Γιατί οι μετριοπαθείς υποστηρίζουν εξτρεμιστικές ομάδες | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί οι μετριοπαθείς υποστηρίζουν εξτρεμιστικές ομάδες

Δεν πρόκειται περί ιδεολογίας
Περίληψη: 

Δεν είναι τυχαίο ότι μια ιδεολογία που δίνει έμφαση στην ηθική και την δικαιοσύνη έχει προκύψει σε μια περιοχή που κυριαρχείται από καταπιεστικές και συγκλονιστικά κακές κυβερνήσεις.

Η BARBARA F. WALTER είναι καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στην Σχολή Παγκόσμιας Πολιτικής και Στρατηγικής, του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο.

Μια από τις μεγάλες εκπλήξεις από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου υπήρξε η ανάπτυξη ριζοσπαστικών ισλαμικών ομάδων [1], ιδιαίτερα εκείνων που προσχωρούν στον σαλαφιτικό τζιχαντισμό [2], ένα υπερσυντηρητικό αναμορφωτικό κίνημα που επιδιώκει να δημιουργήσει ένα διακρατικό χαλιφάτο βάσει του νόμου της σαρία. Οι οργανισμοί αυτοί απορρίπτουν την δημοκρατία και πιστεύουν ότι η βία και η τρομοκρατία δικαιολογούνται για την επιδίωξη των στόχων τους. Πριν από το 1990, υπήρχε μόνο μια χούφτα δραστήριων σαλαφιτικών τζιχαντιστικών ομάδων. Μέχρι το 2013, υπήρχαν 49.

Ο πολλαπλασιασμός αυτών των ομάδων είναι αινιγματικός επειδή οι στόχοι τους είναι μακράν πιο ριζοσπαστικοί από εκείνους του σουνιτικού πληθυσμού τον οποίο επιδιώκουν να αντιπροσωπεύσουν. Σύμφωνα με έρευνα επί 38.000 Μουσουλμάνων σε 39 χώρες που πραγματοποιήθηκε από το ερευνητικό κέντρο Pew, το 2013, οι περισσότεροι Σουνίτες ευνοούν την δημοκρατία έναντι του αυταρχισμού και οι μεγάλες πλειοψηφίες απορρίπτουν έντονα την βία στο όνομα του Ισλάμ. Εάν τόσοι πολλοί Μουσουλμάνοι διαφωνούν με τους στόχους και τις μεθόδους αυτών των ριζοσπαστικών ομάδων, γιατί αυτές πολλαπλασιάστηκαν;

Η απάντηση έχει να κάνει λίγα με την θρησκεία ή την ιδεολογία και τα πάντα με την πολιτική και την ασφάλεια. Σε περιβάλλοντα που χαρακτηρίζονται από ταχεία πολιτική μεταβολή, περιορισμένο κράτος δικαίου και ενδημική διαφθορά, οι μετριοπαθείς πολίτες έχουν λογικές αιτίες να ευνοούν ιδεολογικά ακραίες ομάδες. Αυτό ισχύει σε οποιαδήποτε χώρα, μουσουλμανική ή όχι. Και είναι αλήθεια, ακόμη και αν οι περισσότεροι πολίτες δεν πιστεύουν στους υποκείμενους στόχους και την ιδεολογία τέτοιων κινημάτων. Η άνοδος του ριζοσπαστικού ισλαμισμού δεν είναι αποτέλεσμα της αυξημένης υποστήριξης σε ακραίες ιδέες, αλλά το αποτέλεσμα των μέσων Σουνιτών που συμπεριφέρονται στρατηγικά κατά τους ταραχώδεις καιρούς.

ΤΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΤΩΝ ΕΞΤΡΕΜΙΣΤΩΝ

Όταν οι εμφύλιοι πόλεμοι [3] ξεσπούν, όπως στο Τσαντ, το Ιράκ, την Λιβύη, τη Νιγηρία, το Μάλι, το Πακιστάν, την Σομαλία, την Συρία και την Υεμένη, οι μετριοπαθείς πολίτες έχουν δύο επιλογές: Είτε να διαλέξουν μια πλευρά είτε να προσπαθήσουν να παραμείνουν ουδέτεροι. Η καλύτερη επιλογή είναι να ευθυγραμμιστούν με την ένοπλη πολεμική ομάδα που πιθανότατα θα κερδίσει τον πόλεμο και θα δημιουργήσει πραγματικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Η υποστήριξη του νικητή προστατεύει ένα άτομο από τα μεταπολεμικά αντίποινα, και η συνεργασία με μια ομάδα που υπόσχεται μεταρρύθμιση ανοίγει την πιθανότητα θετικής πολιτικής αλλαγής. Αλλά οι πολίτες δεν ξέρουν ποιος θα βγει στην κορυφή ή πώς θα συμπεριφερθεί ο νικητής μόλις βρεθεί στην εξουσία.

Αυτή η στρατηγική κατάσταση δίνει πλεονεκτήματα στις εξτρεμιστικές ομάδες. Μια ακραία ιδεολογία επιτρέπει σε μια ομάδα να στρατολογήσει ζηλωτές, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να αγωνιστούν για περισσότερο χρόνο και σκληρότερα για τη νίκη από όσο οι μετριοπαθείς. Αυτοί οι πεισμωμένοι μαχητές βοηθούν την ομάδα να κερδίσει τις αρχικές μάχες και να οικοδομήσει μια φήμη για πειθαρχία και αποτελεσματικότητα. Το αποτέλεσμα είναι ένας τύπος παιχνιδιού δελεασμού: Οι αληθινοί πιστοί συμμετέχουν πρώτοι λόγω της ακλόνητης αφοσίωσής τους στην αιτία˙ μετά συμμετέχουν τα πιο πρακτικά άτομα επειδή πιστεύουν ότι η ομάδα είναι πιθανό να κερδίσει. Αυτό ακριβώς πιστεύει ο ειδικός της τρομοκρατίας Will McCants [4] ότι συνέβη στην Συρία: Η αρχική επιτυχία του Ισλαμικού Κράτους (ή ISIS) έπεισε πολλούς πρώην μαχητές του Ελεύθερου Συριακού Στρατού να αποστατήσουν προς αυτό που θεωρούσαν ότι ήταν η καλύτερα χρηματοδοτούμενη και περισσότερο οργανωμένη τζιχαντιστική ομάδα.

Οι μετριοπαθείς πολίτες θα προτιμούσαν επίσης να υποστηρίξουν την φατρία που πιθανότατα θα παραμείνει αδιάφθορη μόλις αναλάβει το αξίωμα. Ο καθορισμός του ποιος θα κυβερνήσει δίκαια, ωστόσο, είναι εξαιρετικά δύσκολος. Οι ηγέτες των ανταρτών έχουν κίνητρα να ισχυριστούν ότι είναι διαφορετικοί από τις κατεστημένες ελίτ και επιθυμούν πολιτική αλλαγή, ακόμα κι αν παρακινούνται πραγματικά από φιλοδοξία ή απληστία. Σε χώρες με λίγους θεσμικούς ελέγχους στην εκτελεστική εξουσία, το ξεπούλημα [των ιδεών τους] μόλις αναλαμβάνουν την εξουσία είναι σύνηθες.

Για άλλη μια φορά, μια ακραία ιδεολογία δίνει στις ομάδες ένα προβάδισμα. Κατ’ αρχάς, οι σκληροπυρηνικοί αναμένεται να απορρίψουν τις μετριότερες συμφωνίες πιο συχνά από τους μετριοπαθείς, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να κάνουν καλύτερες προσφορές. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, για παράδειγμα, οι Παλαιστίνιοι ενδέχεται να προτιμούν την Χαμάς έναντι της Παλαιστινιακής Αρχής όταν πρόκειται για διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ. Δεύτερον, η υιοθέτηση μιας ακραίας ιδεολογίας υποδηλώνει ότι ένας ηγέτης ανταρτών ενδιαφέρεται για περισσότερα [πράγματα] από την εξουσία ή τον πλουτισμό. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα εάν μια ιδεολογία απαιτεί δαπανηρή προσωπική θυσία από τους ηγέτες της, όπως η αποχή ή η φτώχεια. Ο Οσάμα Μπιν Λάντεν [5] μπόρεσε να σηματοδοτήσει την δέσμευσή του για πιο αξιακή διακυβέρνηση, επειδή όλοι γνώριζαν ότι είχε εγκαταλείψει την περιουσία του για να πολεμήσει. Τέλος, οι θρησκευτικές εξτρεμιστικές ομάδες έχουν συχνά τα δικά τους συστήματα δικαιοσύνης, γεγονός που δημιουργεί πρόσθετο έλεγχο στην κακή συμπεριφορά. Ο ισλαμιστικός εξτρεμισμός, για παράδειγμα, έρχεται με την δική του εκτεταμένη νομολογία. Η ηγεσία της Αλ Κάιντα φαινόταν να κατανοεί αυτό το πλεονέκτημα όταν στόχευε περιοχές όπου οι τοπικοί πληθυσμοί χρειάζονταν βασική διακυβέρνηση. Στις θρησκευτικές κοινότητες, υπάρχουν επίσης αξιόπιστα τρίτα μέρη, όπως οι ιμάμηδες, οι μουφτήδες και οι αγιατολάχ, που μπορούν να προβούν στην διαιτησία των διαφορών και στην τιμωρία των ηγετών που κάνουν κατάχρηση της εξουσίας τους.

ΤΕΛΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΞΤΡΕΜΙΣΜΟ