Σώζοντας τον φιλελευθερισμό
Όταν οι ελίτ αδυνατούν να δώσουν λογικές ενδείξεις σχετικά με το ποιος είναι ο «απέναντι», οι άνθρωποι αποφασίζουν μόνοι τους. Μερικές φορές στρέφονται κατά των ελίτ. Μερικές φορές οι άνθρωποι στρέφονται προς τον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Κάτι τέτοιο δεν είναι ποτέ καλό.
Ο JEFF COLGAN είναι αναπληρωτής καθηγητής στην έδρα Richard Holbrooke στο Watson Institute του Πανεπιστημίου Brown.
Η Ημέρα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ είναι ο χρόνος για προβληματισμό σχετικά με τα προβλήματα του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, καθώς και τις κοινωνικές διακρίσεις που μας χωρίζουν. Αλλά οι πολιτικές του 2016 -από τον εθνοτισμό στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι το αντι-μεταναστευτικό συναίσθημα στην Ευρώπη, που διευκόλυναν την άνοδο του εκλεγμένου προέδρου Donald Trump και του Brexit, αντίστοιχα- δείχνουν ότι στο 2017, ίσως θα είναι καλύτερα να υιοθετήσουμε ένα διαφορετικό πρίσμα για την προβολή αυτών των θεμάτων.
Ένας τρόπος για να κατανοήσουμε τα γεγονότα του περασμένου έτους είναι μέσα από μια θεωρία στην κοινωνική ψυχολογία γνωστή ως «othering» [στμ: αντανάκλαση, απόκτηση ταυτότητας μέσω του αντιθετικού προσδιορισμού]. Εξηγεί πώς η διαμόρφωσης της ταυτότητας, καθώς και η συνοχή μιας ομάδας, διευκολύνονται εν μέρει από την διακριτότητα καθενός από εκείνους που θεωρούνται ως διαφορετικοί. Η διάκριση μπορεί να βασίζεται σε χαρακτηριστικά που είναι εγγενή, όπως το δέρμα ή το χρώμα των ματιών, ή κοινωνικά κατασκευασμένη, όπως η διάκριση μεταξύ των Χούτου και των Τούτσι. Η ταυτοποίηση του «άλλου» είναι μέρος αυτού που συνδέει μια ομάδα μαζί, δημιουργώντας ψυχικούς κανόνες για τον προσδιορισμό του ποιος είναι εντός -και ποιος είναι έξω. Το οthering μπορεί να είναι αρκετά αβλαβές, ακόμη και ωφέλιμο, όταν χτίζει κοινότητες μεταξύ, ας πούμε, φιλάθλωνπου αλληλο-υποστηρίζονται εναντίον των New York Yankees ή των Dallas Cowboys (κάτι που είναι ο λόγος για τον οποίο οι αθλητικές ομάδες υπερβάλλουν σχετικά με τεχνητές αντιπαλότητες μεταξύ των ομάδων).
Όταν πρόκειται για την εθνική ταυτότητα, όμως, το othering φέρνει σημαντικούς κινδύνους. Οι πολιτικοί φαίνεται να έχουν πολύ υποτιμήσει την ανάγκη του othering -και τις συνέπειές του. Σίγουρα, οι μελετητές πάντα ήξεραν ότι υφίστατο, και υπήρξε κάποια καλή έρευνα σχετικά με αυτό. Αλλά πολλοί δεν αναγνωρίζουν τον βαθμό στον οποίο το othering ήταν μια κεντρική απειλή για τον φιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση, ακόμη και όταν άρχισαν να πιστεύουν ότι η κοσμοπολίτικη ενοποίηση ήταν αναπόφευκτη.
Εδώ είναι το κλειδί: Αν το «άλλο» ενός έθνους ξαφνικά αφαιρεθεί, μπορεί (και συχνά συμβαίνει) να περιπίπτει σε εσωτερική δυσαρμονία και δυσλειτουργία, και συχνά παίρνει χρόνια ή ακόμα και δεκαετίες για να εκδηλωθεί πλήρως. Μελετήστε τα αποδεικτικά στοιχεία. Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξαν δύο μεγάλες υποθέσεις διεθνούς «άλλου» που ξαφνικά εξαφανίζονται. Ο ένας ήταν η απο-αποικιοποίηση. Όταν το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Γαλλία ή κάποιος άλλος αποικιακός άρχοντας υποχώρησε, οι περισσότερες πρώην αποικίες, που δεν ήταν πλέον ενωμένες λόγω ενός κοινού εχθρού, βρήκαν νέους [εχθρούς] μεταξύ τους. Αντιμετώπισαν σοβαρές κρίσεις εθνικής ενότητας, συχνά διασπώμενες κατά μήκος εθνικών ή θρησκευτικών γραμμών.
Όταν η Βρετανία έφυγε από την Ινδία, οι κατά το παρελθόν λειτουργικές σχέσεις μεταξύ Ινδουιστών και Μουσουλμάνων γρήγορα χάλασαν, χωρίζοντας την χώρα στα δύο, με την δημιουργία του Πακιστάν το 1948, και στην συνέχεια σε τρεις -με την γέννηση του Μπανγκλαντές το 1971. Στην Αφρική, τα περισσότερα νέα ανεξάρτητα κράτη είχαν μια αδύναμη εθνική ταυτότητα, επειδή αποτελούνται από πολλές φυλές ή ομάδες αναγκασμένες να ζουν μαζί υπό την αποικιοκρατία. Ως αποτέλεσμα, τα αντι-αποικιοκρατικά κινήματα περιέπεσαν σε αλληλοκτόνο βία μεταξύ των εθνοτικών ομάδων, μερικές φορές γρήγορα (Αγκόλα, Νιγηρία) και μερικές φορές δεκαετίες μετά την απο-αποικιοποίηση (πάρτε για παράδειγμα το Μπουρούντι, την Ρουάντα, το Νότιο Σουδάν και το Σουδάν).
Η δεύτερη περίπτωση ενός ξένου «άλλου» που ξαφνικά εξαφανίστηκε ήταν με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό δημιούργησε πολιτικές δυσκολίες, δυσανάλογα πολλές για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα –επί μακρόν το κόμμα του αντι-κομμουνισμού- τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα: Χωρίς την Σοβιετική Ένωση, δεν υπήρχε νόημα να χλευάζονται οι Δημοκρατικοί ως ήπιοι απέναντι στον κομμουνισμό και την εθνική ασφάλεια. (Το ζήτημα του ποιο κόμμα ήταν στην πραγματικότητα πιο σκληρό απέναντι στον κομμουνισμό ήταν άνευ σημασίας. Όλα αφορούσαν την αντίληψη των ψηφοφόρων, όπως ακριβώς σήμερα το ζήτημα του ποιο κόμμα είναι πιο υπεύθυνο δημοσιονομικά είναι μόνο χαλαρά συνδεδεμένο με τα γεγονότα, στην καλύτερη περίπτωση).
Όμως, η πλήρης συνέπεια της απώλειας αυτού του «άλλου» μόλις τώρα εμφανίζεται. Οι πολιτικοί επιστήμονες Thomas Mann και Robert Ornstein έχουν περιγράψει πειστικά το πώς οι Ρεπουμπλικανοί μετακινήθηκαν από το να είναι ένα κόμμα υπέρ της μικρής κυβέρνησης σε ένα αντι-κυβερνητικό κόμμα στην δεκαετία του 1990 και του 2000, όπου βρήκαν ουσιαστικά πως ό,τι έκανε η κυβέρνηση ήταν κακό. Αυτό που οι Mann και Ornstein δεν συμπεριέλαβαν στην ανάλυσή τους, όμως, ήταν το πώς η μετατόπιση αυτή οφειλόταν εν μέρει στην ανάγκη για othering στην κομματική πολιτική. Φαίνεται ότι μόνο τώρα είναι πλήρως εμφανείς οι συνέπειες της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, και τι σήμαινε αυτό για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Με τους Σοβιετικούς να μην αποτελούν πλέον απειλή, οι «ελίτ της Ουάσιγκτον» αντικατέστησαν τους «κομμουνιστές» ως το αγαπημένο φόβητρο των Ρεπουμπλικανών. Αυτό το μήνυμα του othering έφθασε στο αποκορύφωμά του το 2016, με την βοήθεια, χωρίς αμφιβολία, των δίδυμων αποτυχιών της πολιτικής του πολέμου στο Ιράκ και της οικονομικής κρίσης του 2008. Οι ρίζες του, όμως, βρίσκονται στο 1991.
Για τις εθνικές πολιτικές, τρία χαρακτηριστικά του othering είναι εμφανή. Κατ’ αρχάς, το «άλλο» πρέπει να είναι επαρκώς στο επίκεντρο των εξωτερικών σχέσεων της χώρας της οποίας η ταυτότητα και η αίσθηση της σωστής συμπεριφοράς μπορεί να σχηματιστεί ως αντίδραση σε αυτό. Για παράδειγμα, όταν αφορά στην Σοβιετική Ένωση, othering σήμαινε ότι οι Αμερικανοί εμβάθυναν την δέσμευσή τους στον καπιταλισμό και την δημοκρατία, αντιστάθηκαν στην άμεση εμπλοκή της κυβέρνησης στην οικονομία (όπως στον τομέα της υγείας, σε μια εποχή που άλλες βιομηχανικές χώρες δημιουργούσαν συστήματα δημόσιας υγείας), και δόμησαν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ με τρόπους ώστε να προσελκύσουν και να διατηρήσουν άλλες χώρες στην «δική μας πλευρά» της γεωπολιτικής. Δεύτερον, ο «άλλος» μπορεί να πάρει δύο μορφές: «Εχθρός» ή «κατώτερος». Η δεύτερη μορφή, φυσικά, οδηγεί σε μισαλλοδοξία αλλά τείνει να δημιουργεί μικρότερο κίνδυνο διεθνούς πολέμου. Και τρίτον, μια ομάδα από ηγέτες πρέπει να κατασκευάσουν και να ενισχύσουν μια αφήγηση για το πώς οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες των Ηνωμένων Πολιτειών σχετίζονται με τον «άλλο».
Αυτά τα τρία χαρακτηριστικά βοηθούν να εξηγηθεί το γιατί, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα μπορούσαν εύκολα να εντοπίσουν ένα νέο «άλλο». Οι Αμερικανοί βλέπουν το Μεξικό ως κατώτερο, αλλά δεν είναι αρκετά κεντρικό για να καθορίσει την αμερικανική ταυτότητα (αν και υπάρχει αφθονία αντιπαλότητας). Από την δεκαετία του 1990, υπήρξαν μόνο δύο πραγματικοί υποψήφιοι. Ο πρώτος είναι το Ισλάμ, χάρη στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Αλλά οι Αμερικανοί ηγέτες αρνήθηκαν αυτή την επιλογή, δικαιολογημένα ανησυχώντας ότι [το Ισλάμ] ήταν υπερβολικά ευρύ και θα οδηγούσε σε ανήθικες διακρίσεις. Δέκα ημέρες μετά από εκείνες τις επιθέσεις, ο πρόεδρος George W. Bush δήλωσε: «Ο εχθρός της Αμερικής δεν είναι οι πολλοί Μουσουλμάνοι φίλοι μας». Ο δεύτερος είναι η Κίνα. Αλλά και πάλι, οι ηγέτες των ΗΠΑ αρνήθηκαν να την πλαισιώσουν ως «άλλο». Ο χαρακτηρισμός του Πεκίνου ως «εχθρός» θα μπορούσε να έχει παρεμποδίσει τις επιχειρήσεις και το εμπόριο και ο χαρακτηρισμός του ως «κατώτερος» απλά δεν λειτούργησε δεδομένου του οικονομικού δυναμισμού του. Χωρίς εξωτερικούς «άλλους», και τα δύο κόμματα στράφηκαν προς τους εγχώριους. Οι Ρεπουμπλικάνοι έστρεψαν όλο και περισσότερο την οργή τους στους μορφωμένους ειδικούς, τους επιστήμονες και τις ελίτ. Οι Δημοκρατικοί μετέτρεψαν τις πολιτικές της ταυτότητας σε μια μανιχαϊστική ηθική μάχη, δίνοντάς της προτεραιότητα επί σχεδόν οτιδήποτε άλλου -και χαρακτηρίζοντας όποιον ήταν αντίθετός τους ως φανατικό.
Ο Trump δούλεψε τις τάσεις του othering και στα δύο κόμματα προς όφελός του. Η νίκη του συχνά εξηγείται ως προϊόν ρατσισμού και εθνικισμού κατά των μεταναστών, αλλά δεν είναι σαν ξαφνικά το αμερικανικό εκλογικό σώμα να έγινε πιο ρατσιστικό από ποτέ. Πράγματι, οι Αμερικανοί είναι, κατά μέσο όρο, περισσότερο ρατσιστικά ανεκτικοί από ποτέ. Αυτό που άλλαξε είναι ότι ο Trump πήγε μια μακροχρόνια ρεπουμπλικανική αφήγηση περί των αυτάρεσκων ελίτ ένα βήμα παραπέρα. Η χυδαία «πολιτική μη-ορθότητα» ήταν ένα έμβλημα τιμής που φοριόταν σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά των ελίτ της Ουάσιγκτον –που ενσαρκωνόταν από την αντίπαλό του, Χίλαρι Κλίντον. Ακόμα κι αν σε πολλούς ψηφοφόρους του Trump δεν άρεσαν οι ρατσιστικές ή οι σεξιστικές απόψεις του, αγάπησαν την προθυμία του να φέρεται υποτιμητικά στην ευγενική κοινωνία. Το othering ήταν μέρος αυτού που επέτρεψε σε έναν δισεκατομμυριούχο να απεικονίσει τον εαυτό του ως άνθρωπος του λαού.
Στην Ευρώπη, η πολιτική του othering μετά την πτώση του κομμουνισμού ήταν λιγότερο απλή, εν μέρει λόγω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έδωσε στα κυβερνητικά κόμματα μια ιδεολογία υπέρ της διεθνούς ολοκλήρωσης, και εν μέρει επειδή ο αντι-κομμουνισμός είχε μικρότερη σημασία για την πολιτική αφήγηση των Ευρωπαίων ηγετών από όση είχε για τους Αμερικανούς. Η απουσία του εξωτερικού «άλλου» δεν μετέτρεψε τα ευρωπαϊκά κόμματα της δεξιάς, όπως έκανε στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα των ΗΠΑ. Το βρετανικό Συντηρητικό Κόμμα, για παράδειγμα, ως επί το πλείστον καταπίεσε την εθνικιστική πτέρυγά του γιατί τα βασικά συστατικά της, ο χρηματοοικονομικός κλάδος και οι μεγάλες επιχειρήσεις, ήθελαν πρόσβαση στην ΕΕ. Αντ’ αυτού, η ανάγκη για othering δημιούργησε πολιτικό χώρο για νέα κόμματα στην άκρα δεξιά, όπως το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (U.K. Independence Party) και το Εθνικό Μέτωπο της Marine Le Pen στην Γαλλία. Τα κόμματα αυτά ήταν απολύτως πρόθυμα να κυριεύσουν ένα τμήμα του εκλογικού σώματος, κατά κύριο λόγο προερχόμενο από την λευκή εργατική τάξη, η οποία ήθελε να διασωθεί η τραυματισμένη εθνική ταυτότητα από τον διασυρμό από έναν «άλλο» -στην περίπτωση αυτή, τους μετανάστες και τις ελίτ των Βρυξελλών.
Ο Καναδάς, η εξαίρεση στην τάση της αυξανόμενης ανελευθερίας [στμ: illiberalism, ως αντίθετο στον φιλελευθερισμό] στην Δύση, εξηγείται επίσης καλά από το «othering». Ο Καναδάς γιορτάζει την πολυπολιτισμικότητα, καλωσορίζει Σύριους πρόσφυγες, και έχει ένα καλά λειτουργών δημοκρατικό σύστημα. Γιατί; Κανένας μεμονωμένος παράγοντας δεν εξηγεί αυτό το αποτέλεσμα, αλλά ένας από τους λόγους είναι ότι οι Καναδοί έχουν έναν επίμονο «άλλο», δηλαδή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Καναδοί βλέπουν τους Αμερικανούς όχι ως εχθρό, αλλά ως κατώτερους. Δημοφιλή καναδικά περιοδικά δεν έχουν κανένα πρόβλημα να υποστηρίζουν ότι «οι Καναδοί είναι απλά καλύτεροι άνθρωποι». Οι Καναδοί δεν είναι οι μόνοι που βλέπουν αφ’ υψηλού τους Αμερικανούς, φυσικά, αλλά πουθενά αλλού αυτό δεν είναι τόσο κεντρικό. Επιπλέον, οι Καναδοί διακρίνουν τους εαυτούς τους από τους Αμερικανούς με φωτισμένα κριτήρια: Μεγαλύτερη φυλετική ανοχή, καθολική υγειονομική περίθαλψη, καλύτερη αποδοχή της μετανάστευσης. Αυτό φαίνεται να είναι το ακριβώς αρκετό othering για να καλλιεργηθεί η εθνική ενότητα, χωρίς να καταστραφεί η σχέση με τον μεγαλύτερο οικονομικό εταίρο της χώρας.
Η Σιγκαπούρη είναι ένα παράδειγμα του πώς, ακόμα και σε μια ανελεύθερη κοινωνία, ένα καθεστώς μπορεί να διαχειριστεί το εθνικό «othering» που θα μπορούσε να παράγει εντάσεις και δυσλειτουργίες. Ο πληθυσμός του είναι 74% εθνικά κινεζικός, 13% μαλαισιανός, και 9% ινδικός. Η Σιγκαπούρη αποφάσισε τον Νοέμβριο του 2016 να κάνει την προεδρία, που είναι ως επί το πλείστον εθιμοτυπικό αξίωμα, εναλλασσόμενη μεταξύ των τριών μεγάλων εθνοτικών ομάδων. Ο πρωθυπουργός Lee Hsien Loong είπε ότι ήθελε κάθε πολίτης να «γνωρίζει ότι κάποιος από την κοινότητά του μπορεί να γίνει πρόεδρος και στην πραγματικότητα, από καιρό σε καιρό, όντως γίνεται πρόεδρος». Αυτό σημαίνει ότι το καθεστώς περιοδικά θεσπίζει ότι μόνο τα μέλη μιας συγκεκριμένης εθνότητας μπορούν να θέσουν υποψηφιότητα για την προεδρία σε έναν δεδομένο [εκλογικό] κύκλο. Το σύστημα είναι σαφώς ανελεύθερο και προβληματικό. Αλλά οι σχέσεις μεταξύ των εθνοτικών ομάδων και στην κοινωνία των πολιτών της Σιγκαπούρης είναι εξαιρετικά καλές, ειδικά σε σύγκριση με την γειτονική Μαλαισία. Το θέμα είναι ότι τα επιτυχή καθεστώτα δεν αγνοούν το othering. Το αξιοποιούν και το κατευθύνουν.
Αλλά όταν οι ελίτ αδυνατούν να δώσουν λογικές ενδείξεις σχετικά με το ποιος είναι ο «άλλος», οι άνθρωποι αποφασίζουν μόνοι τους. Μερικές φορές στρέφονται κατά των ελίτ, όπως υπονοεί η άνοδος του κινήματος Tea Party. Μερικές φορές οι άνθρωποι στρέφονται προς τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, όπως υπονοεί η άνοδος του λευκού εθνικισμού. Ανεξάρτητα από αυτά, τούτο δεν είναι ποτέ καλό.
Ίσως το σημείο-κλειδί για τον κλασικό φιλελευθερισμό είναι ότι οι αφηρημένες, κοσμοπολίτικες αρχές της ανεκτικότητας και της ισότητας δεν φαίνεται να είναι αρκετές για να αποτελέσουν την βάση για μια εθνική κουλτούρα. Θα μπορούσε να λειτουργήσει για μερικούς, ειδικά διανοούμενους, αλλά δεν είναι αρκετό για την συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων. Το othering είναι πολύ βαθιά ριζωμένο στην αρχέγονη ψυχή μας. Έτσι καθώς σκεφτόμαστε για το πώς θα αποτρέψουμε την υφέρπουσα ανελευθερία (illiberalism), θα μπορούσαμε να σκεφτούμε το πώς να αντιμετωπίσουμε την ανάγκη για το othering αντί να προσποιούμεθα ότι δεν υπάρχει.
Copyright © 2017 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/2017-01-13/saving-liberalism
Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition