Η πολιτική οικονομία των ρωσοτουρκικών σχέσεων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πολιτική οικονομία των ρωσοτουρκικών σχέσεων

Πολυεπίπεδη και διαρκώς εξελισσόμενη συνεργασία, αλλά με όρια*
Περίληψη: 

Κατά την δεκαετία του 2010 και παρά την κρίση εξαιτίας της κατάρριψης του Su-24 από τους Τούρκους, παρατηρήθηκε μια πρωτοφανής εμβάθυνση των οικονομικών δεσμών μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας. Οι δυο χώρες αποτελούν σήμερα οιονεί στρατηγικούς εταίρους παρά τα αποκλίνοντα γεωπολιτικά συμφέροντα σε πολλά επί μέρους θέματα και το ΝΑΤΟϊκό status της τελευταίας σε επίπεδο αρχιτεκτονικής διεθνούς ασφάλειας.

Ο ΔΡ ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΙΤΑΡΑΣ είναι στρατηγικός αναλυτής επί θεμάτων άμυνας, ενέργειας και διεθνούς οικονομίας, και επισκέπτης καθηγητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Ενέργεια: στρατηγική, δίκαιο και οικονομία» του ΠΑ.ΠΕΙ. Όλες οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν είναι αυστηρά προσωπικές.

Σε προηγούμενη μελέτη μας, εκθέσαμε τις οικονομικές, (εμπορικές, επενδυτικές και ενεργειακές) σχέσεις της Τουρκίας με ορισμένες μετασοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας οι οποίες κατοικούνται, ως επί το πλείστον, από τουρκογενείς πληθυσμούς [1]. Και είχαμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η γείτων χώρα κατάφερε, αμέσως μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ, να «διεισδύσει» πολλαπλώς στην συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, αποκομίζοντας σημαντικά οφέλη. Τι γίνεται, όμως, σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής οικονομίας, με την ίδια την Ρωσική Ομοσπονδία, η οποία, γεωπολιτικά, αποτελεί μείζονα ανταγωνιστή της Τουρκίας για περιφερειακή ηγεμονία;

27042021-1.jpg

Ο Τούρκος πρόεδρος, Ταγίπ Ερντογάν, και ο Ρώσος ομόλογός του, Βλαντιμίρ Πούτιν, στην τελετή εγκαινίων των έργων για τον πυρηνικό σταθμό Akkuyu μέσω τηλεοπτικού συνδέσμου, στο Προεδρικό Μέγαρο στην Άγκυρα, στις 3 Απριλίου 2018. REUTERS/Umit Bektas
-------------------------------------------------------------

Η ανά χείρας μελέτη θα προσπαθήσει να αναδείξει ότι οι ρωσοτουρκικές οικονομικές σχέσεις εμφανίζονται λίαν ισχυρές και μάλιστα, σε τροχιά εμβάθυνσης[2]. Διότι, όπως έχει ήδη υποστηρίξει η βιβλιογραφία, στην πράξη παρατηρείται μια απόπειρα «στεγανοποίησης» (compartmentalization) των οικονομικών σχέσεων από τις πολιτικές: οι άρχουσες ελίτ σκοπίμως διαχωρίζουν την οικονομική συνεργασία από τους επιμέρους, ενίοτε σημαντικούς, γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, και την αφήνουν να προχωρήσει απρόσκοπτα, ως αμοιβαία επωφελή (win-win). Αυτός ο πραγματισμός, βεβαίως, δεν σημαίνει πως μείζονες πολιτικές κρίσεις δεν έχουν κατά καιρούς επιδράσει, έστω και πρόσκαιρα, στις οικονομικές σχέσεις: το επεισόδιο του αεροπλάνου Su-24 (βλ. παρακάτω) οδήγησε σε καθίζηση των διμερών συναλλαγών το 2015/6. Αναγνωρίζουμε ότι, για την πληρότητα της ανάλυσης, θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από παρουσίαση των οικονομικών σχέσεων της Τουρκίας με την Σοβιετική Ένωση (λ.χ. δάνειο Λένιν προς Κεμάλ το 1923 και κομβικής σημασίας συμφωνία οικονομικής συνεργασίας το 1967), όμως αδυνατούμε να το πράξουμε, ελλείψει χώρου [3]. Αναγκαστικά θα περιοριστούμε στις δύο τελευταίες δεκαετίες, όπου οι πατερναλιστικές μορφές των κ.κ. Πούτιν και Ερντογάν δεσπόζουν απόλυτα στο πολιτικό στερέωμα Μόσχας και Άγκυρας, αντίστοιχα. Ειδικά, δε, κατά την δεκαετία του 2010 και παρά την κρίση εξαιτίας του Su-24, παρατηρήθηκε μια πρωτοφανής εμβάθυνση των οικονομικών δεσμών. Κατά την άποψή μας, Ρωσία και Τουρκία αποτελούν σήμερα οιονεί στρατηγικούς εταίρους (παρά τα αποκλίνοντα γεωπολιτικά συμφέροντα σε πολλά επί μέρους θέματα και το ΝΑΤΟϊκό, επομένως αντιρωσικό, status της τελευταίας σε επίπεδο αρχιτεκτονικής διεθνούς ασφάλειας).

Ειδικότερα, δύο κοσμογονικής σημασίας εξελίξεις, ή αλλιώς «game-changers», υπήρξαν, πρώτον, η κατασκευή, από την ρωσική κρατική εταιρεία Rosatom, πυρηνικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη ΝΑ Τουρκία (με τέσσερις αντιδραστήρες) και, δεύτερον, η εξαγωγή στην Τουρκία ενός ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος τελευταίας τεχνολογίας. Η μεν πρώτη εξέλιξη βασίζεται, μετά από πάρα πολλά έτη προεργασίας, σε μια διακρατική συμφωνία του 2010 [4] και ξεκίνησε να υλοποιείται το 2018, η δε δεύτερη σε ένα συμβόλαιο αγοράς το οποίο υπογράφηκε το 2017. Οι μέχρι πρότινος υφιστάμενοι οικονομικοί δεσμοί των δύο, όσο σημαντικοί κι αν ήταν, δεν μπορούν να συγκριθούν με την στενή συνεργασία σε αυτούς τους δύο τόσο ευαίσθητους τομείς. Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν η «έκταση» των σχέσεων (τουλάχιστον με βασικό κριτήριο τον όγκο του διμερούς εμπορίου αγαθών) δεν είναι τόσο μεγάλη σήμερα, όσο ήταν στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, λ.χ. το 2008, η «ένταση» εντυπωσιάζει.

Η πρώτη, λοιπόν, βασική θέση της ανά χείρας μελέτης είναι ότι η πολιτική οικονομία των διμερών σχέσεων Ρωσίας και Τουρκίας οφείλει να προσεγγίζεται πρωτίστως με ποιοτικούς και όχι ποσοτικούς όρους: ιδιαίτερα κρίσιμες θεωρούνται εκείνες οι συνεργασίες που ενέχουν έντονες υποδηλώσεις ασφάλειας [5]. Γενικά, η εικαζόμενη βοήθεια (έστω και σε επίπεδο προειδοποίησης) του Πούτιν προς τον Ερντογάν στο αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 ήταν το πλέον κρίσιμο γεγονός, το οποίο στην συνέχεια κεφαλαιοποιήθηκε πολλαπλώς. Όχι μόνο το επεισόδιο του Su-24 θεωρήθηκε λήξαν -είχε προηγηθεί, άλλωστε, απολογητική επιστολή- αλλά πλέον οι δύο χώρες ήλθαν εγγύτερα από ποτέ ίσως στο παρελθόν, παρά τις επιμέρους διαφορές τους: ακόμη και η πρόσφατη (Φθινόπωρο 2020) ανακατάληψη του Ορεινού Καραμπάχ από το Αζερμπαϊτζάν, με εμφανέστατη τουρκική υποστήριξη, δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί χωρίς την πρότερη «συνεννόηση» Άγκυρας-Μόσχας.

Πάντως, διαπρεπείς Τούρκοι αναλυτές κάνουν πολύ συχνά λόγο, και δη με έμφαση, περί «ασύμμετρης αλληλεξάρτησης»: σε τελική ανάλυση, υποστηρίζουν, η Άγκυρα είναι πολύ περισσότερο εξαρτημένη οικονομικά από τη Μόσχα και όχι το αντίθετο [6]. Θεωρούν, και έμμεσα προειδοποιούν την ηγεσία τους, ότι η Τουρκία παραμένει το πιο «ευάλωτο» (vulnerable) μέρος της εξίσωσης, καθώς μια μεγάλη κρίση στις διμερείς σχέσεις και, επομένως, μια καθίζηση των οικονομικών συναλλαγών, θα την έβλαπτε πολύ περισσότερο, παρά την Ρωσία. Ως εκ τούτου, καταλήγει η άποψη αυτή, η πλευρά εκείνη που «έχει το πάνω χέρι», δηλαδή η ρωσική, δύναται να ασκήσει και μεγαλύτερη επιρροή, γενικότερα, επί της άλλης (asymmetry in the economic relationship provides a «source of influence» for the stronger party) [7]. Η άποψη αυτή, αν και φαινομενικά ορθή, δεν πρέπει να μας κάνει να λησμονούμε το μείζον γεγονός, το οποίο επιχειρεί να αναδείξει η ανά χείρας μελέτη ως δεύτερη βασική θέση της: υπό φυσιολογικές συνθήκες, δηλ. εκτός περιόδων κρίσης, ο μεγαλύτερος ωφελημένος της διμερούς οικονομικής σχέσης, όπως τουλάχιστον έχει εξελιχθεί από το καλοκαίρι του 2016 μέχρι σήμερα και, ιδίως, όπως προβλέπεται να προχωρήσει μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2020, είναι σαφώς η Τουρκία.