Προς νέα ανατροπή των ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Προς νέα ανατροπή των ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο

Πώς η τουρκική επέμβαση στην Συρία μπορεί να απειλήσει την συνοχή του άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ

Το Ισραήλ, υπό την πίεση των περιφερειακών συγκυριών, και έχοντας ήδη βιώσει τις συνέπειες της διεθνούς διπλωματικής απομόνωσης μετά την Κρίση του Σουέζ το 1956 –αλλά και της ψυχρότητας που τού επεδείκνυε κατά περίπτωση ακόμα και η Ουάσινγκτον-, αποδέχθηκε να εξυπηρετήσει τις τουρκικές επιδιώξεις και κατόπιν υπόδειξης της Άγκυρας, δέχθηκε να προβεί σε παρασκηνιακές διπλωματικές ενέργειες επηρεασμού των κρατών της Λατινικής Αμερικής, προάγοντας εμμέσως πλην σαφώς την τουρκική επιχειρηματολογία για την κυπριακή διένεξη που βρισκόταν τότε στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος. Εκ των υστέρων γίνεται αντιληπτό ότι οι ισραηλινές κινήσεις καθαυτές δεν ευθύνονται απόλυτα για το δυσάρεστο (για την ελληνική πλευρά) αποτέλεσμα της κρίσιμης ψηφοφορίας της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ το 1958 –που ουσιαστικά αποτέλεσε τον προπομπό των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου-. Ωστόσο, το Ισραήλ κατάφερε να διασπάσει το αρραγές μέχρι τότε φιλελληνικό μέτωπο των Λατινοαμερικανών, αιφνιδιάζοντας δυσάρεστα την ελληνική διπλωματία.

ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

Ύστερα από αυτήν την σύντομη ιστορική αναδρομή, δεν είναι δύσκολο να επισημανθούν οι αναλογίες με το τι θα μπορούσε να συμβεί σήμερα.

Αφ’ ενός, το Ισραήλ αντιλαμβάνεται ότι εάν η διακυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ εμμείνει στην πρόθεσή της να αποσύρει την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη Συρία, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να την μεταπείσει για το αντίθετο. Το Ισραήλ συνειδητοποιεί πόσο ευάλωτη θα καταστεί η ασφάλειά του έναντι του Ιράν, την στιγμή μάλιστα που όλα δείχνουν ότι θα συνεχίσει να διατηρεί την παρουσία του στη Συρία. Παράλληλα, το Ισραήλ γνωρίζει πολύ καλά ότι η στρατιωτική συνεννόηση με την Ρωσία όσον αφορά τις ενδοσυριακές ισορροπίες είναι περιστασιακή. Τη στιγμή μάλιστα, που η Τεχεράνη ήδη εκφράζει την δυσαρέσκειά της για την αναβάθμιση της θέσης της Τουρκίας στον συριακό εμφύλιο, όλα δείχνουν ότι το Ισραήλ, αργά ή γρήγορα, θα υποχρεωθεί να αποκαταστήσει τα κανάλια επικοινωνίας του με την Τουρκία, βάσει της γνωστής λογικής «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Άλλωστε, και παρά τις υποκριτικές αμερικανικές προειδοποιήσεις προς την Άγκυρα, ουσιαστικά η Ουάσινγκτον είναι εκείνη που προσέδωσε στον τουρκικό στρατό έναν σημαντικό ρόλο-κλειδί, που θα είναι σε θέση να περιορίσει την ιρανική επεκτατικότητα. Και η ιρανική επεκτατικότητα είναι η σημαντικότερη απειλή που καλείται το Ισραήλ να αντιμετωπίσει.

Αφ’ ετέρου, η Τουρκία αξιοποίησε μέχρι τώρα στο έπακρο την γεωγραφική της θέση. Όπως εκ του αποτελέσματος γίνεται αντιληπτό, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να εμπιστεύονται την Τουρκία –παρά την τάση της Άγκυρας να προσεγγίζει τα τελευταία χρόνια τόσο τη Μόσχα όσο και την Τεχεράνη. Έτσι, η Τουρκία, για ακόμα μια φορά, είναι πρόθυμη να μπει σε μια δύσκολη στρατιωτική περιπέτεια. Ωστόσο, είναι αυτονόητο ότι αναμένει και το αντίστοιχο αντάλλαγμα: Μια θέση στον ενεργειακό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου.

Με βάση τα ως άνω, και λαμβάνοντας υπ’ όψιν το τι ακριβώς συνέβη εκείνο το μακρινό καλοκαίρι του 1958, δεν είναι καθόλου απίθανο η Τουρκία να ζητήσει από το Ισραήλ να μεταβάλλει την στάση του σε κάποιο άλλο μέτωπο που ενδιαφέρει έντονα την τουρκική περιφερειακή πολιτική. Αυτό το μέτωπο βρίσκεται εδώ και μια δεκαετία στην Ανατολική Μεσόγειο, με το Κυπριακό να παραμένει άλυτο, και ακόμα περισσότερο επιβαρυμένο, μετά την ανακάλυψη των κοιτασμάτων φυσικού αερίου.

Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν, τελικά, το πλέγμα των σχέσεων που έχει διαμορφωθεί την τελευταία δεκαετία μεταξύ του ελληνικού και του ισραηλινού περιφερειακού παράγοντα είναι τόσο ισχυρό ώστε να μπορέσει να συγκρατήσει το Ισραήλ, προκειμένου να σεβαστεί τις δεσμεύσεις του σε σχέση με τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Εάν σε κάτι διαφέρει το μακρινό καλοκαίρι του 1958 με το φθινόπωρο του 2019, είναι το εξής: Το 1958 το Ισραήλ δεν είχε να χάσει απολύτως τίποτα, υιοθετώντας μια στάση που δεν θα ικανοποιούσε τα τότε ελληνικά συμφέροντα σε σχέση με την Κύπρο –μιας και Ελλάδα και Ισραήλ δεν διατηρούσαν πλήρεις διπλωματικές σχέσεις και η Αθήνα δεν έχανε ευκαιρία να στηρίζει ποικιλοτρόπως τον αραβικό κόσμο. Αντιθέτως, εάν το 2019 το Ισραήλ θελήσει να μεταβάλει τη στάση του όσον αφορά τις παρούσες ενεργειακές ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο για να εξυπηρετήσει τις μαξιμαλιστικές απαιτήσεις της Άγκυρας, τότε αυτομάτως ροκανίζει τα θεμέλια του ευρύτερου ενεργειακού σχεδιασμού της Ανατολικής Μεσογείου, ο οποίος προάγεται πρώτα και κύρια από την Ουάσινγκτον, τις Βρυξέλλες και το Κάιρο, ως επίσης και από τα διεθνή οικονομικά συμφέροντα που έχουν ήδη εμπλακεί στις ΑΟΖ του Ισραήλ, της Κύπρου και της Αιγύπτου.

Παρ’ όλα αυτά, σε αυτό το σημείο καλό θα ήταν να ανατρέξουμε στις κατά καιρούς δηλώσεις των Ισραηλινών αξιωματούχων, συμπεριλαμβανομένου και του πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου, όταν η Ελλάδα, η Κυπριακή Δημοκρατία και το Ισραήλ άρχιζαν να πορεύονται μαζί δειλά-δειλά στα θολά νερά του ενεργειακού χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου. Μετά από το ισχυρό ρήγμα που είχε επέλθει στις σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας από το περιστατικό του πλοίου Mavi Marmara, και κατά τις πρώτες διμερείς και τριμερείς ανεπίσημες ή μη συναντήσεις Ισραηλινών, Ελλήνων και Κυπρίων αξιωματούχων, η ισραηλινή πλευρά τόνιζε με έμφαση ότι η τριμερής συνεργασία στον τομέα της ενέργειας δεν στρεφόταν εναντίον «καμίας άλλης τρίτης χώρας», υπονοώντας την Τουρκία.

Δεν πρέπει, επίσης, να λησμονούμε τις χαρακτηριστικές δηλώσεις του τότε εν ζωή Ισραηλινού Προέδρου, Σιμόν Πέρες, ο οποίος είχε εκφράσει επανειλημμένα την άποψη ότι «άλλη είναι η φύση της συνεργασίας του Ισραήλ με την Κύπρο και την Ελλάδα, και άλλη θα πρέπει να είναι η φύση της συνεργασίας του Ισραήλ με την Τουρκία», θέλοντας προφανώς να διαχωρίσει ποιοτικά και γεωγραφικά το πλαίσιο συνεργασίας που επιθυμούσε να προωθήσει η χώρα του με τον ελληνικό και τον τουρκικό παράγοντα αντίστοιχα.

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΟΛΑ