«Ριπή ανέμου» (Rafale) πάνω από το Αιγαίο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

«Ριπή ανέμου» (Rafale) πάνω από το Αιγαίο

Τι σημαίνει στην πράξη η νέα αγορά μαχητικών για την ελληνική Πολεμική Αεροπορία

Μετά από δεκάδες απώλειες στον «ακήρυχτο πόλεμο» πάνω από το Αιγαίο, το σύνολο των F-16C και Mirage 2000 είναι σήμερα περί τα 190-192 και εξυπακούεται πως δεν είναι όλα τους ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα. Ακόμη χειρότερα, ορισμένα έχουν πάνω από 30 (!) έτη υπηρεσίας και βρίσκονται κοντά στο όριο της δομικής αντοχής τους. Τουλάχιστον τα τελευταία 84 F-16C θα αναβαθμιστούν δραματικά, από το 2022 ως και το 2027, στην διαμόρφωση F-16V και θα αποτελέσουν την «ραχοκοκαλιά» της ΠΑ μέχρι και ολόκληρη την δεκαετία του 2030. Αυτά θα είναι εξαιρετικά σε ρόλο αέρος-αέρος, χάρη στο κορυφαίο τους ραντάρ AESA (active electronically scanned array). Τέλος, 33 αναβαθμισμένα μεν, αλλά παλαιάς γενιάς «Φάντομ» (F-4E), πρόκειται να αποσυρθούν τα επόμενα έτη, το αργότερο μέχρι το 2026/27.

RAFALE: ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΑΠΟΤΡΕΠΤΙΚΗ ΙΣΧΥΣ, ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ

Αυτό το τοπίο ήρθε να ταράξει η ανακοίνωση, στις 12/9/2020, της άμεσης αγοράς από την Ελλάδα δεκαοκτώ (18) γαλλικών μαχητικών τύπου Dassault Rafale (ΣΣ: rafale στα γαλλικά σημαίνει «ριπή ανέμου»). Πιθανότατα, τα δώδεκα (12) από αυτά θα είναι ελαφρώς μεταχειρισμένα, από τα υφιστάμενα γαλλικά αποθέματα, και μόλις τα έξι (6) εντελώς νέας κατασκευής, ενώ άλλες πηγές ομιλούν για 8 μεταχειρισμένα και 10 νέα. Όλα τα μεταχειρισμένα θα παραδοθούν στην Πολεμική Αεροπορία εντός του 2021 και τα νέα μάλλον το πρώτο εξάμηνο του 2022. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για τον πρώτο νέο τύπο μαχητικού που ανακοινώνεται ότι αποκτά η ΠΑ μετά από 35 ολόκληρα έτη, καθώς η «αγορά του αιώνα», για τα αρχικά Mirage 2000 και F-16, είχε ανακοινωθεί το 1985! Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως και το Rafale δεν είναι καινούργιο πρόγραμμα: δρομολογήθηκε το 1982 και το αρχικό πρωτότυπο πέταξε πριν από 34 ολόκληρα έτη, το 1986, μολονότι η είσοδος σε υπηρεσία καθυστέρησε μέχρι το 2002 με το Γαλλικό Ναυτικό, και το 2006 με την Αεροπορία. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η κατασκευάστρια εταιρεία εκτιμούσε ότι επρόκειτο για ένα πρόγραμμα κόστους 30 δισ. ευρώ για περίπου 500 αεροπλάνα, δηλαδή μια παραγωγή 320 αεροσκαφών για την Γαλλία και 180 για εξαγωγές.

15092020-2.jpg

Πιλότος της Ινδικής Πολεμικής Αεροπορίας βγαίνει από ένα μαχητικό Rafale κατά την διάρκεια της τελετής ένταξής τους σε μια αεροπορική βάση στην Αμπάλα, στην Ινδία, στις 10 Σεπτεμβρίου 2020. REUTERS/Adnan Abidi
-------------------------------------------------------------------

Οι γαλλικές παραγγελίες, όμως, μειώθηκαν τελικά σε 210, 180 επιβεβαιωμένες και 30 πιθανές [2], οι δε εξαγωγές μέχρι και σήμερα δεν έχουν ξεπεράσει τις 102 (Ινδία 36, Κατάρ 36, Αίγυπτος 24 και Ελλάδα 6 νέα, ως φαίνεται). Κατά την εκτίμησή μας, δεν υπάρχει ισχυρή πιθανότητα να ακολουθήσουν αρκετές ακόμη. Το 2009, έτος κατά το οποίο παραγγέλθηκαν τα 60 τελευταία, μέχρι σήμερα, γαλλικά αεροπλάνα και χωρίς ακόμη να έχουν σημειωθεί εξαγωγές (οι τελευταίες άργησαν ως το 2015…), το συνολικό κόστος είχε φτάσει ήδη τα 39,6 δισ. ευρώ. Πλέον κινείται πάνω από τα 50 δισ. ευρώ για τις 282 επιβεβαιωμένες μονάδες και, εφόσον η Γαλλία παραγγείλει τα 30 ακόμη αεροσκάφη που προγραμματίζει, θα αγγίξει τα 55 δισ. ή σχεδόν διπλάσιο των αρχικών εκτιμήσεων. Με βάση διαθέσιμα στοιχεία, το κόστος έρευνας και εξέλιξης (R&D) μέχρι το 2004 άγγιξε τα 12 δισ. ευρώ. Σε σχέση με το αμερικανικό Lockheed Martin F-35 Lightning II, το οποίο μπήκε σε υπηρεσία το 2015 και ενδιαφέρει επίσης την ΠΑ (βλ. παρακάτω), το Rafale έχει το εξής θεμελιώδες μειονέκτημα, από οικονομικής τουλάχιστον πλευράς: έχει παραγγελθεί σε πολύ μικρότερους αριθμούς, επομένως το προαναφερθέν κόστος έρευνας και εξέλιξης μοιράζεται σε λιγότερα αεροσκάφη, εκτοξεύοντας το συνολικό κόστος μονάδας ή PUC (per unit cost): διαιρώντας τα 55 δισ. με τα 312 Rafale που θα αφήσουν, σε ένα καλό σενάριο, την γραμμή παραγωγής, το PUC ανέρχεται σε 175 εκατ. ευρώ. Ο κατασκευαστής, βεβαίως, προσφέρει καταρχήν στους υποψήφιους ξένους πελάτες το αεροσκάφος στην τιμή flyaway, η οποία εκτιμάται σε «μόνο» 80 - 90 εκατ. ευρώ περίπου, όμως στην συνέχεια προσπαθεί να ανακτήσει ένα μέρος τουλάχιστον του κόστους έρευνας και εξέλιξης μέσω της τεχνικής υποστήριξης, της ροής ανταλλακτικών, προγραμμάτων αναβάθμισης κλπ. Για να λάβουμε μια ιδέα του πραγματικού κόστους, η τελευταία διεθνής παραγγελία, εκείνη εκ μέρους της Ινδίας το Σεπτέμβριο του 2016, κοστολογήθηκε μεν στα 3,42 δισ. ευρώ για 36 μονάδες άνευ εξοπλισμού (91 εκατ. το κάθε μονοθέσιο και 94 εκατ. το κάθε διθέσιο), όμως τελικά, μαζί με όλα τα «παρεπόμενα», το κόστος της έφθασε στα 7,8 δισ., προκαλώντας πολιτική θύελλα.

Το Rafale αποτελεί, λοιπόν, ένα λίαν δαπανηρό αεροσκάφος, όχι μόνο στην αγορά, αλλά και στο κόστος χρήσης: μελέτη για λογαριασμό του έγκριτου βρετανικού Jane’s (2012) τοποθετεί το επιχειρησιακό κόστος ανά ώρα πτήσης σε 16.500 δολ. έναντι περίπου 7.000 δολ./ώρα στην περίπτωση του F-16. Ομοίως, έκθεση του γαλλικού Ελεγκτικού Συνεδρίου το 2014 που ανέλυσε το κόστος χρήσης των γαλλικών μαχητικών για την πενταετία 2009 έως και 2013 αποκάλυψε ότι για το μεν Mirage 2000 ήταν 8.082 ευρώ/ώρα, για το δε «ομόσταυλο» Rafale όχι λιγότερο από 14.596 ευρώ/ώρα [3]. Η διαφορά της τάξης του +80% δεν πρέπει να μας εκπλήσσει: Και η πολυπλοκότητα του Rafale είναι κατά πολύ μεγαλύτερη, ως αεροσκάφος επόμενης γενιάς, αλλά επιπλέον είναι δικινητήριο (με στροβιλοκινητήρες τύπου Snecma Μ88), επομένως καταναλώνει περισσότερο καύσιμο.