Η υποχώρηση της Ιταλίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η υποχώρηση της Ιταλίας

Η επερχόμενη κρίση διακυβέρνησης

Τον Νοέμβριο του 1917 ο ιταλικός στρατός, ο οποίος επί δύο αιματηρά χρόνια είχε προσπαθήσει να καταλάβει την Τεργέστη, οδηγήθηκε από τις δυνάμεις των Κεντρικών Δυνάμεων στο Caporetto, μια μικρή πόλη κοντά στα σύνορα με την σημερινή Σλοβενία. Χιλιάδες σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν˙ σχεδόν 300.000 Ιταλοί στρατιώτες πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Από τότε, οι Ιταλοί περιγράφουν στην καθομιλουμένη κάθε μεγάλη ήττα, ειδικά μια ήττα που μπορεί να αποδοθεί στην ύβρη ή στην ανεπαρκή ηγεσία, ως Caporetto.

Την Κυριακή, 4 Δεκεμβρίου, ο Ιταλός πρωθυπουργός Matteo Renzi γνώρισε το δικό του Caporetto. Η φιλόδοξη στρατηγική του να καταστεί η συνταγματική μεταρρύθμιση το επίκεντρο της νομοθετικής ατζέντας της κυβέρνησής του, νικήθηκε όταν το 60% του εκλογικού σώματος καταψήφισε το μεταρρυθμιστικό πακέτο του. Οι αναλυτές ανέμεναν πολύ πιο μικρή διαφορά, οπότε η ήττα άφησε την αξιοπιστία του Renzi -ήδη κουρελιασμένη πριν από την ψηφοφορία- σε συντρίμμια. Ο Renzi παραιτήθηκε και μια επίσημη κυβερνητική κρίση ξεκίνησε.

Ο Renzi και η υπουργός του για τις συνταγματικές υποθέσεις, Maria Elena Boschi, ανέλαβαν αυτό το μεγάλο ρίσκο προκειμένου να κάνουν την λήψη αποφάσεων ευκολότερη. Η μεταρρύθμιση θα μετέτρεπε την Γερουσία (senate) σε ένα πολύ μικρότερο σώμα που θα εκπροσωπούσε τις περιφέρειες της Ιταλίας και τις μεγάλες πόλεις, και θα περιόριζε σημαντικά τον ρόλο της στο πέρασμα της συνήθους νομοθεσίας. Εν τω μεταξύ, η Γερουσία δεν θα είχε πλέον την δυνατότητα να εκφράζει μια ψήφο άρσης της εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Το άλλο νομοθετικό σώμα, η Βουλή των Αντιπροσώπων (chamber of deputies), θα διατηρούσε τις αρμοδιότητές του. Εν συντομία, αποδυναμώνοντας έναν οργανισμό υπέρ του άλλου, ο Renzi ήλπιζε να εξαλείψει το αδιέξοδο που προέκυψε από τον λεγόμενο τέλειο δυισμό (perfect bicameralism).

15122016-1.jpg

Ο απερχόμενος Ιταλός πρωθυπουργός Matteo Renzi χειρονομεί κατά την διάρκεια της τελετής έναρξης της πρώτης συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου του νεοδιορισθέντα πρωθυπουργού της Ιταλίας Paolo Gentiloni, στο παλάτι Chigi στην Ρώμη, στις 12 Δεκεμβρίου του 2016. ALESSANDRO BIANCHI / REUTERS
---------------------------------------------

Η συνταγματική μεταρρύθμιση πλαισιώθηκε από έναν εκλογικό νόμο, τον Italicum, ο οποίος δίνει μια εγγυημένη πλειοψηφία στην Βουλή των Αντιπροσώπων σε οποιοδήποτε κόμμα (όχι συνασπισμό) που είναι ικανό να αποκτήσει περισσότερο από το 40% των ψήφων, ή στον νικητή μιας επαναληπτικής εκλογής μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων, σε περίπτωση που κανένα κόμμα δεν φτάσει το όριο του 40%. Οι αντίπαλοι του Renzi φοβήθηκαν ότι ένα κόμμα που επιλέγεται από απλώς το ένα τρίτο ή και λιγότερο εκείνων που ψηφίζουν στον πρώτο γύρο, θα μπορούσε να κερδίσει την πλειοψηφία στον δεύτερο γύρο και στην συνέχεια να αντιμετωπίσει πολύ λιγότερους θεσμικούς ελέγχους χάρη σε μια αποδυναμωμένη Γερουσία. Οι ηχηρότεροι επικριτές της προσέγγισης Renzi επικαλέστηκαν ακόμη και το φάντασμα μιας deriva autoritaria: Μιας εκτροπής προς τον αυταρχισμό.

Αυτή η κατηγορία ήταν παράλογα παραφουσκωμένη, αλλά αντήχησε στο ιταλικό εκλογικό σώμα. Η φασιστική εποχή άφησε μια μόνιμη δυσπιστία στην διακυβέρνηση από έναν ισχυρό ηγέτη. Τα όργανα του ισχύοντος συντάγματος είχαν σχεδιαστεί ακριβώς για να αποτρέψουν κάτι τέτοιο. Είχαν επίσης ως στόχο να εξασφαλίσουν ότι οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Κομμουνιστές θα συνέχιζαν την μεταπολεμική πολιτική σύγκρουση εντός αποδεκτών ορίων. Στο πλαίσιο αυτό, [τα συνταγματικά όργανα] λειτούργησαν, αν και έχουν επίσης συμβάλει στην δημιουργία μιας πολιτικής κουλτούρας που επιβραβεύει την συναίνεση με σχεδόν οποιοδήποτε κόστος.

Ο κύριος λόγος που οι πολίτες ψήφισαν κατά της μεταρρύθμισης, ωστόσο, ήταν ο ίδιος ο Renzi. Η προεκλογική εκστρατεία, τελικά, έγινε ένα δημοψήφισμα για τις χίλιες ημέρες του Renzi στην εξουσία. Σίγουρα, ο τηλεοπτικός χρόνος κυριαρχήθηκε από απόκρυφες συζητήσεις για τα υποτιθέμενα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της μεταρρύθμισης: Πολλοί νομικοί και πολιτικοί στοχαστές, συμπεριλαμβανομένων πολλών που είχαν ξιφουλκήσει επί δεκαετίες ενάντια στον «τέλειο δυισμό», σκανδαλίστηκαν από αυτό που θεώρησαν ως πρόχειρη σύνταξη της μεταρρύθμισης. Αλλά τέτοιοι λεπτομερείς νομικοί συλλογισμοί δεν ήταν ο λόγος που το 70% του εκλογικού σώματος προσήλθε στις κάλπες, ούτε γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι της εργατικής τάξης και νέοι ψηφοφόροι επέλεξαν το «όχι». Οι απλοί ψηφοφόροι καταδίκασαν τις μεταρρυθμίσεις, επειδή ήταν όλο και πιο θυμωμένοι με τα οικονομικά δεινά τους, τα οποία πιστεύουν ότι ο Renzi θα έπρεπε να έχει κάνει προτεραιότητά του.

Τα ιταλικά πρότυπα διαβίωσης έχουν παραμείνει στάσιμα από την εισαγωγή του ευρώ το 1999, αφήνοντας την χώρα στο κάτω μέρος του πίνακα ανάπτυξης της ΕΕ, μαζί με την Ελλάδα. Το δημόσιο χρέος της Ιταλίας έχει αυξηθεί ανελέητα και τώρα φτάνει στα 2,4 τρισεκατομμύρια δολάρια. Η φοροδιαφυγή είναι πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο –κάτι που δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένου ότι οι φόροι για τα μεσαία και τα ανώτερα εισοδήματα είναι τιμωρητικοί και πιέζουν την κατανάλωση. Η διαρροή εγκεφάλων έχει γίνει μια καταβόθρα, καθώς οι καλύτεροι και εξυπνότεροι Ιταλοί φεύγουν σε χώρες όπου μπορούν να βρουν δουλειά κατάλληλη για τα ταλέντα τους. Η κατοχή ενός πανεπιστημιακού πτυχίου, ή ακόμα και μιας μεταπτυχιακής ειδίκευσης, δεν αποτελεί πλέον εγγύηση για καλύτερες προοπτικές απασχόλησης. Σχεδόν οι μισοί από όλους κάτω των 25 ετών είναι άνεργοι -και δεδομένου ότι το κράτος δεν τους υποστηρίζει, αυτό πρέπει να το κάνουν οι οικογένειές τους, γεγονός που πιέζει περισσότερο την κατανάλωση και καθιστά όλο και πιο δύσκολο για τις οικογένειες της μεσαίας τάξης να τα καταφέρουν μέχρι το τέλος του μήνα. Η κυβέρνηση Renzi είχε περάσει έναν εργατικό νόμο που απελευθέρωνε την αγορά εργασίας και δημιουργούσε θέσεις εργασίας, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του κοινού δεν είχε καμία διάθεση να ακούσει εκείνους που τους έλεγαν ότι είναι αναγκαία περισσότερη απορρύθμιση (αν και μάλλον είναι).

Το δημοψήφισμα ήταν σημαντικό από την άποψη αυτή, αφού όλοι γνώριζαν ότι ο Renzi ήθελε η κυβέρνηση να έχει μεγαλύτερη ελευθερία για να συνεχίσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που η ΕΕ και άλλοι διεθνείς οργανισμοί θεωρούν ως προϋποθέσεις για την επιστροφή της Ιταλίας στην ανάπτυξη -και η οικονομική ανάπτυξη είναι η μόνη διέξοδος από την παγίδα του χρέους που έχει πέσει η Ιταλία. Ωστόσο οι επώδυνες μεταρρυθμίσεις είναι ακριβώς αυτό που ο ιταλικός λαός έχει ξεκάθαρα απορρίψει. Για να παραφράσω ένα ιταλικό ιδίωμα, έχουν τις «τσέπες γεμάτες» με λιτότητα.

Εκ των υστέρων, θα ήταν καλύτερα εάν η κυβέρνηση Renzi είχε τονίσει τα εσωτερικά ζητήματα πριν να αντιμετωπίσει την πολυπλοκότητα των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων. Κάτι έγινε, αλλά δεν ήταν αρκετό. Οι μακροσκελείς και ακατανόητες φιλονικίες για το πώς (ή αν) η νέα γερουσία θα πρέπει να εκλέγεται, και για τις βυζαντινικές υπο-ρήτρες του [νόμου] Italicum, αποξένωσαν πολλούς ανθρώπους που αρχικά πίστευαν ότι ο νέος ηγέτης ήταν μια ανάσα φρέσκου αέρα. Όταν ήρθε στην εξουσία το 2014, ο Renzi αναμφισβήτητα εκμεταλλεύθηκε την επιθυμία να καταργηθεί μια πολιτική τάξη της οποίας η ανικανότητα και η διαφθορά, για να μην αναφέρουμε την χρόνια φιλοδικία, ήταν η κύρια αιτία της διαρκούς οικονομικής δυσπραγίας της Ιταλίας.

Οι Ιταλοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα χειρότερα προβλήματα της χώρας τους δημιουργήθηκαν στην δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 από μια γενιά πολιτικών που δαπανούσε τα χρήματα όπως το νερό και άφησε τις επόμενες γενεές να καθαρίσουν την πλημμύρα. Και ξέρουν ότι αυτά τα προβλήματα επιδεινώθηκαν στην δεκαετία του 2000 από μια γενιά πολιτικών που ήταν απρόθυμη ή ανίκανη να λάβει τις επώδυνες αποφάσεις οι οποίες είναι αναγκαίες για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από την αδεξιότητα και την απληστία των προκατόχων τους. Ο Renzi, ο οποίος υποσχέθηκε να ηγηθεί ενός governo del fare (κυβέρνηση της πράξης), φαινόταν πραγματικά διαφορετικός. Τώρα, όμως, φαίνεται ως άλλος ένας πολιτικός. Ένα μεγάλο μέρος του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος μπορεί να εντοπιστεί στις απατηλές προσδοκίες.

Οι πιθανότητες είναι ότι οι ψηφοφόροι της Ιταλίας κατευθύνονται σε περαιτέρω αυταπάτες. Αν δεν είναι ο Renzi, τότε ποιος; Αυτό είναι το ερώτημα που η χώρα έχει να αντιμετωπίσει τώρα. Το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα (PD), του οποίου εξακολουθεί να ηγείται ο Renzi, είναι τώρα σε πλήρη σύγχυση˙ ο Renzi υπονομεύθηκε κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας από δύο bestie nere, τον πρώην πρωθυπουργό Μάσιμο Ντ’ Αλέμα και τον προκάτοχο του Renzi ως αρχηγός του κόμματος, Πιερλουίτζι Μπερσάνι, οι οποίοι αμφότεροι αγωνίστηκαν ενεργά κατά της μεταρρύθμισης. Στη μεγάλη παράδοση της ιταλικής πολιτικής, η στρατηγική τους ήταν να διαβρώσουν την λαβή του Renzi επί του κόμματος μέσα από έναν πόλεμο φθοράς. Το έχουν εν μέρει καταφέρει. Αλλά εν τω μεταξύ, το PD έχει χάσει κάθε αξιοπιστία ως κυβερνητικό κόμμα.

15122016-2.jpg

Η μπάντα των Ιταλών Carabinieri παίζει πριν ο πρόεδρος Σέρτζιο Ματαρέλα αρχίσει διαβουλεύσεις στο Παλάτι Quirinale στην Ρώμη, στις 8 Δεκεμβρίου 2016. ALESSANDRO BIANCHI / REUTERS
-----------------------------------------------------

Η πολιτική Δεξιά είναι ακόμη λιγότερο αξιόπιστη. Έχει δύο κύριες συνιστώσες: Την δεξιά λαϊκιστική Λίγκα του Βορρά (LN) και το Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο ηγέτης της LN, Matteo Salvini, είναι ένας από τους λίγους πολιτικούς στον Δυτικό κόσμο που κάνει τον εκλεγέντα πρόεδρο των ΗΠΑ, Donald Trump, να φαίνεται μετριοπαθής. Τα αντι-ΕΕ, αντι-μεταναστευτικά, φιλο-Πουτινικά ξεσπάσματά του προκαλούν ίλιγγο. Ο Μπερλουσκόνι, φυσικά, δεν χρειάζεται συστάσεις. Ένας κατάδικος στα ογδόντα του, ο οποίος υπέστη πρόσφατα μια σημαντική εγχείριση καρδιάς, ο Μπερλουσκόνι δεν είναι, για να τεθεί ήπια, μια προφανής επιλογή για εθνικός ηγέτης. Και, φυσικά, ήταν μια καταστροφή την τελευταία φορά που κατείχε την πρωθυπουργία: Μέχρι την στιγμή που έφυγε από την εξουσία, τον Νοέμβριο του 2011, ο Μπερλουσκόνι είχε ξεσηκώσει την χλεύη και την απέχθεια στον ίδιο βαθμό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το Forza Italia είναι ούτως ή άλλως πικρά διαιρεμένο μεταξύ εκείνων που επιθυμούν να συμμαχήσουν με την Λίγκα και όσους επιθυμούν να καταλάβουν ένα ενδεχομένως ανύπαρκτο χώρο στο κέντρο. Τα δύο κόμματα όντως συνεργάζονται με την κυβέρνηση σε περιφερειακό επίπεδο, αλλά θα αντιμετωπιστούν ως παρίες από την υπόλοιπη Ευρώπη.

Η μόνη εναλλακτική λύση έναντι του PD και του άξονα Μπερλουσκόνι-Salvini είναι το Κίνημα των Πέντε Αστέρων (M5S), το οποίο ηγείται σήμερα στις δημοσκοπήσεις. Ο Beppe Grillo, ο αντι-κατεστημένος κωμικός που οδηγεί το M5S, θέλει εκλογές το συντομότερο δυνατόν. Ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά ότι το κίνημά του, ένα τεράστιο δίκτυο ισχυρογνωμόνων netizens [στμ: πολιτών του διαδικτύου] οι οποίοι χρησιμοποιούν το blog του ως ιδεολογική καθοδήγηση, είναι με γυάλινα πόδια. Το M5S στερείται εμπειρίας (αν και ορισμένοι βουλευτές του φαίνεται να έχουν μάθει εντυπωσιακά γρήγορα τις σκοτεινές τέχνες της πολιτικής) και, όπου βρέθηκε σε θέσεις εξουσίας, οι επιδόσεις του ήταν μικτές, για να χρησιμοποιήσω έναν γενναιόδωρο όρο. Η δήμαρχος της M5S της Ρώμης, Virginia Raggi, έχει γίνει εθνικός περίγελος μετά την εκλογή της, τον περασμένο Ιούνιο. Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση μεταξύ του δημοψηφίσματος και των νέων εκλογών, τόσο πιο πιθανό είναι ότι η κίνηση του Grillo θα χάσει την λάμψη της στα μάτια του εκλογικού σώματος. Τα τρέχοντα επίπεδα της στήριξης είναι ασταθή.

Το μόνο πράγμα που ένωσε τον Μπερλουσκόνι, τον Ντ’ Αλέμα, τον Grillo και τον Salvini ήταν απέχθεια τους προς τον Renzi και η αποφασιστικότητά τους να τον ρίξουν. Ο πρώην πρωθυπουργός μίλησε κοροϊδευτικά για το «ετερόκλητο πλήρωμα» που είχε υποστηρίξει την εκστρατεία του «όχι», και είναι δύσκολο να μην συμφωνήσει κάποιος μαζί του. Το κεντρικό πρόβλημα των πολιτικών της Ιταλίας στην αποκαλούμενη Δεύτερη Δημοκρατία (δηλαδή, την περίοδο μετά την κατάρρευση της Χριστιανικής Δημοκρατίας το 1992-93), είναι ότι ειναι καταστροφικοί, όχι εποικοδομητικοί. Έχουν αποδειχθεί ανίκανοι για την σκληρή, υπομονετική δουλειά που απαιτείται για την αντιμετώπιση των πολυάριθμων κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων της Ιταλίας.

Αυτός είναι ο λόγος που η Ιταλία αναγκάστηκε να καταφύγει τρεις φορές τα τελευταία 20 χρόνια (κατά την διάρκεια των κυβερνήσεων του Carlo Azeglio Ciampi, του Lamberto Dini, και, πιο πρόσφατα, του Mario Monti) σε τεχνοκρατική διακυβέρνηση. Πάρα πολλοί μη-Ιταλοί θα ήθελαν να δουν την ανάδυση μιας ακόμα τέτοιας κυβέρνησης τώρα: Θα ήταν καθησυχαστικό για τις αγορές ομολόγων αν μια «κυβέρνηση καθηγητών» λειτουργούσε την χώρα για τα επόμενα ένα ή δύο χρόνια. Ωστόσο, οποιαδήποτε τέτοια κυβέρνηση θα προσκρούσει στο ίδιο ζήτημα της νομιμοποίησης, όπως έκανε το υπουργικό συμβούλιο του Monti. Μια κυβέρνηση τεχνοκρατών δεν μπορεί να ζητήσει από το εκλογικό σώμα μεταρρυθμίσεις που απαιτούν μεγάλες θυσίες.

Αλλά δεν μπορεί κανείς να φανταστεί μια εκλεγμένη ιταλική κυβέρνηση τώρα να ζητά από τους Ιταλούς να κάνουν μεγάλες θυσίες. Ο Renzi ήταν από αυτή την άποψη ο πιο γενναίος Ιταλός ηγέτης που υπήρχε, και δείτε τι του συνέβη. Είναι ασύμφορο να εικάζει κανείς ακόμα και για τα πολλά γνωστά-άγνωστα που αναδύονται στον απόηχο του εκλογικού αποτελέσματος, πόσω μάλλον να προσπαθήσει να προβλέψει τα άγνωστα-άγνωστα που κρύβονται από όλους, στους επόμενους μήνες. Το μόνο που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι δεν θα υπάρξουν εκλογές μέχρι το συνταγματικό δικαστήριο να εκδώσει απόφαση σχετικά με την συνταγματικότητα του Italicum, ο οποίος σε κάθε περίπτωση ισχύει μόνο για την Βουλή των Αντιπροσώπων. Το δικαστήριο δήλωσε ότι θα αποφασίσει στις 24 Ιανουαρίου του 2017. Ο Italicum έχει πολλά από τα ίδια ελαττώματα όπως ο λεγόμενος Porcellum, ο νόμος που προηγήθηκε, οπότε θα μπορούσε κάλλιστα να υποστεί δικαστική κριτική. Στην περίπτωση αυτή, ο αρχικός εκλογικός νόμος της Ιταλίας θα ήταν, στην πραγματικότητα, η αναλογική εκπροσώπηση. Αλλά καμιά σταθερή κυβέρνηση δεν μπορεί ενδεχομένως να εκλεγεί στην Ιταλία με αναλογική εκπροσώπηση.

Καθώς δημοσιευόταν αυτό το άρθρο, ο πρόεδρος Σέρτζιο Ματαρέλα διόριζε τον σεβαστό υπουργό Εξωτερικών, Paolo Gentiloni, ως πρωθυπουργό. Αν καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση που θα διοικεί τα δύο σώματα του κοινοβουλίου, θα οδηγήσει μια κυβέρνηση προερχόμενη από την ίδια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που υποστήριξε τον Renzi, αλλά είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς αυτή την κατάσταση να αντέχει για περισσότερο από μερικούς μήνες. Το PD, το κύριο κόμμα της πλειοψηφίας, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα βυθιστεί σε πικρή φαγωμάρα στο νέο έτος.

Μετά το Caporetto, ο στρατός της Ιταλίας υποχώρησε στον ποταμό Piave, σχεδόν στην Βενετία, όπου συσπειρώθηκε και πολέμησε ηρωικά για να σταματήσει την αυστριακή προέλαση. Στην παρούσα κρίση, είναι δύσκολο να εντοπιστεί το πού θα βρίσκεται το σημείο συσπείρωσης. Η Ιταλία είναι σε πλήρη, ακάθεκτη υποχώρηση από την ΕΕ και από οποιαδήποτε διαδικασία μεταρρύθμισης. Η πολιτική τάξη της έχει τώρα την ξεκάθαρη ευθύνη να πει τι θέλει στην θέση του Renziσμού. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρει.

Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/italy/2016-12-14/italys-eu-retreat

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition