της Κριμαίας είναι ένα μη αναστρέψιμο γεγονός σήμερα. Η επίτευξη μιας ισορροπίας συμφερόντων μεταξύ της Ουκρανίας και της Ρωσίας βασίζεται στο να αφεθεί αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα έξω από την εξίσωση. Δεδομένου ότι η απειλή κατά την διάρκεια της κουβανικής κρίσης των πυραύλων και της Άνοιξης της Πράγας ομοίως γέννησε την ύφεση της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, οι σύγχρονοι ηγέτες δεν πρέπει να αποθαρρύνονται από τις τρέχουσες κρίσεις στην Γεωργία, την Υπερδνειστερία και την Ουκρανία. Αντίθετα, θα πρέπει να συνεχίσουν να επιδιώκουν τον διάλογο και να εμπλακούν με την Ρωσία, χωρίς να περιμένουν θαύματα. Στο κάτω-κάτω, η ίδια η Ostpolitik είχε μόνο μια περιορισμένη ικανότητα να εκτονώνει τις εντάσεις, και απέτυχε να αποτρέψει την σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979 ή την πολωνική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

ΙΔΙΟΙ ΠΑΙΚΤΕΣ, ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Η πιο σημαντική διαφορά μεταξύ της εποχής του Ψυχρού Πολέμου και της σύγχρονης ύφεσης είναι το διεθνές περιβάλλον: Ο πρώην ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, Λεονίντ Μπρέζνιεφ, προσπάθησε να παγιώσει την μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τάξη, με την εξασφάλιση του ελέγχου της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ ο Πούτιν θέλει να αναθεωρήσει την Χάρτα των Παρισίων, την απαγόρευσή της για την χρήση βίας, καθώς και το απαραβίαστο των συνόρων. Σε αντίθεση με τον Πούτιν, ο Μπρέζνιεφ προσπάθησε να διατηρήσει το status quo και είδε την ύφεση ως έναν τρόπο ενίσχυσής του. Ο Πούτιν, από την άλλη πλευρά, θέλει να αναθεωρήσει την ευρωπαϊκή ειρηνική τάξη που υπάρχει από το 1990: Είναι διατεθειμένος να σεβαστεί την μετα-σοβιετική εδαφική ακεραιότητα των γειτόνων της Ρωσίας, αλλά μόνο εφ’ όσον δεν κάνουν καμία προσπάθεια να απελευθερωθούν από την επιρροή του.

Μια άλλη διαφορά μεταξύ της σύγχρονης Ρωσίας και εκείνης της εποχής του Ψυχρού Πολέμου είναι το δίκτυο συμμάχων της Ρωσίας. Στο απόγειό της, η Σοβιετική Ένωση –παρά της σύγκρουσή της με την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας- μπορούσε να βασίζεται όχι μόνο στους υποτελείς της στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά και στο διεθνές κομμουνιστικό και αντι-αμερικανικό κίνημα, και στις αριστερές κυβερνήσεις και στα απελευθερωτικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου που έριχναν μια ελπιδοφόρα ματιά προς την Μόσχα. Δεν υφίσταται τέτοια υποστήριξη σήμερα. Το πολιτισμικό δέλεαρ της Ρωσίας του Πούτιν φαίνεται να περιορίζεται μόνο στα μέλη της Ευρασιατικής Ένωσης, όπως η Αρμενία, η Λευκορωσία και το Καζακστάν. Αν ο στόχος του Πούτιν με την προσάρτηση της Κριμαίας και την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας ήταν να αποκατασταθεί η ρωσική ηγεμονία, πέτυχε το αντίθετο.

ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ DÉTENTE

Τι θα έκανε ο Brandt σήμερα; Σίγουρα, δεν θα είχε υπογράψει το αφελές μανιφέστο «Όχι πόλεμος στην Ευρώπη», όπου 60 εξέχοντες Γερμανοί προέτρεπαν τους πολιτικούς και τα μέσα ενημέρωσης να μην δαιμονοποιούν την Ρωσία και προειδοποιούσαν για την προοπτική ενός πολέμου στην Κριμαία, που στην πραγματικότητα ξεκίνησε πριν από λίγο καιρό. Οι υπογράφοντες το μανιφέστο καλούν για συνετή δράση από την γερμανική κυβέρνηση, αλλά απλά «κηρύττουν στους αναβαπτισμένους», καθώς η σημερινή ηγεσία εφάρμοσε ως αιχμή του δόρατος τις πολιτικές διεύρυνσης της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, πολιτικές τις οποίες τώρα θεωρούν ως υπεύθυνες για την σημερινή πορεία της Ρωσίας.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η κατάσταση είναι πολύ εκρηκτική. Υπάρχει πράγματι μια αυξανόμενη απειλή ότι ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος, ή ακόμα και ένας θερμός πόλεμος, θα γίνει μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Σε αυτήν την περίπτωση, είναι σίγουρα ευφυές να θυμόμαστε την διορατικότητα και την ευαισθησία που προσέφερε η ύφεση ενώ η Ευρώπη αναζητούσε μια διέξοδο από την επικίνδυνη αντιπαράθεση με τα ρωσικά γεωπολιτικά συμφέροντα.

Υπάρχει ένα σημαντικό μάθημα που πρέπει να μάθουμε από το παρελθόν: Η μόνη ύφεση που οδηγεί στην ειρήνη είναι αυτή που θα λαμβάνει υπόψη της (αλλά δεν είναι υποκύπτει εις) την ρωσική πραγματικότητα και τα ρωσικά συμφέροντα. Η Δύση, πάντως, δεν θα πρέπει να επιτρέψει στον εαυτό της να υποστεί εκμετάλλευση από τους πολιτικούς της Ουκρανίας για τους δικούς τους σκοπούς. Επιπλέον, η Δύση θα πρέπει να προσέξει να μην μπλέξει στις εσωτερικές διαμάχες για την εξουσία της Ουκρανίας. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να επανενεργοποιηθεί το Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας, ως βασικό φόρουμ διαλόγου, και να εκλαμβάνεται στα σοβαρά.

Το δεύτερο σημαντικό δίδαγμα είναι ότι χωρίς ένα σαφές σύνολο θεμελιωδών αξιών, η ύφεση θα γίνει μια πολιτική κατευνασμού. Μερικά πράγματα είναι αδιαπραγμάτευτα -και περιλαμβάνουν την υπεράσπιση των αποτελεσμάτων του Δεκάλογου του Ελσίνκι και της Χάρτας των Παρισίων. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες παραβίασαν το διεθνές δίκαιο στο Ιράκ ή αν το έκανε η Δύση στο Κοσσυφοπέδιο. Οποιεσδήποτε πολυπόθητες προσφορές συνεργασίας με την Ρωσία δεν θα πρέπει να οδηγήσουν στην αποδοχή από την Δύση μιας νέας πολιτικής που θα βασίζεται σε σφαίρες επιρροής στην Ευρώπη, ή να προκαλέσει τα έθνη να εγκαταλείψουν τις δικές τους αρχές. Το απαραβίαστο των συνόρων και η απαγόρευση της χρήσης βίας, ως βάση του διεθνούς δικαίου και της εγγύησης της ειρήνης στην ευρωπαϊκή ήπειρο, είναι αδιαπραγμάτευτα. Για τους υποστηρικτές του Πούτιν, δεν είναι η Ρωσία, αλλά το ΝΑΤΟ, που αμφισβήτησε το status quo. Σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, η προσάρτηση της Κριμαίας και η αποσταθεροποίηση της Ανατολικής Ουκρανίας είναι απλά κατανοητές, αν και καθυστερημένες, αντιδράσεις της Ρωσία προς την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, που ξεκίνησαν το 1999.

Ένα πράγμα είναι σίγουρο: Η Δυτική πολιτική δεν απειλεί την ασφάλεια της Ρωσίας -μόνο την διεκδίκησή της για μια αποκλειστική σφαίρα επιρροής. Ακόμα και τώρα, η πολιτική της Γερμανίας απέναντι στην Μόσχα δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια νέα πολιτική ύφεσης σε μια εποχή νέων εντάσεων. Περιλαμβάνει την αναζωογόνηση του ΟΑΣΕ, την πρωτοβουλία απ’ ευθείας τηλεφωνικής γραμμής του Frank-Walter Steinmeier, την ανάπτυξη μιας κοινής ευρωπαϊκής θέσης εντός της ΕΕ (συμπεριλαμβανομένης της Πολωνίας και των χωρών της Βαλτικής), καθώς και την προσπάθεια για την δημιουργία ενός φόρουμ διαλόγου με την Ευρασιατική Ένωση. Πρόκειται για διερεύνηση τρόπων για να γίνει η ύφεση δυνατή.

Υπό το φως των ρωσικών πολιτικών κωλυσιεργίας, η Δύση θα πρέπει να είναι ικανοποιημένη εάν η κατάσταση στην Ανατολική Ουκρανία γίνει μια παγωμένη σύγκρουση, κάτι που θα επιτρέψει στους Δυτικούς ηγέτες να κερδίσουν πολύτιμο χρόνο για να επιδιώξουν διάλογο με την Ρωσία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όλες οι πλευρές πρέπει να κάνουν ό, τι είναι δυνατό για να αποφευχθεί το να θεωρηθεί η μετα-ψυχροπολεμική εποχή ως μια προσωρινή ειρήνη στην διάρκεια ενός ευρύτερου γεωπολιτικού αγώνα. Η αποφυγή μιας τέτοιας μοίρας σημαίνει απόρριψη της αυταπάτης ότι η «παλαιάς σχολής» γερμανική Ostpolitik είναι ακόμη δυνατή και μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, καθώς αγνοεί το γεγονός ότι η πολιτική μεταστροφή της Ρωσίας έχει, προς το παρόν, στερήσει από την ύφεση ορισμένες βασικές προϋποθέσεις. Το δικαίωμα των μετα-σοβιετικών κρατών να επιλέγουν ελεύθερα τους συμμάχους τους είναι αποδεκτό από την Μόσχα μόνο αν η επιλογή τους είναι η Ρωσία˙ η Κεντρική Ασία είναι μια εξέχουσα περίπτωση. Είναι αυτή η προσέγγιση στηριγμένη σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική ή είναι απλά μια σειρά από απρόβλεπτες αντιδράσεις; Δεν υπάρχει καμία απάντηση σε αυτό το ερώτημα ακόμα -αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι είναι το δεύτερο.

Copyright © 2002-2014 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/143174/rolf-muetzenich/rapprochem...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr