Γιατί αποτυγχάνει η Τουρκία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί αποτυγχάνει η Τουρκία

Γεωστρατηγική σύνθεση και τουρκική ενεργειακή πολιτική*

Κατά συνέπεια, η Τουρκία ενέταξε πλήρως την ενέργεια και την λεγόμενη «διπλωματία των αγωγών» στα μέσα υλοποίησης της στρατηγικής της στην ευρύτερη περιφέρειά της και όρισε ως κύριο ανταγωνιστή της την Ρωσία σε προέκταση του στρατηγικού παιγνίου μεγιστοποίησης της ισχύος και της επιρροής στον πρώην σοβιετικό χώρο. Η περιοχή περιμετρικά της Κασπίας είναι ίσως η πλέον σημαντική μεταξύ των μετασοβιετικών κρατών, ενώ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Ρωσία ως απόρροια του σοβιετικού παρελθόντος και των σχετικών υποδομών όπως οι αγωγοί μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι οποίοι έκτοτε κατευθύνονται προς την ρωσική ενδοχώρα. Κατά την περίοδο της ΕΣΣΔ, υφίστατο κεντρικός σχεδιασμός των εμπορικών ροών, ενώ οι τιμές δεν ορίζονταν επί τη βάσει κανόνων ελεύθερης αγοράς. Αντιθέτως, ήταν υποκείμενες σε πολιτικές –διοικητικού χαρακτήρα– αποφάσεις, οι οποίες περιόριζαν σημαντικά τις εμπορικές σχέσεις με τρίτα κράτη. Προς τούτο, τα ομόσπονδα κράτη της περιοχής παρουσίαζαν υψηλότατη εξάρτηση από τη Μόσχα προκειμένου να καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες των πληθυσμών τους.

Ως επακόλουθο των προηγουμένων, αφ’ ενός το 90% των εξαγώγιμων προϊόντων παρέμενε εντός της ΕΣΣΔ [12], αφ’ ετέρου ο συγκεκριμένος μονοδιάστατος χαρακτήρας οικονομικών και εμπορικών συναλλαγών δυσχέρανε την ένταξη των νεότευκτων κρατών στο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου με επιπτώσεις στην ίδια την οικονομική κατάστασή τους. Συγκεκριμένα, εν έτει 1996, το Καζακστάν διέθετε το 69,3% του Ακαθαρίστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) του 1991, το Κιργιστάν το 58,9%, το Τατζικιστάν το 42,9%, το Τουρκμενιστάν το 58,4% και το Ουζμπεκιστάν το 53,8% [13]. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Λευτέρης Δρακόπουλος, «η σοβιετική κληρονομιά δεν εξόπλισε τα νέα κράτη για την αντιμετώπιση των διεθνών προκλήσεων. Η γραφειοκρατία είχε συνηθίσει να ανταποκρίνεται στα καλέσματα του Κέντρου και να μην παίρνει πρωτοβουλίες. Εξειδικευμένο προσωπικό με γνώσεις διαχείρισης επιχειρήσεων δεν υπήρχε» [14]. Γι’ αυτόν τον λόγο, τα μετασοβιετικά κράτη βρέθηκαν να έχουν επιτακτική ανάγκη επενδυτικών κεφαλαίων και τεχνογνωσίας, καθώς και διπλωματικής στήριξης.

Μεταψυχροπολεμικά, η Τουρκία φιλοδόξησε να καλύψει το κενό που προέκυψε μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ προάγοντας το «τουρκικό μοντέλο» της μουσουλμανικής κοινωνίας με δυτικότροπες δομές οικονομίας της αγοράς. Το εν λόγω μοντέλο προωθήθηκε ως σχέδιο διεξόδου των κρατών του πρώην σοβιετικού χώρου προς τις παγκόσμιες αγορές, αλλά υπέκρυπτε την δημιουργία μιας τουρκικής σφαίρας επιρροής, επιχειρώντας να θεσμοθετήσει ετεροβαρή συνεργατικά σχήματα προς όφελος της Άγκυρας. Τοιουτοτρόπως, οι υποσχέσεις περί παροχής υλικοτεχνικής βοήθειας συνοδεύτηκαν από φράσεις περί μιας Τουρκίας η οποία αξιώνει διευρυμένο ηγετικό ρόλο «από την Αδριατική έως το Σινικό τείχος» [15]. Η Τουρκία απετέλεσε το πρώτο κράτος το οποίο προέβη στην επίσημη διπλωματική αναγνώριση της ανεξαρτησίας των νεότευκτων δημοκρατιών του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας κατά την διάρκεια του δευτέρου εξαμήνου του 1991. Ακολούθως, υπήρξε σειρά επισκέψεων Τούρκων υψηλόβαθμων και χαμηλόβαθμων αξιωματούχων υπό το πλαίσιο της προσπάθειας υλοποίησης των προαναφερθεισών αισιόδοξων εκτιμήσεων. Κύριο χαρακτηριστικό των συγκεκριμένων επισκέψεων απετέλεσαν οι μεγαλόστομες διακηρύξεις με κύριο άξονα την ανάληψη εκ μέρους της Τουρκίας ενός ρόλου διαμεσολαβητή μεταξύ των νεότευκτων κρατών και του υπολοίπου κόσμου.

Ο γενικότερος μεταψυχροπολεμικός επαναπροσδιορισμός της θέσης, του ρόλου και των διατιθέμενων μέσων διαφάνηκε το 1993 μέσω των δηλώσεων του τότε προέδρου Süleyman Demirel ότι «η θέση της Τουρκίας σήμερα σε αυτό το μέρος του κόσμου είναι πολύ περισσότερο σημαντική εν σχέσει με δύο χρόνια πριν […] ο επαναπροσδιορισμός των δεσμών ασφαλείας, καθώς και των αμυντικών, διπλωματικών και οικονομικών δεσμών [των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών] με την Τουρκία είναι αναγκαίος περισσότερο από ποτέ» [16]. Παρόμοιες δηλώσεις είχαν την αφετηρία τους στις ευρύτερες στρατηγικές αντιλήψεις, οι οποίες κυριάρχησαν στο εσωτερικό της Τουρκίας. Ενδεικτικό παράδειγμα απετέλεσε το Συμπόσιο της Αλικαρνασσού τον Σεπτέμβριο του 1991 με τους παρευρισκόμενους καθηγητές να μιλούν ευθαρσώς για την δημιουργία του «μεγάλου Τουρκεστάν» εν όψει της επικείμενης διάλυσης της ΕΣΣΔ, ενώ κατά την επαύριον της οριστικής κατάρρευσης του σοβιετικού καθεστώτος –μόλις τρεις μήνες αργότερα– πολιτικοί παράγοντες άρχισαν να υιοθετούν παρόμοιες απόψεις. Πλέον χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του Demirel, σύμφωνα με τον οποίο ο Καύκασος και η Κεντρική Ασία δύνανται να συστήσουν μια «Ευρασιατική Ένωση» κατοικημένη «από Τούρκους τους οποίους η Τουρκία θα οδηγήσει στον κόσμο» [17].

Τοιουτοτρόπως, η Τουρκία εξέφρασε ηγεμονικές αξιώσεις στον μετασοβιετικό χώρο και ευρύτερα. Οι προσπάθειες ισχυροποίησης της θέσης και του ρόλου της ταυτίστηκαν με την χρήση ή την διακήρυξη χρήσης κάθε μέσου, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής στην παραγωγή και στην διαμετακόμιση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στον νοητό ενεργειακό διάδρομο Ανατολής-Δύσης. Προς το συγκεκριμένο σκοπό της διεύρυνσης της ενεργειακής ασφάλειάς της, τον πολλαπλασιασμό των σχετικών κερδών έναντι των περιφερειακών ανταγωνιστών της και της χειραγώγησης των συνισταμένων της ενεργειακής ασφάλειας δυνητικών ανταγωνιστών της, η Τουρκία δρα εντός ενός πλαισίου άσκησης μαξιμαλιστικής στρατηγικής. Εν ολίγοις, η κατάρρευση της ΕΣΣΔ δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για την τουρκική ενεργειακή αναβάθμιση, τις οποίες η Άγκυρα έσπευσε να εκμεταλλευτεί. Ήταν, ωστόσο, συνεπής αυτή η απόπειρα; Σε τι βαθμό υπηρετούσε το ορθολογικό κριτήριο κατά την διαδικασία λήψης αποφάσεων;

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ