Ο Trump και ο λαϊκισμός της Αμερικής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο Trump και ο λαϊκισμός της Αμερικής

Παλιό κρασί σε νέα μπουκάλια

Ο Donald Trump είναι ένας απίθανος λαϊκιστής [1]. Ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ κληρονόμησε μια περιουσία, υπερηφανεύεται για τον πλούτο του και τις πολλές ιδιοκτησίες του, μετακινείται μεταξύ των αποκλειστικών θερέτρων και των πολυτελών ξενοδοχείων του, και έχει υιοθετήσει ένα οικονομικό σχέδιο [2] που, μεταξύ άλλων, θα μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές για τους πλούσιους ανθρώπους όπως και ο ίδιος. Αλλά ένας πολιτικός δεν οφείλει να έχει ζήσει ανάμεσα σε ανθρώπους περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων, ή ακόμη και να εξαγγέλλει πολιτικές που θα ενισχύσουν τα εισοδήματά τους, να αρθρώνει τα παράπονά τους και να κερδίζει την υποστήριξή τους. Είτε κερδίσει είτε χάσει, ο Trump έχει αξιοποιήσει μια βαθιά φλέβα δυσφορίας και δυσαρέσκειας μεταξύ των εκατομμυρίων των λευκών Αμερικανών της εργατικής και της μεσαίας τάξης.

Ο Trump δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ο πρώτος [3] πολιτικός που χτυπά τις ελίτ και υπερασπίζεται τα συμφέροντα των απλών ανθρώπων. Δύο διαφορετικές, συχνά ανταγωνιστικές λαϊκιστικές παραδόσεις [4] έχουν από καιρό ανθίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αυθεντίες συχνά ομιλούν για «αριστερούς» και «δεξιούς» λαϊκιστές. Αλλά αυτές οι ταμπέλες δεν αποτυπώνουν την πιο σημαντική διάκριση. Ο πρώτος τύπος των Αμερικανών λαϊκιστών κατευθύνει την οργή του αποκλειστικά προς τα πάνω: Στις εταιρικές ελίτ και τα ενεργούμενά τους στην κυβέρνηση οι οποίοι φέρεται να έχουν προδώσει τα συμφέροντα των ανδρών και των γυναικών που κάνουν την απαραίτητη δουλειά για το έθνος. Αυτοί οι λαϊκιστές υιοθετούν μια αντίληψη του «λαού» βασισμένη στις τάξεις, και αποφεύγουν να αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους ως υποστηρικτές ή αντιπάλους κάποιας συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας ή θρησκείας. Ανήκουν σε ευρύ φιλελεύθερο ρεύμα στην αμερικανική πολιτική ζωή˙ προωθούν μια έκδοση «κοινωνικού εθνικισμού», που ο ιστορικός του Gary Gerstle ορίζει ως την «πίστη στην θεμελιώδη ισότητα όλων των ανθρώπων, στα αναφαίρετα δικαιώματα κάθε ατόμου στην ζωή, την ελευθερία και την επιδίωξη της ευτυχίας, και σε μια δημοκρατική κυβέρνηση που αντλεί την νομιμοποίησή της από την συναίνεση του λαού».

Οι οπαδοί της δεύτερης αμερικανικής λαϊκιστικής παράδοσης -εκείνη στην οποία ανήκει ο Trump- επίσης κατηγορούν τις ελίτ στις μεγάλες επιχειρήσεις και την κυβέρνηση για την υπονόμευση των οικονομικών συμφερόντων του απλού ανθρώπου και τις πολιτικές ελευθερίες του. Αλλά ο ορισμός αυτής της λαϊκιστικής παράδοσης για τον «λαό» είναι στενότερος και πιο εθνοτικά περιοριστικός. Για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας των ΗΠΑ, αυτό σήμαινε μόνο πολίτες ευρωπαϊκής προέλευσης –οι «πραγματικό Αμερικανοί», των οποίων η εθνικότητα και μόνο, τους παρείχε ένα δικαίωμα να μοιραστούν την γενναιοδωρία της χώρας. Συνήθως, αυτή η φυλή των λαϊκιστών ισχυρίζεται ότι υπάρχει μια φαύλη συμμαχία μεταξύ των δυνάμεων του κακού σε εκείνους που βρίσκονται υψηλά και τους ανάξιους, σκουρόχρωμους φτωχούς χαμηλά -μια σκευωρία που θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα και τις αξίες της πατριωτικής (λευκής) πλειοψηφίας στην μέση. Η υποψία περί ενός άγραφου συμφώνου μεταξύ εκείνων υψηλά και εκείνων χαμηλά προέρχεται από την πεποίθηση σε αυτό που ο Gerstle αποκαλεί «φυλετικό εθνικισμό», μια αντίληψη της «Αμερικής με εθνοφυλετικούς όρους, όπως ένας λαός μένει ενωμένος από το κοινό αίμα και το χρώμα του δέρματος και από μια κληρονομική καταλληλότητα για αυτο–κυβέρνηση».

Και οι δύο τύποι των Αμερικανών λαϊκιστών έχουν, κατά καιρούς, αποκτήσει πολιτική επιρροή. Τα ξεσπάσματά τους [5] δεν είναι τυχαία. Προκύπτουν ως απάντηση πραγματικών παραπόνων [6]: Ένα οικονομικό σύστημα που ευνοεί τους πλούσιους [7], ο φόβος της απώλειας θέσεων εργασίας προς όφελος νέων μεταναστών, και πολιτικοί που νοιάζονται περισσότερο για την δική τους πρόοδο από όσο για την ευημερία της πλειοψηφίας. Τελικά, ο μόνος τρόπος για να αμβλύνουν την ελκυστικότητά τους είναι να πάρουν αυτά τα προβλήματα στα σοβαρά.

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΛΑΪΚΙΣΤΩΝ

Ο λαϊκισμός [8], είναι από καιρό μια αμφισβητούμενη και διφορούμενη έννοια. Οι μελετητές διαφωνούν για το αν πρόκειται για μια πίστη, ένα στυλ, μια πολιτική στρατηγική, ένα τέχνασμα μάρκετινγκ, ή κάποιος συνδυασμός των παραπάνω. Οι λαϊκιστές έχουν επαινεθεί ως υπερασπιστές των αξιών και των αναγκών της σκληρά εργαζόμενης πλειοψηφίας και έχουν κατηγορηθεί ως δημαγωγοί που λυμαίνονται την άγνοια του απαίδευτων.

Αλλά ο όρος «λαϊκιστής» συνήθως είχε μια πιο συγκεκριμένη έννοια. Στην δεκαετία του 1890, οι δημοσιογράφοι που γνώριζαν λατινικά επινόησαν την λέξη για να περιγράψουν ένα μεγάλο τρίτο κόμμα, το Λαϊκιστικό ή Λαϊκό Κόμμα, το οποίο άρθρωνε δυναμικά την προοδευτική, κοινωνικο-εθνικιστική τάση του αμερικανικού λαϊκισμού. Το Λαϊκό Κόμμα προσπάθησε να απελευθερώσει το πολιτικό σύστημα από την αρπάγη της «ισχύος των χρημάτων». Οι ακτιβιστές του, οι περισσότεροι από τους οποίους προήλθαν από τον Νότο και την Δύση, χαιρέτιζαν τα κοινά συμφέροντα των αγροτών και αστικών εργαζομένων και καταριούνταν τα μονοπώλια στον τομέα της βιομηχανίας και της υψηλής χρηματοδότησης για την εξαθλίωση των μαζών. «Επιδιώκουμε να αποκαταστήσουμε την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας στα χέρια του ‘απλού λαού’, από τον οποίο προήλθε», βρόντησε ο Ignatius Donnelly, μυθιστοριογράφος και πρώην Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής, στην εναρκτήρια ομιλία του στο ιδρυτικό συνέδριο του κόμματος στην Ομάχα το 1892. Το νέο κόμμα επιδίωξε να επεκτείνει την εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης για να εξυπηρετήσει αυτούς τους «απλούς ανθρώπους» και να ταπεινώσει τους εκμεταλλευτές τους. Την ίδια χρονιά, ο James Weaver, ο λαϊκιστής υποψήφιος για την προεδρία, κέρδισε 22 εκλεκτορικές ψήφους, και το κόμμα φαινόταν έτοιμο να αναλάβει τον έλεγχο πολλών πολιτειών του νότου και του κέντρου (Great Plains) των ΗΠΑ. Όμως, τέσσερα χρόνια αργότερα, σε ένα διχασμένο εθνικό συνέδριο, η πλειοψηφία των αντιπροσώπων υποστήριξε τον Δημοκρατικό υποψήφιο, William Jennings Bryan, ο οποίος αγκάλιασε μερικές από τις κύριες προτάσεις του κόμματος, όπως μια ευέλικτη προσφορά χρήματος με βάση το ασήμι μαζί με τον χρυσό. Όταν ο Bryan, «ο Μέγας Συνηθισμένος Άνθρωπος» (the Great Commoner), έχασε τις εκλογές το 1896, το τρίτο κόμμα διολίσθησε γρήγορα. Η μοίρα του, όπως των περισσοτέρων τρίτων κομμάτων, ήταν σαν αυτή της μέλισσας, όπως έγραψε ο ιστορικός Richard Hofstadter το 1955. Μόλις τσίμπησε το πολιτικό κατεστημένο, πέθανε.

Ο γερουσιαστής Bernie Sanders έχει κληρονομήσει αυτή την παράδοση της λαϊκιστικής ρητορικής. Κατά την διάρκεια της εκστρατείας του 2016 για το χρίσμα του Δημοκρατικού προεδρικού υποψηφίου καταφέρθηκε εναντίον «της τάξης των δισεκατομμυριούχων» επειδή πρόδωσε την υπόσχεση της αμερικανικής δημοκρατίας και απαίτησε ένα κατώτατο ωρομίσθιο στα 15 δολάρια, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους, και άλλες προοδευτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Ο Sanders αυτοαποκαλείται σοσιαλιστής και έχει χαιρετίσει τους υποστηρικτές του ως την εμπροσθοφυλακή μιας «πολιτικής επανάστασης». Ωστόσο, το μόνο που πραγματικά υποστήριξε ήταν ένα διευρυμένο κράτος πρόνοιας παρόμοιο με εκείνο που έχει από καιρό ανθίσει στην Σκανδιναβία.

Η άλλη τάση του λαϊκισμού -το φυλετικό-εθνικιστικό είδος- εμφανίστηκε περίπου την ίδια χρονική στιγμή με το Λαϊκό Κόμμα. Αμφότερες οι τάσεις ξεπήδησαν από την ίδια αίσθηση συναγερμού κατά την διάρκεια της χρυσής εποχής για την διεύρυνση των ανισοτήτων μεταξύ ασυγκράτητων εταιρειών και επενδυτικών οίκων και απλών εργαζόμενων και μικρών αγροτών. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, οι υπέρμαχοι αυτής της τάσης της σκέψης χρησιμοποιούσαν ξενοφοβικές εκκλήσεις για να ασκήσουν πιέσεις στο Κογκρέσο να εμποδίσει όλους τους Κινέζους και τους περισσότερους Ιάπωνες εργάτες να μεταναστεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι εργαζόμενοι λευκοί Αμερικανοί και εκείνοι της μεσαίας τάξης, μερικοί από τους οποίους ανήκαν σε αγωνιζόμενα εργατικά συνδικάτα, ηγήθηκαν στο κίνημα αυτό και δημιούργησαν το μεγαλύτερο μέρος των οπαδών του. «Οι πλούσιοι άνδρες μας. . . συσπειρώθηκαν κάτω από την σημαία του εκατομμυριούχου, του τραπεζίτη, και εκείνου που κατέχει το μονοπώλιο της γης, του βασιλιά του σιδηροδρόμου και του ψεύτη πολιτικού, για να επιτευχθεί ο σκοπός τους», διακήρυξε ο Denis Kearney, ένας μικρός επιχειρηματίας από το Σαν Φρανσίσκο με χάρισμα στην εμπρηστική ρητορική, ο οποίος ίδρυσε το Κόμμα Εργατών της Καλιφόρνια (Workingmen’s Party of California, WPC) το 1877. Ο Kearney κατηγορούσε [9] ότι μια «φουσκωμένη αριστοκρατία. . . σαρώνει τις φτωχογειτονιές της Ασίας για να βρει τον πιο μοχθηρό σκλάβο στην γη τον Κινέζο ‘κούλη’- και να τον εισάγει εδώ για να συναντήσει τον ελεύθερο Αμερικανό στην αγορά εργασίας, και να εξακολουθεί να διευρύνει περαιτέρω το ρήγμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών, ακόμη περισσότερο να υποβαθμίσει την εργασία των λευκών».

Κραδαίνοντας το σύνθημα «Οι Κινέζοι πρέπει να φύγουν!» και απαιτώντας μια οκτάωρη εργάσιμη ημέρα και θέσεις εργασίας στα δημόσια έργα για τους ανέργους, το κόμμα μεγάλωσε γρήγορα. Μόνο λίγοι λευκοί εργαζόμενοι ακτιβιστές έφεραν αντιρρήσεις στην ρατσιστική ρητορική του. Το WPC κέρδισε τον έλεγχο του Σαν Φρανσίσκο και αρκετές μικρότερες πόλεις και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναθεώρηση του συντάγματος της Καλιφόρνιας ώστε να αποκλείσει τους Κινέζους και να συσταθεί μια επιτροπή για την ρύθμιση της Central Pacific Railroad, μιας τιτάνιας δύναμης στην οικονομία του κράτους. Σύντομα, όμως, το WPC άρχισε να σπαράσσεται από εσωτερικές συγκρούσεις: Η ομάδα του Kearney θέλησε να συνεχίσει την επίθεσή της στην κινεζική «απειλή», αλλά πολλοί εργατικοί συνδικαλιστές ήθελαν να επικεντρωθούν σε αιτήματα για μικρότερη εργάσιμη ημέρα, θέσεις εργασίας στο δημόσιο για τους ανέργους, και υψηλότερους φόρους στους πλούσιους.

Ωστόσο, οι λαϊκιστές ακτιβιστές και πολιτικοί του τύπου του Kearney πέτυχαν μια σημαντική νίκη. Το 1882, έπεισαν το Κογκρέσο να περάσει την Πράξη Αποκλεισμού των Κινέζων -τον πρώτο νόμο στην ιστορία των ΗΠΑ που απαγόρευσε την είσοδο στην χώρα στα μέλη μιας συγκεκριμένης εθνικότητας. Δύο δεκαετίες αργότερα, ακτιβιστές του εργατικού κινήματος της Καλιφόρνια εξαπέλυσαν μια νέα εκστρατεία για να πιέσουν το Κογκρέσο να απαγορεύσει την μετανάστευση από την Ιαπωνία. Το πρωταρχικό κίνητρό τους απηχεί την απειλή που ο Τραμπ βλέπει να έρχεται από τις μουσουλμανικές χώρες σήμερα: Οι Ιάπωνες μετανάστες, όπως ισχυρίστηκαν πολλοί λευκοί εργαζόμενοι, ήταν κατάσκοποι του αυτοκράτορα της χώρας τους που σχεδίαζε επιθέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Ιάπωνες «έχουν την πονηριά της αλεπούς και την αγριότητα μιας αιμοσταγούς ύαινας», έγραψε ο Olaf Tveitmoe, ένας συνδικαλιστής στο Σαν Φρανσίσκο, ο οποίος ήταν κι ο ίδιος μετανάστης από τη Νορβηγία, το 1908. Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τέτοιες συμπεριφορές βοήθησαν να νομιμοποιηθεί η αναγκαστική μετεγκατάσταση κάπου 112.000 Ιαπώνων Αμερικανών από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν πολίτες των ΗΠΑ.

Στην δεκαετία του 1920, ένας άλλος προκάτοχος του Trump στο λαϊκιστικό στιλ αναδύθηκε, έπεσε, και άφησε το σημάδι του στην πολιτική των ΗΠΑ: Η Κου-Κλουξ-Κλαν. Μισό αιώνα νωρίτερα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε διαλύσει την πρώτη ενσάρκωση της ΚΚΚ, η οποία χρησιμοποιούσε την τρομοκρατία για να προσπαθήσει να σταματήσει τους μαύρους άνδρες και γυναίκες από την άσκηση των πρόσφατα κερδισμένων ελευθεριών τους στην Ανοικοδόμηση του Νότου [στμ: Η περίοδος μετά τον εμφύλιο πόλεμο από το 1863 ως το 1877]. Το 1915, ο μεθοδιστής ιεροκήρυκας William Simmons ξεκίνησε την δεύτερη επανεμφάνιση της οργάνωσης. Η δεύτερη Κλαν προσέλκυσε μέλη από όλο το έθνος. Και όχι μόνο προσπάθησαν να σταματήσουν τους Αφρο-αμερικανούς από την άσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων τους που απορρέουν από τη δέκατη τέταρτη και την δέκατη πέμπτη τροποποίηση [του συντάγματος] αλλά, στην δεκαετία του 1920, κατηγόρησαν επίσης ότι τα ισχυρά συμφέροντα των οινοπνευματωδών ποτών συνωμοτούσαν με Καθολικούς και Εβραίους λαθρέμπορους για να υπονομεύσουν ένα άλλο τμήμα του συντάγματος: Την πρόσφατα επικυρωθείσα δέκατη όγδοη τροπολογία, η οποία απαγόρευε την κατασκευή και την πώληση οινοπνευματωδών ποτών. «Η εχθρική συμμορία των ποτών -θυμωμένη, εκδικητική, αντεθνική- επιδιώκει την ανατροπή της ανώτατης Αρχής στη γη», υποστήριξε η The Baptist Observer, μια εφημερίδα υπέρ της Κλαν στην Ιντιάνα, το 1924. «Μπορούν να υπολογίζουν στους κακοποιούς, τους απατεώνες, τις γιάφκες, τους ξένους που αγαπούν το ουίσκι, και στους αδιάφορους πολίτες να τους βοηθήσουν να κερδίσουν. … Μπορούν να υπολογίζουν σε σένα;». Όπως και το κόμμα του Kearney, η δεύτερη KKK σύντομα κατέρρευσε. Αλλά με σχεδόν πέντε εκατομμύρια μέλη στο αποκορύφωμά της στα μέσα της δεκαετίας του 1920, η Κου Κλουξ Κλαν και οι πολιτικοί σύμμαχοί της βοήθησαν να πιεστεί το Κογκρέσο να περάσει αυστηρές ετήσιες ποσοστώσεις για τον περιορισμό των μεταναστών από την ανατολική και νότια Ευρώπη σε μερικές εκατοντάδες ανά έθνος το 1924. Το Κογκρέσο ανακάλεσε αυτό το σύστημα κατάφωρων διακρίσεων μόλις το 1965.

11102016-1.jpg

Ο Ρεπουμπλικανός προεδρικός υποψήφιος Donald Trump μιλά σε προεκλογική συγκέντρωση στο Greensboro, στην Βόρεια Καρολίνα, τον Ιούνιο του 2016. JONATHAN DRAKE / REUTERS
------------------------------------------------------------

Όπως αυτοί οι αρχικοί δημαγωγοί, ο Trump καταδικάζει επίσης την παγκόσμια ελίτ για την προώθηση των «ανοικτών συνόρων», τα οποία υποτίθεται ότι επιτρέπουν στους μετανάστες να αποσπούν θέσεις εργασίας από τους Αμερικανούς εργαζόμενους και μειώνουν το βιοτικό τους επίπεδο. Ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος ήταν αρκετά συγκεκριμένες για το ποιες ομάδες συνιστούν τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Έχει κατηγορήσει τους Μεξικανούς ότι φέρνουν το έγκλημα, τα ναρκωτικά και τους βιασμούς σε ένα κατά τα άλλα ειρηνικό, νομοταγές έθνος και τους Μουσουλμάνους μετανάστες ότι επιδοκιμάζουν [10] «φρικτές επιθέσεις από ανθρώπους που πιστεύουν μόνο στην τζιχάντ, και δεν έχουν καμία αίσθηση της λογικής ή του σεβασμού στην ανθρώπινη ζωή» -μια θλιβερή αλήθεια που η «πολιτικά ορθή» κυβέρνηση Ομπάμα υποτίθεται ότι έχει αγνοήσει.

ΠΡΩΤΑ Η ΑΜΕΡΙΚΗ

Οι Αμερικανοί λαϊκιστές έχουν την τάση να εστιάζουν το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής τους στην εγχώρια πολιτική. Αλλά η εξωτερική πολιτική [11] αποτελεί επίσης έναν στόχο. Ο Trump, για παράδειγμα, έχει καταδικάσει τις διεθνείς συμμαχίες όπως το ΝΑΤΟ, και λαϊκιστές και από τις δύο τάσεις ανησυχούν από μακρού χρόνου για φαύλες ξένες επιρροές στην χώρα. Για παράδειγμα, στην πλατφόρμα του το 1892, το Λαϊκό Κόμμα προειδοποίησε ότι μια «μεγάλη συνωμοσία κατά της ανθρωπότητας» υπέρ του κανόνα του χρυσού είχε «οργανωθεί στις δύο ηπείρους» και «γρήγορα προχωρούσε στην κατάκτηση του κόσμου». Από τις δύο τάσεις, ωστόσο, οι λαϊκιστές της φυλετικής-εθνικιστικής παράδοσης ήταν πάντα οι πιο εχθρικοί προς την διεθνή εμπλοκή. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ο πατήρ Charles Coughlin, «ο ραδιοφωνικός ιερέας», προέτρεψε το τεράστιο ακροατήριο της εκπομπής του να κατανικήσει την επικύρωση μιας συνθήκης που ο πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ υπέγραψε και που θα επέτρεπε στις Ηνωμένες Πολιτείες να συμμετάσχουν στο Παγκόσμιο Δικαστήριο της Χάγης. Το εν λόγω δικαστήριο, κατηγόρησε ο Coughlin, ήταν ένα εργαλείο από τους ίδιους «διεθνείς τραπεζίτες» που υποτίθεται ότι είχαν σύρει το έθνος στην σφαγή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο επακόλουθος χείμαρρος επιστολών που καθοδηγήθηκαν από τον φόβο, πτόησε αρκετούς γερουσιαστές ώστε να εμποδίσουν τον Ρούζβελτ να αποκτήσει την πλειοψηφία των δύο τρίτων που χρειαζόταν.

Το 1940, η «Επιτροπή Πρώτα η Αμερική» (America First Committee), μια απομονωτική ομάδα πίεσης, εξέδωσε παρόμοια προειδοποίηση ενάντια στην επέμβαση των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ομάδα κόμπαζε ότι είχε περίπου 800.000 μέλη και συνέπηξε μια ευρεία συμμαχία: Συντηρητικούς επιχειρηματίες, κάποιους σοσιαλιστές, μια ομάδα σπουδαστών που περιελάμβανε τον μελλοντικό συγγραφέα Γκορ Βιντάλ (τότε ήταν στο γυμνάσιο) και τον μελλοντικό πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ (τότε στη Νομική Σχολή του Yale). Απολάμβανε επίσης την υποστήριξη ενός αριθμού διακεκριμένων Αμερικανών, μεταξύ των οποίων του Walt Disney και του αρχιτέκτονα Frank Lloyd Wright. Αλλά στις 11 Σεπτεμβρίου του 1941, ο πιο διάσημος εκπρόσωπός της, ο περίφημος αεροπόρος Τσαρλς Λίντμπεργκ, πήγε το αντιπολεμικό, αντι-ελιτίστικο μήνυμα ένα βήμα πιο μακριά από όσο έπρεπε. «Οι τρεις σημαντικότερες ομάδες που έχουν πιέσει την χώρα αυτή προς τον πόλεμο είναι οι Βρετανοί, οι Εβραίοι και η διοίκηση Ρούσβελτ», κατηγόρησε σε μια ομιλία του που μεταδόθηκε σε εθνικό επίπεδο [12]. «Ο μεγαλύτερός τους κίνδυνος στην χώρα αυτή βρίσκεται στην μεγάλη ιδιοκτησία και την επιρροή τους στον κινηματογράφο μας, στον Τύπο μας, το ραδιόφωνό μας και την κυβέρνησή μας». Μέχρι τότε, η κατάκτηση του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης από τον Χίτλερ είχε βάλει την «Πρώτα η Αμερική» στην άμυνα˙ οι αντισημιτικές προσβολές του Λίντμπεργκ επιτάχυναν την πτώση της. Η οργάνωση διαλύθηκε γρήγορα μετά την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ τρεις μήνες αργότερα.

Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, πολλές εξέχουσες προσωπικότητες στην λαϊκίστικη δεξιά έχουν αναβιώσει το είδος της ρητορικής της «Πρώτα η Αμερική», αν και οι περισσότεροι αποφεύγουν τον εμφανή αντισημιτισμό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Pat Robertson, ιδρυτής της Χριστιανικής Συμμαχίας (μια ομάδα άσκησης πίεσης των συντηρητικών Χριστιανών), προειδοποίησε απειλητικά για μια κλίκα της παγκοσμιοποίησης που απειλούσε την αμερικανική κυριαρχία. «Οι οπαδοί του ‘ενός κόσμου’ του … τραστ των χρημάτων», προειδοποίησε, «έχουν χρηματοδοτήσει τους οπαδούς του ‘ενός κόσμου’ του Κρεμλίνου». Λίγα χρόνια αργότερα, ο συντηρητικός πολιτικός σχολιαστής Pat Buchanan [13] πρότεινε την οικοδόμηση ενός «θαλάσσιου τείχους» για να σταματήσει τους μετανάστες από το «να ξεγλιστρούν από τα νότια σύνορά μας». Το 2003, κατηγόρησε τους νεοσυντηρητικούς ότι σχεδίασαν την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ προκειμένου να οικοδομηθεί μια «νέα παγκόσμια τάξη». Εκείνο το έτος, ο Buchanan υπερασπίστηκε την φήμη της «Επιτροπής Πρώτα η Αμερική» και επευφημούσε την κούρσα του Τραμπ για τον Λευκό Οίκο. Από την πλευρά του, ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος υποσχέθηκε, σε μια μεγάλη ομιλία [14] τον περασμένο Απρίλιο: «Το ‘Πρώτα η Αμερική’ θα είναι το κύριο και βασικό θέμα της διοίκησής μου». Μέχρι που καθοδήγησε και τα πλήθη στο να τραγουδήσουν το σύνθημα, ενώ προσποιήθηκε αδιαφορία για την σκοτεινή προέλευσή του.

ΕΜΕΙΣ Ο ΛΑΟΣ;

Αν και η άνοδος του Trump έχει αποδείξει την αντοχή της ελκυστικότητας της φυλετικής-εθνικιστικής τάσης του αμερικανικού λαϊκισμού, από την εκστρατεία του λείπει ένα κρίσιμο στοιχείο. Στερείται μια σχετικά συνεκτική, συναισθηματικά παρακινητική περιγραφή του «λαού» τον οποίον ο Trump ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί.

Αυτή είναι μια πρόσφατη έλλειψη στην ιστορία του αμερικανικού λαϊκισμού. Το Λαϊκό Κόμμα και οι σύμμαχοί του χειροκροτούσαν την ηθική ανωτερότητα των «παραγωγικών τάξεων», οι οποίες «δημιούργησαν όλον τον πλούτο» με τους μυς και το μυαλό τους. Η ενάρετη πλειοψηφία τους περιλάμβανε μισθωτούς της βιομηχανίας, μικρούς αγρότες, και αλτρουιστές επαγγελματίες όπως οι δάσκαλοι και οι γιατροί. Για τους υπέρμαχους της ποτοαπαγόρευσης που υποστήριξαν το ΚΚΚ, «ο λαός» ήταν οι απόλυτα απέχοντες από το αλκοόλ λευκοί ευαγγελικοί Χριστιανοί που είχαν το πνευματικό σθένος να προστατεύσουν τις οικογένειές τους και το έθνος τους από την μάστιγα της «διακίνησης αλκοόλ». Συντηρητικοί, όπως ο γερουσιαστής Barry Goldwater και ο πρόεδρος Ronald Reagan υποστήριξαν ότι μιλούσαν για τους «φορολογούμενους» -μια εκσυγχρονισμένη έκδοση των «παραγωγικών τάξεων» του πάλαι. Στην προεδρική εκστρατεία του το 1968, ο υποψήφιος του τρίτου κόμματος George Wallace μέχρι που περιέγραψε τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε κατονομάζοντας τις ασχολίες τους: «Τον οδηγό του λεωφορείου, τον οδηγό του φορτηγού, τον αισθητικό, τον πυροσβέστη, τον αστυνομικό και τον εργάτη σιδηρουργίας, τον υδραυλικό και τον εργαζόμενο στις επικοινωνίες και τον εργαζόμενο στα πετρέλαια και τον μικρό επιχειρηματία».

Ωστόσο, ενώ υπόσχεται να «κάνει την Αμερική μεγάλη και πάλι», ο Trump έχει προσφέρει μόνο αόριστα, νοσταλγικά κλισέ για το ποιοι Αμερικανοί θα τον βοηθήσουν να επιτύχει αυτό το τεράστιο κατόρθωμα. Οι ομιλίες του και η ιστοσελίδα της εκστρατείας του χρησιμοποιούν στερεότυπους όρους όπως «εργαζόμενες οικογένειες», «η μεσαία τάξη μας», και, φυσικά, «ο αμερικανικός λαός» -μια πλήρης αντίθεση με την ζωντάνια των επιθέσεών του, είτε πρόκειται για τους Μεξικανούς και τους Μουσουλμάνους είτε για πολιτικούς αντιπάλους του («ο μικρός Μάρκο», «ο ψεύτης Τεντ», «ο χαμηλής ενέργειας Τζεμπ» και η «στρεβλή Hillary»).

Προς υπεράσπιση του Τραμπ, έχει γίνει όλο και πιο δύσκολο για τους λαϊκιστές -ή οποιοδήποτε άλλο είδος πολιτικών στις ΗΠΑ- να ορίσουν μια ενάρετη πλειοψηφία με μεγαλύτερη ακρίβεια ή πιο υποβλητικά. Από την δεκαετία του 1960, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν γίνει ένα όλο και πιο πολυπολιτισμικό έθνος. Κανείς ο οποίος ελπίζει στα σοβαρά να γίνει πρόεδρος δεν έχει την πολυτέλεια να μιλά για «τον λαό» με τρόπους που αποκλείουν σαφώς όποιον δεν είναι λευκός και Χριστιανός. Ακόμη και ο Trump, στους τελευταίους μήνες της εκστρατείας του, έχει προσπαθήσει να προσεγγίσει, με έναν περιορισμένο και κάπως αδέξιο τρόπο, τους Αφρο-αμερικανούς και τους Λατίνους πολίτες. Εν τω μεταξύ, η ομάδα που οι λαϊκιστές της φυλετικής-εθνικιστικής τάσης ιστορικά εξήραν ως την καρδιά και την ψυχή των Ηνωμένων Πολιτειών, η λευκή εργατική τάξη, έχει γίνει μια συρρικνούμενη μειοψηφία.

Ωστόσο, οι προοδευτικοί λαϊκιστές έχουν επίσης αποτύχει να λύσουν αυτή την ρητορική πρόκληση. Ο Sanders έκανε μια αξιοσημείωτη πορεία για το χρίσμα των Δημοκρατικών φέτος. Αλλά όπως κι ο Trump, ήταν πολύ πιο σαφής σχετικά με την ελίτ που απεχθανόταν - «η τάξη των δισεκατομμυριούχων»- από όσο για το ποιος ακριβώς θα συμβάλει και θα επωφεληθεί από την αυτοαποκαλούμενη επανάστασή του. Ίσως ένας υποψήφιος ο οποίος αποσπά την πιο ένθερμη υποστήριξή του από τους νέους Αμερικανούς όλων των κατηγοριών και των φυλών δεν θα μπορούσε να ορίσει τον «λαό» του με μεγαλύτερη ακρίβεια, ακόμα και αν το ήθελε.

11102016-2.jpg

O George Wallace, πρώην κυβερνήτης της Alabama, σε συνέντευξη Τύπου το 1968. WIKIMEDIA
------------------------------------------------

Στο παρελθόν, οι πιο ισχυρές γενικές ιδέες των λαϊκιστών για την [εκλογική] βάση τους, τους βοήθησαν να οικοδομήσουν σταθερές συμμαχίες -τέτοιες που θα μπορούσαν να κυβερνήσουν, όχι μόνο να κάνουν προεκλογικές εκστρατείες. Με την επίκληση σε ταυτότητες που αγκαλιάζουν οι ψηφοφόροι –«παραγωγικές τάξεις», «λευκοί εργάτες», «Χριστιανοί Αμερικανοί» ή η «σιωπηλή πλειοψηφία» του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον- οι λαϊκιστές τούς ξεσήκωσαν να ψηφίσουν υπέρ του κόμματός τους και όχι μόνο εναντίον των εναλλακτικών λύσεων που υπάρχουν. Ούτε οι Δημοκρατικοί ούτε οι Ρεπουμπλικάνοι ήταν σε θέση να διατυπώσουν ένα τέτοιο δέλεαρ σήμερα, και αυτή η αποτυχία είναι τόσο η αιτία όσο και το αποτέλεσμα της αποστροφής του κοινού και προς τα δύο μεγάλα κόμματα. Ίσως να είναι αδύνατο να καταλήξουμε σε έναν αξιόπιστο ορισμό του «λαού» που να μπορεί να κινητοποιήσει τον ιλιγγιώδη αριθμό των τάξεων, φύλων, και εθνοτικών ταυτοτήτων που συνυπάρχουν, συχνά με δυσαρέσκεια, στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα. Αλλά οι φιλόδοξοι λαϊκιστές κατά πάσα πιθανότητα δεν θα σταματήσουν να προσπαθούν να επινοήσουν έναν [τέτοιο ορισμό].

ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΦΟΒΟ

Ο Trump θα δυσκολευτεί να κερδίσει τον Λευκό Οίκο. Παρά τις εμφανείς αδυναμίες της Χίλαρι Κλίντον, της Δημοκρατικής υποψήφιας -συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης εμπιστοσύνης του κοινού και ενός αδέξιου στυλ ομιλίας-, ο αντίπαλός της έχει κερδίσει την φήμη για φαύλες ρητορείες εναντίον μειονοτικών ομάδων και ατόμων και όχι για συμπεριφορά αντάξια κρατικού λειτουργού ή για δημιουργικές πολιτικές. Για ένα μεγάλο μέρος της προεκλογικής του εκστρατείας, το σύνθημά του θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν «Κάνε Αμερική να μισήσει και πάλι» (“Make America Hate Again”). Τέτοιες αρνητικότητα σπάνια ήταν μια καλή στρατηγική για να κερδηθεί η προεδρία σε ένα έθνος όπου οι περισσότεροι άνθρωποι περηφανεύονται, ίσως αφελώς, για την αισιοδοξία και την ειλικρίνειά τους. Και ο απροκάλυπτος φυλετικός εθνικισμός δεν είναι πλέον αποδεκτός σε εθνικές εκστρατείες.

Ωστόσο, θα ήταν ανόητο να αγνοήσουμε τις ανησυχίες και τον θυμό όσων έχουν συρρεύσει στον Τραμπ με ένα πάθος που δεν έδειξαν για κανέναν άλλο προεδρικό υποψήφιο στις τελευταίες δεκαετίες. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη [15] από τον πολιτικό επιστήμονα Justin Gest, το 65% των λευκών Αμερικανών -περίπου τα δύο πέμπτα του πληθυσμού- θα είναι ανοικτοί στο να ψηφίσουν υπέρ ενός κόμματος που στηρίζει «τον τερματισμό της μαζικής μετανάστευσης, παρέχει αμερικανικές θέσεις εργασίας σε Αμερικανούς εργαζομένους, διατηρεί την χριστιανική κληρονομιά της Αμερικής, και σταματά την απειλή του Ισλάμ». Αυτοί οι άνδρες και οι γυναίκες πιστεύουν ότι οι περισσότεροι πολιτικοί τούς αγνοούν ή τους πατρονάρουν, και αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι από μια μαζική κουλτούρα η οποία επιβραβεύει τους πλούσιους, τους κοσμοπολίτες, και τους φυλετικά ποικιλόμορφους. Αντιπροσωπεύουν περίπου το ίδιο ποσοστό της χώρας τους, όπως οι Γάλλοι που υποστηρίζουν σήμερα το Εθνικό Μέτωπο και μόνο περίπου 10% λιγότερο από τους Βρετανούς που ψήφισαν υπέρ της βρετανικής εξόδου από την ΕΕ.

Αλλά εφ’ όσον κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα των ΗΠΑ δεν αντιμετωπίζει τις ανησυχίες τους με έναν σοβαρό τρόπο και με κατανόηση -περιορίζοντας σημαντικά την χωρίς χαρτιά μετανάστευση και παρέχοντας ασφαλή απασχόληση με αξιοπρεπείς μισθούς- κατά πάσα πιθανότητα θα παραμείνουν ανοικτοί σε πολιτικούς που κάνουν μια τέτοια προσπάθεια, όσο κακο-πληροφορημένος κι αν θα μπορούσε να είναι αυτός ή αυτή. Αν χάσει, ο Trump ίσως να μην επιδιώξει ξανά πολιτικά αξιώματα. Η παράδοση του λαϊκισμού που χρησιμοποίησε, όμως, θα αντέξει.

ΕΝΑ ΑΝΑΓΚΑΙΟ ΚΑΚΟ

Στην καλύτερη περίπτωση, ο λαϊκισμός παρέχει μια γλώσσα που μπορεί να ενισχύσει την δημοκρατία, όχι να την θέσει σε κίνδυνο. Το Λαϊκό Κόμμα βοήθησε να εισαχθούν πολλές από τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, όπως ο φόρος εισοδήματος και η εταιρική νομοθεσία, που έκαναν τις Ηνωμένες Πολιτείες μια πιο ανθρώπινη κοινωνία στον 20ο αιώνα. Οι Δημοκρατικοί που αισθάνονται άνετα με την χρήση λαϊκιστικών εκκλήσεων, από τον Bryan ως τον FDR [Franklin D. Roosevelt], έκαναν πολλά για να δημιουργήσουν την φιλελεύθερη καπιταλιστική τάξη που, παρά τις ελλείψεις της, λίγοι σύγχρονοι Αμερικανοί θέλουν να διαλυθεί. Ακόμη και ορισμένοι λαϊκιστικοί ρήτορες που καταφέρθηκαν εναντίον των μεταναστών παρήγαγαν υποστήριξη για νόμους όπως η οκτάωρη εργάσιμη ημέρα, που, τελικά, βοήθησαν όλους τους μισθωτούς της χώρας, ανεξάρτητα από τον τόπο γέννησής τους.

Ο λαϊκισμός έχει ένα απείθαρχο παρελθόν. Ρατσιστές και επίδοξοι αυταρχικοί έχουν εκμεταλλευτεί την ελκυστικότητά του, όπως έχουν κάνει και οι πιο ανεκτικοί εχθροί της πλουτοκρατίας. Αλλά οι Αμερικανοί δεν έχουν βρει πιο ισχυρό τρόπο για να απαιτήσουν από τις πολιτικές τους ελίτ να τηρήσουν τα ιδανικά της ισότητας των ευκαιριών και του δημοκρατικού κράτους για τα οποία ρητορεύουν κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Ο λαϊκισμός μπορεί να είναι επικίνδυνος, αλλά μπορεί επίσης να είναι αναγκαίος. Όπως έγραψε ο ιστορικός C. Vann Woodward το 1959 ως απάντηση σε διανοούμενους που υποτιμούσαν τον λαϊκισμό, «Κάποιος πρέπει να περιμένει ή ακόμα και ελπίζει ότι θα υπάρξουν μελλοντικές αναταραχές για να κλονίσουν τις θέσεις της ισχύος και των προνομίων και να φέρουν την περιοδική θεραπεία που κρίνεται απαραίτητη για την υγεία της δημοκρατίας μας».

Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2016-10-06/trump-a...

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2016-05-12/america...
[2] https://www.washingtonpost.com/news/wonk/wp/2016/09/19/donald-trumps-tax...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2016-07-18/apocaly...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2015-12-10/trumpin...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/populism-march
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2016-06-13/america...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2015-12-08/inequality
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2014-08-18/pitchfo...
[9] http://historymatters.gmu.edu/d/5046/
[10] https://www.donaldjtrump.com/press-releases/donald-j.-trump-statement-on...
[11] https://www.foreignaffairs.com/articles/2016-05-23/how-populism-will-cha...
[12] http://www.charleslindbergh.com/americanfirst/speech.asp
[13] http://buchanan.org/blog/Topics/new-world-order
[14] http://time.com/4309786/read-donald-trumps-america-first-foreign-policy-...
[15] http://www.politico.com/magazine/story/2016/08/why-trumpism-will-outlast...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition